Στο σημαντικό ρόλο του επιτελικού κράτους στην αντιμετώπιση της κακονομίας και της πολυνομίας, τις οποίες χαρακτήρισε διαχρονικές παθογένειες, αναφέρθηκε ο γενικός γραμματέας Πρωθυπουργού, Στυλιανός-Ιωάννης Κουτνατζής, κατά την έναρξη της τοποθέτησής του σε εκδήλωση που διοργάνωσε η προεδρία της κυβέρνησης. «Οι νόμοι πρέπει να γίνουν καλύτεροι. Γίνεται μια τεράστια προσπάθεια νομοθέτησης η οποία πρέπει να κωδικοποιηθεί για να είναι εύκολα αναγνώσιμη και να έχει και παιδευτικό ρόλο στην κοινή γνώμη», τόνισε.
Ως βασικές αδυναμίες του συστήματος ανέφερε την μεγάλη παραγωγή νόμων, οι οποίοι είναι δυσνόητοι ως προς το περιεχόμενό τους και γίνονται αντιληπτοί από ένα περιορισμένο κύκλο. Πρόσθεσε ότι οι περισσότεροι νόμοι είναι γραμμένοι με προσανατολισμό προς τη δημόσια διοίκηση, και ανέφερε την διαδικαστική διάσταση της νομοθέτησης, καθώς οι διαδικασίες συχνά διεξάγονται ταχύτατα, χωρίς διαβούλευση, γεγονός που δεν επιτρέπει στους βουλευτές να συνειδητοποιήσουν πλήρως το περιεχόμενο των νομοσχεδίων. «Αυτό το κενό ήρθε να καλύψει ο νόμος για το επιτελικό κράτος», υπογράμμισε.
Ο κ. Κουτνατζής ανέφερε ότι ο νόμος μετατρέπει τη Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης σε μία Γραμματεία νομικών και κοινοβουλευτικών θεμάτων, με αποστολή τη διασφάλιση της συνοχής και του συντονισμού της διαδικασίας. Επιχειρεί μια σύνθεση ανάμεσα σε συγκεντρωτικά και αποκεντρωτικά μοντέλα νομοπαρασκευής, μεταμορφώνοντας τα νομοσχέδια ώστε να πληρούν υψηλές νομοτεχνικές προδιαγραφές.
Αναφερόμενος στις αλλαγές που επιχειρούνται, σημείωσε ότι τα νομοσχέδια πλέον αναρτώνται σε διαβούλευση και οι τροπολογίες μειώθηκαν δραστικά. Υπογράμμισε ότι «υπάρχει και μια ουσιαστική αλλαγή ως προς τον τρόπο με τον οποίο γράφονται οι νόμοι στην Ελλάδα. Γράφονται με έναν τρόπο πολύ κατανοητό».
Ο κ. Κουτνατζής τόνισε τη σημασία της εκπαιδευμένης επιτελικής στελέχωσης για τη διάχυση της νομοπαρεσκευαστικής διαδικασίας σε όλα τα υπουργεία, επισημαίνοντας ότι οι νόμοι δεν πρέπει να είναι η έσχατη επιλογή, αλλά να επιδιώκεται μια αλλαγή κουλτούρας στο Δημόσιο.
Ανέφερε επίσης ότι «όλα αυτά δεν θα είχαν γίνει πραγματικότητα αν δεν υπήρχε ισχυρή πολιτική βούληση του πρωθυπουργού, του υπουργού Επικρατείας κ. Γεραπετρίτη και των υπουργών Επικρατείας που ακολούθησαν».
Τέλος, εξήρε τη συμβολή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της κ. Ξανθάκη, καθηγήτριας του UCL, για την ποιότητα της νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας.