Κ. Γκιουλέκας στην POLITIC: Στον απόηχο της συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν

Συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν, χθες το απόγευμα, στη Νέα Υόρκη, στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Μια συνάντηση κορυφής, που είχε προετοιμαστεί, μεταξύ άλλων, και στην πρόσφατη συζήτηση του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη με τον Τούρκο ομόλογό του Χακάν Φιντάν. Μια συνάντηση, η οποία απέφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα;

*Του Κωνσταντίνου Π. Γκιουλέκα – Βουλευτή Θεσσαλονίκης, π. Υπουργού, π. Προέδρου Επιτροπής Εθνικής Άμυνας και Eξωτερικών Yποθέσεων της Βουλής

propoli


Αλίμονο αν πιστέψει κανείς ότι η Άγκυρα θα αλλάξει πορεία και θα παραιτηθεί από τις μονομερείς, ανιστόρητες, ανεδαφικές και κόντρα στο Διεθνές Δίκαιο αιτιάσεις και διεκδικήσεις της. Προφανώς, όσοι γνωρίζουν την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας δεν ανέμεναν τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από ό,τι απέδωσε η χθεσινή συζήτηση μεταξύ του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Ταγίπ Ερντογάν. Δηλαδή, την συνέχιση ενός μορατόριουμ μεταξύ των δυο χωρών – τουλάχιστον έως τον Δεκέμβριο, έως την συνάντηση της Θεσσαλονίκης – την επιβεβαίωση των παγίων θέσεων των δυο πλευρών αλλά και την αναφορά σε θέματα χαμηλής πολιτικής αλλά και. Η Ελλάδα διακηρύσσει με τον πιο επίσημο τρόπο, δια στόματος Πρωθυπουργού και Υπουργού των Εξωτερικών, ότι δεν αναγνωρίζει παρά μόνον μια διαφορά με την Τουρκία, αυτήν της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Φυσικά, το Κυπριακό αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Η Τουρκία επιμένει στο δόγμα της εξωτερικής της πολιτικής της στις σχέσεις με την Ελλάδα, που περιλαμβάνει την γαλάζια πατρίδα, το casus belli, τις γκρίζες ζώνες, την αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών.

Επομένως, δεν απέφερε τίποτα η χθεσινή συνάντηση; Ασφαλώς και ήταν ένα βήμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, απαραίτητο, μετά από την ένταση των τελευταίων χρόνων, απόρροια της συνεχούς και αυξανόμενης τουρκικής προκλητικότητας και επιθετικότητας. Ο διάλογος ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία πρέπει να είναι ενεργός και, τουλάχιστον, η Ελλάδα δεν έχει κανέναν λόγο να μην τον δέχεται, υπό τις πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις που θέτει η ελληνική Κυβέρνηση. Ακόμη και στις πιο κρίσιμες στιγμές έντασης και αναταραχής είναι σημαντικό να υπάρχει δυνατότητα επικοινωνίας μεταξύ της Αθήνας και της Άγκυρας.

Από την άλλη πλευρά η εξωτερική πολιτική της Κυβέρνησης Μητσοτάκη στέλνει ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς κάθε πλευρά: Προς την απέναντι πλευρά του Αιγαίου, προς την Ευρώπη, προς τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, προς το ΝΑΤΟ ότι η Ελλάδα, με τις σαφέστατες θέσεις της, έχει χαράξει μια εθνική γραμμή, από την οποία δεν πρόκειται να μετακινηθεί. Τα ζητήματα εθνικής κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας είναι αδιαπραγμάτευτα. Προχωρούμε αναζητώντας μια νέα εποχή ανοικτών διαύλων με την Τουρκία και, ταυτόχρονα, οχυρώνουμε την ειρήνη μας, αναβαθμίζοντας τις Ένοπλες Δυνάμεις μας, δημιουργώντας νέες συμμαχίες, υπογράφοντας Συμφωνίες και Συνθήκες – ανάμεσα στις οποίες και αυτές που περιέχουν την ρήτρα αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής. Κάποιοι οπαδοί του ενδοτισμού στο εσωτερικό, που είχαν αναγάγει σε δόγμα την διαρκή ελληνική υποχωρητικότητα, προκειμένου να «απολαμβάνουμε την ειρήνη», εμφανίστηκαν και πάλι, με πιο ήπιο και κομψό τρόπο αυτή την φορά. Τους στέλνουμε το μήνυμα ότι η σταθερότητα στις θέσεις και τις γραμμές μας δεν είναι προϊόν αδιαλλαξίας και μονολιθικής αντιμετώπισης των προβλημάτων αλλά μια καθαρά ρεαλιστική πολιτική, που, πρωτίστως, λαμβάνει υπ’όψιν τις πρακτικές που ακολουθεί η γειτονική χώρα.

Απέναντι στον αναθεωρητισμό, την επιθετικότητα και την αλαζονεία η Ελλάδα δεν υποχωρεί τρομοκρατημένη αλλά δυναμώνει την θέση της, ώστε να μην επιτρέψει ποτέ τα σχέδια και τα όνειρα κάποιων αναθεωρητών να επιχειρηθεί να γίνουν πραγματικότητα.

Δείτε επίσης: Στέφανος Κασσελάκης: Η ΕΦ.ΣΥΝ. τον αποκαλεί «θείο από το Σικάγο»

Loading