Η Θέση του ΚΚΕ στο 21ο Συνέδριο για το «Ταμείο Ανάκαμψης»

Η Θέση του ΚΚΕ στο 21ο Συνέδριο για το «Ταμείο Ανάκαμψης»

Με αφορμή την παρουσίαση από την κυβέρνηση του «Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης», το ΚΚΕ επισημαίνει την αναφορά στο Ταμείο Ανάκαμψης της Ε.Ε. στο 2ο κείμενο των Θέσεων της Κ.Ε. του κόμματος για το 21ο Συνέδριο, με θέμα:

«Η σημερινή διεθνής πραγματικότητα. Το πολιτικό – στρατιωτικό πλαίσιο του σύγχρονου κόσμου.Η κατάσταση στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και η δράση του ΚΚΕ. Οι εκτιμήσεις του ΚΚΕ για τις εξελίξεις στην εγχώρια οικονομία και στο αστικό πολιτικό σύστημα».

Η αναφορά στο Ταμείο Ανάκαμψης γίνεται στη Θέση 28 στο Δ΄ Κεφάλαιο του κειμένου με τίτλο: «Εξελίξεις στην εγχώρια οικονομία. Από την ασθενική ανάκαμψη στη νέα επιβράδυνση και τη μετεξέλιξη της σε βαθιά κρίση της καπιταλιστικής οικονομίας».

Αναλυτικά η Θέση 28 του ΚΚΕ:

Η εκδήλωση της νέας διεθνούς κρίσης και η αντίστοιχη πτώση των νέων ιδιωτικών επενδύσεων οδήγησαν σε αλλαγές και προσαρμογές της αστικής οικονομικής πολιτικής με στόχο την ενθάρρυνσή τους.

Στην Ελλάδα, όπως και στην ΕΕ και διεθνώς, οι κυβερνήσεις και γενικότερα το αστικό πολιτικό σύστημα συγκλίνουν στην υιοθέτηση μεγαλύτερης κρατικής παρέμβασης, επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής και νομισματικής χαλάρωσης, για να στηριχτεί η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.

Από φιλελεύθερες συντηρητικές δυνάμεις η επιλογή αυτή εμφανίζεται ως η κατάλληλη για την «έκτακτη κατάσταση» της απότομης συρρίκνωσης της παραγωγής και της έλλειψης ιδιωτικών επενδύσεων. Από σοσιαλδημοκρατικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις προβάλλεται ως «προοδευτική στροφή, μετά την αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού».

Στη χώρα μας, τα αστικά κόμματα ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ κρίνουν την κυβερνητική πολιτική της ΝΔ ως μη συνεπή προσαρμογή στην αντίστοιχη ευρωενωσιακή, ενώ τα ίδια παρουσιάζονται ως πιο αυθεντικοί εκφραστές μιας ανάλογης, πιο επεκτατικής, κρατικής πολιτικής, χωρίς πειστικότητα, αφού βαρύνονται ως υπεύθυνοι της μνημονιακής διαχείρισης της οικονομικής κρίσης.

Είναι περιορισμένη η δυνατότητα της μεγαλύτερης κρατικής παρέμβασης να αμβλύνει τις αρνητικές συνέπειες για τον λαό από το μεγάλο βάθος της κρίσης. Η όξυνση του ανταγωνισμού των ιμπεριαλιστικών κέντρων στη διεθνή καπιταλιστική αγορά θέτει αντικειμενικούς περιορισμούς στην επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που ακολουθείται σήμερα στην ΕΕ και στην Ελλάδα.

Η μεγάλη απόκλιση από τους δημοσιονομικούς στόχους θα οδηγήσει αργά ή γρήγορα σε νέα σκληρά μέτρα που θα κληθούν να πληρώσουν η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Ήδη αυξάνεται η γερμανική πίεση για επαναφορά της εφαρμογής των όρων του Συμφώνου Σταθερότητας μετά το 2021 σχετικά με τον περιορισμό των κρατικών χρεών και των ετήσιων ελλειμμάτων.

Το κρατικό χρέος της Ελλάδας ξεπερνά πλέον το 200% του ΑΕΠ και οι δαπάνες εξυπηρέτησής του θα αυξηθούν το επόμενο διάστημα. Έτσι αναπαράγεται ο φαύλος κύκλος της άμεσης κρατικής επεκτατικής παρέμβασης για την υποβοήθηση της καπιταλιστικής αναπαραγωγής και τον εκ νέου περιορισμό της, φάση στην οποία πάλι τις συνέπειες πληρώνουν οι εργαζόμενοι.

 Η κυβέρνηση της ΝΔ, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που συνδυαστικά πλήττουν την εγχώρια οικονομία, έλαβε μια σειρά από βραχυπρόθεσμα μέτρα που στηρίχτηκαν σε νέο κρατικό δανεισμό που ξεπέρασε τα 12 δισ. ευρώ.

Επίσης αξιοποίησε τα «ματωμένα πλεονάσματα» της προηγούμενης περιόδου, προετοιμάζοντας παράλληλα ένα μεγάλο «πακέτο» χρηματοδότησης της καπιταλιστικής οικονομίας, με τη μερίδα του λέοντος «των μέτρων στήριξης» να κατευθύνεται στην ενίσχυση των επιχειρηματικών ομίλων.

Η μεσοπρόθεσμη πολιτική της κυβέρνησης, που κοστολογείται σε περίπου 70 δισ. ευρώ, αποτελεί την ελληνική εκδοχή της ευρωενωσιακής «απάντησης» στη νέα κρίση, που αφορά πλέον όλες τις οικονομίες της ΕΕ. Στοχεύει κυρίως στη στήριξη των επενδύσεων στην «πράσινη» και «ψηφιακή» μετάβαση, αποδεικνύοντας ότι το πρόβλημα αναπαραγωγής στην Ελλάδα, αλλά και στην ΕΕ, είναι πολύ βαθύτερο από τις συνέπειες της πανδημίας, αφού ως κύρια λύση αναγορεύεται ο «πράσινος και ψηφιακός μετασχηματισμός της ευρωενωσιακής οικονομίας».

Το πακέτο χρηματοδότησης της ΕΕ και η συμμετοχή της Ελλάδας στο Ταμείο Ανάκαμψης είναι συνδεδεμένο με ένα εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο, που θα καθορίζει τις μεταρρυθμιστικές κι επενδυτικές προτεραιότητες έως το 2026, το οποίο θα πρέπει να υποβάλει κάθε κράτος – μέλος και αποτελεί προϋπόθεση για να προχωρήσει η εκταμίευση της χρηματοδότησης.

 Το σχέδιο ευθυγραμμίζεται τόσο με τον σχεδιασμό και τις προτεραιότητες της ΕΕ όσο και με τις απαιτήσεις του εγχώριου κεφαλαίου. Το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης θα αξιοποιηθεί για την υλοποίηση μεγάλων επενδυτικών έργων «πράσινης» ανάπτυξης (τουλάχιστον 37%) και προώθησης νέων ψηφιακών λύσεων (τουλάχιστον 20%). Ήδη το επόμενο διάστημα αναμένεται η δημοπράτηση για το φάσμα του 5G, ενώ έχει ανακοινωθεί η επένδυση της «Microsoft» στην Αττική.

 Η αστική πολιτική, παρά το γεγονός ότι η οικονομία εκτίθεται ακόμη περισσότερο στις διεθνείς αναταραχές, αναδεικνύει την «εξωστρέφεια» ως βασικό μοχλό της εγχώριας οικονομίας, με κεντρικό στόχο να συνδέσει οργανικά και τη βιομηχανική παραγωγή σε αυτήν την κατεύθυνση, με τη «σχετική συμμετοχή των διεθνών εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών στο εθνικό προϊόν».

 Η «εξωστρέφεια» του εγχώριου κεφαλαίου εναρμονίζεται με τον βαθμό διεθνοποίησης της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς, τις αυξανόμενες αλληλεξαρτήσεις, τον ιστορικό προσανατολισμό που έχει στις διεθνείς μεταφορές, στον διεθνή τουρισμό και σε ανάλογους μεταποιητικούς κλάδους (Τρόφιμα, Ποτά, Μεταλλουργία κ.ά.).

Το σχέδιο της Επιτροπής Πισσαρίδη αποκαλύπτει ποια θα είναι η επόμενη μέρα της «επιστροφής στην κανονικότητα»: Εφιάλτης για τον λαό, με κλιμάκωση της πολιτικής επιβολής φθηνής εργατικής δύναμης και ολοκλήρωση της επίθεσης στα ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων. Παράδεισος για τους μονοπωλιακούς ομίλους, με νέες φοροαπαλλαγές και μέτρα επιτάχυνσης της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου.

Δείτε επίσης: Μητσοτάκης: «Επιπλέον 330 εκ. για ενίσχυση στον κλάδο της εστίασης»

©Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
 

Loading

Play