Του Νίκου Καραγιαννακίδη*
Η θετική γνωμοδότηση του ΣτΕ για τη δημιουργία της νέας ΔΕΘ ανοίγει το δρόμο για την υλοποίηση ενός έργου κορυφαίας σημασίας για την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή του τόπου. Η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης, το αγαπημένο παιδί της πόλης, είναι πολλά παραπάνω από μια εμπορική δραστηριότητα: Αποτελούν μαζί με το Λιμάνι τους κορυφαίους αναπτυξιακούς βραχίονες μιας πόλης που αγωνιά και βιώνει, όπως όλη η Ελλάδα, τις οδυνηρές συνέπειες της υγειονομικής και οικονομικής κρίσης, αλλά παράλληλα μπορεί να ελπίζει σε ένα πιο αισιόδοξο μέλλον, επενδύει στην εξωστρέφεια και στην καινοτομία, δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε να ανακτήσει την κυρίαρχη θέση της ως μητροπολιτικού κέντρου της ΝΑ Ευρώπης.
Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης είχε δίκιο όταν έλεγε πως η Θεσσαλονίκη βρίσκεται αντιμέτωπη με μια τόσο μεγάλη ευκαιρία όσο καμία άλλη πόλη στην Ευρώπη, καθώς της δίνεται η δυνατότητα να αξιοποιήσει στο έπακρο το κέντρο της, να προικιστεί με ένα σύμπλεγμα δράσεων εμπορικών, κοινωνικών, οικονομικών, ψυχαγωγικών, αθλητικών αλλά και να αποδοθεί στους πολίτες της ελεύθερος χώρος, ένας πνεύμονας πρασίνου στην καρδιά του αστικού ιστού.
Μια ΔΕΘ προσιτή και ελκυστική σε όλους τους πολίτες, αξιοποιήσιμη καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου και όχι με τη σημερινή μορφή της μερικής, περιορισμένης χρήσης. Είναι γεγονός πως η αιωνόβια σε πέντε χρόνια Έκθεση είχε ανάγκη από μια γενναία αναδόμηση. Τα όσα προηγήθηκαν αυτής της απόφασης του ΣτΕ που δρομολογεί τις οριστικές εξελίξεις, συνδέονται άριστα με την ιδιοσυγκρασία μας: Είμαστε ένας λαός που αγαπάμε να διχαζόμαστε. Η Θεσσαλονίκη έχει πληρώσει πολύ ακριβά το «μάρμαρο» αυτού του ανεύθυνου διχασμού, προϊόν, τις περισσότερες φορές, μικροκομματικών συμφερόντων και λαϊκίστικων σκοπιμοτήτων.
Είναι οι ίδιες εμμονικές μικροπολιτικές λογικές που οδήγησαν στον κάλαθο των αχρήστων τα σχέδια για την υποθαλάσσια αρτηρία, που λιθοβολούσαν την επέκταση της παλιάς παραλίας και την ανέγερση του νέου Δημαρχιακού Μεγάρου, που έβαζαν εμπόδια στην ανάπλαση της πλατείας Διοικητηρίου και μετέτρεψαν το ζήτημα της απόσπασης ή μη των αρχαιοτήτων από το Σταθμό Βενιζέλου σε μείζον πολιτικό ζήτημα που βάζει φρένο στη συνολική ολοκλήρωση του έργου..
Αποτέλεσμα όλων αυτών των στρεβλώσεων είναι η συμπρωτεύουσα να παραμένει όμηρος ατέρμονων και αδιέξοδων συζητήσεων που δεν οδηγούν πουθενά αλλού παρά στην υπανάπτυξη, στη μιζέρια και στην εσωστρέφεια.
Σε αυτό το κάδρο του απόλυτου παραλογισμού είχε προστεθεί και η συζήτηση για το αύριο του κορυφαίου εκθεσιακού φορέα της βόρειας Ελλάδας, αν θα έπρεπε να μείνει στη θέση του, στο κέντρο της πόλης ή να μεταφερθεί στα δυτικά, στη Σίνδο, στο Λαγκαδά ή αλλού.
Πριν μερικούς μήνες, τον Ιανουάριο, οι δήμαρχοι της δυτικής Θεσσαλονίκης αντέδρασαν, απόλυτα δικαιολογημένα, για τη χρονίζουσα άνιση και απαξιωτική αντιμετώπιση αυτής της πλευράς της πόλης, ζήτησαν να μεταφερθεί εκεί η ΔΕΘ, ώστε να λειτουργήσει ως σημείο αναφοράς και αναπτυξιακός πόλος για την ευρύτερη περιοχή. Άλλωστε η μετεγκατάσταση της ΔΕΘ στα δυτικά είχε εξαγγελθεί παλαιότερα από τον τότε Πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή.
Το σχέδιο, όμως, αυτό για διάφορους λόγους, δε προχώρησε και φτάνουμε στο σήμερα, όπου η έγκριση της ανάπλασης της ΔΕΘ στο χώρο που βρίσκεται, ανάβει το πράσινο φως για την υλοποίηση αυτού του μεγαλεπήβολου σχεδίου που φιλοδοξεί να αναγεννήσει τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, προσφέροντας στην πόλη ένα υπερσύγχρονο, λειτουργικό εκθεσιακό και συνεδριακό κέντρο με σεβασμό στο περιβάλλον.
Πρέπει να γίνει κατανοητό, πως η επόμενη ημέρα της Θεσσαλονίκης περνά μέσα από την ολοκλήρωση αυτού του εμβληματικού έργου. Απέναντι σε αυτή την πρόκληση πρέπει να αφήσουμε στην άκρη τις όποιες ενστάσεις και διαφωνίες μας, να είμαστε ενωμένοι, όλοι στην ίδια μεριά, για το καλό της πόλης!
*Ο Νίκος Καραγιαννακίδης είναι δικηγόρος, πολιτευτής της ΝΔ στην Α’ Θεσσαλονίκης