Στο ψηφιακό μέλλον της Ευρώπης κινήθηκε η διαδικτυακή συζήτηση που είχε ο υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Κυριάκος Πιερρακάκης με την υφυπουργό στη γερμανική καγκελαρία – εντεταλμένη της ομοσπονδιακής κυβέρνησης σε θέματα ψηφιακής πολιτικής, Dorothee Bär σήμερα το απόγευμα. Η τηλεδιάσκεψη είχε κεντρικό θέμα «Το μέλλον της Ευρώπης είναι ψηφιακό – Βέλτιστες πρακτικές από Ελλάδα και Γερμανία» και διοργανώθηκε από τα Ιδρύματα Konrad Adenauer και Hanns Seidel με συντονίστρια τη δημοσιογράφο Μαριάννα Σκυλακάκη.
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο κ. Πιερρακάκης, είναι σημαντικό να μαθαίνει κανείς από τα λάθη του, σχολιάζοντας πως τις προηγούμενες δεκαετίες, η Ελλάδα είχε μεν κείμενα στρατηγικής για την ψηφιακή τεχνολογία, αλλά όχι κείμενα υλοποίησης. Η προσέγγιση που ακολουθεί το υπουργείο, υπογράμμισε, βασίζεται στην ανάπτυξη λύσεων που λειτουργούν γρήγορα και σωστά. Ο υπουργός αναφέρθηκε εκτενώς στα κύρια δομικά στοιχεία όπως το gov.gr, τα ανοικτά δεδομένα, η Ψηφιακή Ακαδημία και το 5G. «Ξέρουμε πολύ καλά τι χρειάζεται η χώρα για να αλλάξει επίπεδο» σχολίασε. Αναφερόμενος στον διαγωνισμό για τις άδειες 5G, ο κ. Πιερρακάκης έκανε λόγο για «ένα εξαγώγιμο παράδειγμα πολιτικής. Η διαδικασία πραγματοποιήθηκε με δημοπράτηση αδειών σε τέσσερις συχνότητες, ενώ το 25% του τιμήματος που εισπράχθηκε αποτελεί κεφάλαιο του ταμείου “Φαιστός” που θα επενδύει σε επιχειρήσεις προϊόντα και υπηρεσίες. Η δημιουργία του ταμείου αποτελεί κυρίαρχη καινοτομία, δεδομένου άλλωστε ότι τα μεγαλύτερα οφέλη για τη χώρα από το 5G, θα έρθουν από την ανάπτυξη των προϊόντων και των υπηρεσιών», σημείωσε. Σχετικά με την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, όπως αυτή της Microsoft, ο υπουργός υπογράμμισε πως το πρώτο βήμα είναι να χτίσει κανείς αξιοπιστία. Πρόσθεσε δε, πως υπάρχουν σε εξέλιξη συζητήσεις και με άλλους μεγάλους παίκτες του χώρου της τεχνολογίας για ενδεχόμενες επενδύσεις στη χώρα μας.
Σε ερώτηση σχετικά με τα έργα πληροφορικής που έχει συμπεριλάβει η Ελλάδα στο Ταμείο Ανάκαμψης, ο υπουργός εξέφρασε την αισιοδοξία του όσον αφορά στο ότι θα ενδιαφερθούν να τα υλοποιήσουν, τόσο ελληνικές, όσο και ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Τόνισε παράλληλα την ανάγκη να αναθεωρηθεί το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο που διέπει τα έργα πληροφορικής σε Ελλάδα και Ευρώπη, καθώς πολλές φορές ο χρόνος που μεσολαβεί από την προκήρυξη του έργου μέχρι την παράδοσή του, φτάνει τα τέσσερα ή πέντε χρόνια, και ενώ στο διάστημα που έχει μεσολαβήσει έχουν συμβεί πάρα πολλές τεχνολογικές αλλαγές.
«Το ψηφιακό κράτος μειώνει τις ανισότητες και βοηθά στην αποτελεσματικότερη διαχείριση των χρημάτων των φορολογουμένων. Ένα κράτος που μετρά τις δραστηριότητές του γνωρίζει και πού πρέπει να κινηθεί, ποιες υπηρεσίες να αναπτύξει και πού να δώσει προσοχή. Δεδομένου ότι σε μεγάλο βαθμό πρακτικές όπως η τηλεργασία θα μείνουν και μετά το τέλος της πανδημίας, η Ελλάδα μπορεί να ωφεληθεί λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και της γεωγραφικής της θέσης. Δεκάδες χιλιάδες συμπατριώτες μας έφυγαν από τη χώρα τα προηγούμενα χρόνια, αλλά τώρα με το Ταμείο Ανάκαμψης και τις επενδύσεις που αναμένεται να γίνουν στη χώρα, μπορούμε να έχουμε μια καλύτερη προοπτική επιστροφής τους», σημείωσε.