Μόνο καλά δεν εξελίσσονται τα πράγματα στη δεύτερη θητεία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ο παντοδύναμος πρωθυπουργός του 41% έχασε γρήγορα την ώθηση της ευρείας νίκης του περασμένου Ιουνίου και πλέον σε εβδομαδιαία βάση επιχειρεί να «μαζέψει» γκάφες και αστοχίες του ίδιου αλλά και των υπουργών του. Το εντυπωσιακό στοιχείο δεν είναι η φθορά της κυβέρνησης αλλά το γεγονός πως αυτή είναι άκρως δυσανάλογη με την πίεση που δέχεται από τους πολιτικούς της αντιπάλους. Όσο ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ αναζητούν την πυξίδα τους, το ερώτημα που προκύπτει είναι πώς ενώ ο Μητσοτάκης παίζει χωρίς αντίπαλο, καταφέρνει να χάνει.
Τους τελευταίους μήνες, ο άλλοτε πανίσχυρος μηχανισμός επικοινωνίας του Μαξίμου φαίνεται να βρίσκεται σε σύγχυση. Το γεγονός ότι το επιτελείο του πρωθυπουργού αδυνατεί να αναγνωρίσει και να στοχεύσει αντίπαλο έχει δημιουργήσει πολλαπλά προβλήματα στους στρατηγικούς εγκεφάλους του Μαξίμου. Οι επιτελάρχες δεν μπορούν να συγκρουστούν με την αντιπολίτευση για προτάσεις, αλλά κρίνονται από τα δικά τους ανεπαρκή μέτρα στην οικονομία και άλλους τομείς.
Η απουσία του Αλέξη Τσίπρα φαίνεται να επιβαρύνει την κατάσταση. Παρά την επικοινωνιακή υπεροπλία του Μαξίμου, όλα τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι η κυβέρνηση «πληρώνει» για την απουσία αντιπάλου. Η ΝΔ κατάφερε να κυριαρχήσει στην πολιτική σκηνή, όμως σήμερα, με τη στέρηση αντίπαλου δέους, αδυνατεί να πείσει την ελληνική κοινωνία ότι είναι η καλύτερη λύση. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν την κυβέρνηση να βλέπει τα ποσοστά της να υποχωρούν, σε συνδυασμό με τη στασιμότητα των ποσοστών της αντιπολίτευσης λίγο πάνω ή κάτω από το 10%.
Το μεγάλο στοίχημα για τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ θα είναι να εκφράσουν τη κοινωνική αντιπολίτευση και να ενωθούν σε ένα συνεκτικό αφήγημα. Ο μόνος τρόπος για να ξεφύγει η κεντροαριστερά από την ανυπαρξία είναι να ξεπεράσει τις συγκρούσεις του παρελθόντος και να συνδεθεί με τις λαϊκές τάξεις.