Τα καιρικά φαινόμενα, η απώλεια ζωής του επιβάτη στον Πειραιά, ο ελληνοτουρκικός διάλογος αλλά και όσα συμβαίνουν στο κόμμα «Σπαρτιάτες» βρέθηκαν στο επίκεντρο των τηλεοπτικών συνεντεύξεων του υπουργού Επικρατείας Μάκη Βορίδη, στην ΕΡΤ1
Ξεκινώντας από τα προβλήματα που προκάλεσε η κακοκαιρία, «λειτούργησαν μια σειρά από μηχανισμοί, οι οποίοι μας επέτρεψαν να μην έχουμε προβλήματα πολύ μεγαλύτερα, πολύ περισσότερα και πολύ δραματικότερα, από αυτά τα οποία είχαμε. Αν διαβάζω καλά, έπεσαν 500 τόνοι νερό ανά στρέμμα. Είναι πράγματα ασύλληπτα», ήταν η εισαγωγική παρατήρηση του υπουργού Επικρατείας.
«Με τις δυνάμεις που έχουμε, που είναι διπλάσιες, και σε ορισμένες περιπτώσεις τριπλάσιες, από αυτές που είχαμε την προηγούμενη τετραετία, μπορούμε να αντιμετωπίσουμε συγκεκριμένες καταστάσεις. Αν αυτές είναι υπέρτερες, δεν αντιμετωπίζονται», ξεκαθάρισε αμέσως μετά.
Ενώ, μιλώντας σε άλλο σημείο για τα προβλήματα υδροδότησης και ηλεκτροδότησης στη Μαγνησία, υπογράμμισε πως «τώρα, ήδη, εργάζονται για την αποκατάσταση των βλαβών […] την ώρα που βρέχει ακόμη, την ώρα που έχει τα ποτάμια, το κράτος δουλεύει».
Συγχρόνως, διαβεβαίωσε δε, πως η κυβέρνηση θα αποζημιώσει τους πληγέντες για οικοσκευές και καταστραφείσα παραγωγή. Θύμισε, πάντως, ότι «όταν έγινε ο “Ιανός”, αποζημιωτικό σχήμα δεν υπήρχε».
Το «112»
«Ευτυχώς που είμαστε κράτος “112”», σημείωσε εμφατικά, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, θυμίζοντας ότι «όταν δεν είχαμε το “112” από τις πυρκαγιές και τις πλημμύρες πέθαναν άνθρωποι. Για μας προτεραιότητα είναι η προστασία της ανθρώπινης ζωής, το “112” σώζει ζωές». Και, χωρίς το «112», «είχαμε φαινόμενα πολύ χαμηλότερης εκτάσεως στη Μάντρα και πνίγηκαν άνθρωποι, πυρκαγιές πολύ χαμηλότερης εκτάσεως και εντάσεως στο Μάτι και κάηκαν άνθρωποι».
Κληθείς, μάλιστα, να σχολιάσει για το επίπεδο του συντονισμού, επεσήμανε πως «το συντονιστικό κέντρο που υπάρχει σήμερα στην Πολιτική Προστασία σε σχέση με αυτό το οποίο υπήρχε τέσσερα χρόνια πριν, είναι η ημέρα με τη νύχτα». Ευλόγως, πάντως, – όπως ο ίδιος ο υπουργός ανέφερε – θα αναρωτηθεί κάποιος γιατί ενώ υπάρχει βελτίωση σε όλους τους τομείς, υπάρχουν, ωστόσο, «χειρότερα αποτελέσματα». Η απάντηση είναι γιατί «τα φαινόμενα είναι πολύ πολύ πιο έντονα, πιο ακραία», εξήγησε. Και το επόμενο ερώτημα είναι, «παραιτούμαστε ή μπορούμε να κάνουμε κάτι;», ερώτημα στο οποίο απάντησε λέγοντας πως η κυβέρνηση έχει διαθέσει 1,8 δισ. στην Πολιτική Προστασία. Ποτέ η χώρα δεν έχει δαπανήσει τόσα χρήματα, προσέθεσε. Και, σε επόμενο σημείο της συνέντευξης, «ικανοποιημένος από μια καταστροφή δεν βγαίνει κανένας […] οφείλω να πω, παρά ταύτα, ότι μπροστά στην ένταση και το μέγεθος των φαινομένων, είναι προφανές ότι κάτι καλύτερο γίνεται».
Για τα αυθαίρετα
Για τα αυθαίρετα δε, έφερε το παράδειγμα αυτού που συντελείται στο Μάτι, εκεί όπου «ερχόμαστε σήμερα να κάνουμε ένα ειδικό ρυμοτομικό, ειδικό πολεοδομικό, το οποίο στην πραγματικότητα πολεοδομεί μια ήδη κτισμένη περιοχή. Είναι μια δύσκολη άσκηση, αλλά είναι και ένας τρόπος με τον οποίο θα μπορούμε από εδώ και πέρα να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα. Να είμαστε ρεαλιστές», πρότεινε, «το να πάμε να βρούμε όσους έχουν μέσα από μια διαδικασία διατηρήσει το αυθαίρετό τους και να τους το γκρεμίσουμε – το οποίο δεν είναι πια αυθαίρετο γιατί νομιμοποιήθηκε – είναι μια επιλογή, την οποία δεν την έκανε ποτέ η πολιτεία», σημείωσε και συμπλήρωσε: «Πολύ κακώς έγινε ανεκτή η ανοικοδόμηση των αυθαιρέτων, όμως από εκεί και πέρα δεν είναι ένα μικρό φαινόμενο».
Εν κατακλείδι, «εκείνο που μπορεί και πρέπει να γίνει, είναι να μπορέσουμε να πολεοδομήσουμε, να φτιάξουμε χωροταξία». Και, εν προκειμένω, «να ανοιχθούν οι δρόμοι έτσι όπως πρέπει, να ανοιχθούν οι πλατείες, να φτιαχτούν τα φρεάτια απορροής, να δούμε να είναι καθαρισμένα τα ρέματα και με αντιστηρίξεις […] Το Μάτι, επειδή τελειώνει τώρα, μπορεί να λειτουργήσει ως μοντέλο σε αυτήν την κατεύθυνση», συνέστησε.
«Εγκληματική ενέργεια» στον Πειραιά
Ρωτήθηκε, όμως, και για το περιστατικό της απώλειας ζωής του επιβάτη στον καταπέλτη του πλοίου “Blue Horizon” στο λιμάνι του Πειραιά. «Είναι μια εγκληματική ενέργεια. Σε ποιο επίπεδο θα διωχθεί, αν θα διωχθεί για ανθρωποκτονία εξ αμελείας ή για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως με ενδεχόμενο δόλο, ο ποινικός χαρακτηρισμός είναι ζητήματα της δικαιοσύνης. Η Εισαγγελία τα ξέρει, αυτά, θα κάνει τη δουλειά της και το σωστό νομικό χαρακτηρισμό», ήταν η θέση του υπουργού Επικρατείας.
Για τον ελληνοτουρκικό διάλογο
Για τα ελληνοτουρκικά, μετά και τη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών Γεραπετρίτη και Φιντάν την Τρίτη, ο Μ. Βορίδης θύμισε εν πρώτοις τη συνάντηση των δύο ηγετών, Μητσοτάκη και Ερντογάν στο Βίλνιους, όπου είπαν ότι «κάπως πρέπει να ξεκινήσουμε να μιλάμε».
Για την συνάντηση, την Τρίτη, των υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών ειδικότερα, σημείωσε ότι «ο Γεραπετρίτης βάζει το ζήτημα εκεί που πραγματικά είναι». Με σταθμούς, όπως «η λεγόμενη ήπια ατζέντα, η επανέναρξη του διαλόγου για μια σειρά από θέματα, όπως το διμερές εμπόριο, ο τουρισμός, πολιτιστικά κ.α., από εκεί και πέρα, τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης». Ξεκαθάρισε δε, ότι «θα δούμε αν μπορούμε να πάμε τη συζήτηση παρακάτω».
Ενώ για όσα είπε ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών για τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, αντέτεινε πως «απεικονίζει τη δική τους θέση. Η Ελλάδα έχει τη θεσμική θέση, τη θέση που προβλέπεται από τις διεθνείς συνθήκες. Το ότι λέει κάτι ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών έχει σχετική αξία. Προφανώς δεν επηρεάζει τις ελληνικές θέσεις και προφανώς η ελληνική θέση δεν έχει μετακινηθεί ειδικά στα θέματα της μειονότητας, η οποία (θέση) είναι ταυτισμένη με το διεθνές δίκαιο».
Όμως, συνέχισε, «η Ελλάδα είναι μια χώρα ισχυρή στην περιοχή, με πολύ κεντρικό ρόλο. Είναι μια χώρα που βλέπει την πολύ μεγάλη εικόνα στα Δυτικά Βαλκάνια, το Αιγαίο, την ευρύτερη Λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου, (είναι μια χώρα η οποία) έχει αναπτύξει όλο το τελευταίο διάστημα μεγάλες, κεντρικές και σημαντικές πρωτοβουλίες».
‘Αλλωστε, «οι δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων δεν επηρεάζουν τη μεγάλη εικόνα και το μεγάλο σχεδιασμό, που έχει η Ελλάδα για το ρόλο που παίζει στην περιοχή. Η μεγάλη εικόνα είναι εκείνη που πρέπει να μείνει. Το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν παραβιάσεις».
Όπως, επίσης, «η αλήθεια είναι ότι πρέπει να συζητήσουμε πολύ, έντονα και εντατικά με την Τουρκία για το θέμα της μετανάστευσης. Το οποίο για μας είναι πολύ μεγάλο και κεντρικό ζήτημα. Υπάρχουν θέματα που μας απασχολούν και απασχολούν τελικά και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών -αυτή είναι η μεγάλη εικόνα».
Εν τέλει, «με τους Τούρκους έχουμε να μιλήσουμε. Μακάρι να είχαμε να μιλήσουμε με το Λουξεμβούργο. Αυτούς έχουμε γείτονες και με αυτούς θα μιλήσουμε. Δεν αφιστάμεθα στο παραμικρό από κανένα ζήτημα εθνικής κυριαρχίας και από κανένα θέμα δικαιωμάτων της ελληνικής πλευράς», διαβεβαίωσε. Αντιθέτως, προσέθεσε, «μέσα από αυτή τη διαδικασία η Ελλάδα έχει να κερδίσει. Γιατί αυτή είναι ο κεντρικός παίκτης και πυλώνας στην ευρύτερη περιοχή».
Συγχρόνως, «μετά από μακρά περίοδο πολύ σκληρών εντάσεων από την οποία η Τουρκία κατάλαβε ότι δεν έχει να κερδίσει απολύτως τίποτε – και το κατάλαβε λόγω της στάσεως της ελληνικής κυβερνήσεως, το κατάλαβε γιατί επί τέσσερα χρόνια παίρνει τις απαντήσεις παίρνει όλες τις απαντήσεις που πρέπει να πάρει σε όλα τα επίπεδα – και αποφασίζει να ξαναρχίσει το διάλογο».
Σε κάθε περίπτωση, επανέλαβε, στο τέρμα του διαλόγου «δεν πρόκειται να υπάρχουν παραχωρήσεις για την εθνική κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα των Ελλήνων […] Και τι δεν έχουμε ακούσει από τους Τούρκους τα τέσσερα αυτά χρόνια;», διερωτήθηκε ακόμη και συμπλήρωσε: «Τέσσερα χρόνια έκαναν μνημόνια με τους Λίβυους χωρίς κανένα αποτέλεσμα, τέσσερα χρόνια έκαναν στο Αιγαίο ό,τι μπορούσαν χωρίς κανένα αποτέλεσμα, βρέθηκαν απομονωμένοι από τη διεθνή κοινότητα».
Κατά τον Μ. Βορίδη, «η στάση της ελληνικής κυβέρνησης τούς φέρνει εκεί που θέλουμε να έρθουν: αποκλιμάκωση, όχι ένταση, διάλογος στη λεγόμενη soft ατζέντα και από εκεί και πέρα βλέπουμε», ανέφερε διευκρινίζοντας ότι η ελληνική πλευρά συζητά μόνο συγκεκριμένα, απολύτως προσδιορισμένα θέματα, τα οποία «έχουν να κάνουν με τη θάλασσα. Όταν και αφού και εάν συμφωνηθούν, θα δούμε». Σε κάθε περίπτωση, «το “θα δούμε” δεν εμπεριέχει παραχωρήσεις στην εθνική κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα», σημείωσε εκ νέου.
Ενώ, ζήτησε, κλείνοντας, «ο ελληνικός λαός να νιώσει αυτοπεποίθηση σε αυτή τη διαδικασία. Η Ελλάδα είναι πάρα πολύ σημαντική χώρα πια. Είναι σημαντική για το ΝΑΤΟ, είναι σημαντική για την Ένωση. Είναι σημαντική για το γεωπολιτικό ρόλο που έχει στην περιοχή […] Να μην έχουμε αντανακλαστικά που δεν είναι παραγωγικά».
Για τους «Σπαρτιάτες»
Για όσα συμβαίνουν, τέλος, στο κόμμα «Σπαρτιάτες», σχολίασε πως «τέτοια γελοιότητα δεν έχω συναντήσει ποτέ στο πολιτικό σκηνικό. Βουλευτές που διαφωνούν και φεύγουν, και την επόμενη ημέρα συμφωνούν και να μένουν. Αρχηγός που διαγράφει αλλά την επομένη να ξεδιαγράφει, βαρύτατες καταγγελίες που παίρνονται πίσω -και όλα αυτά γιατί; Για τη χρηματοδότηση».
Όμως, επέμεινε, «οι πολίτες πρέπει να βγάλουν τα σωστά συμπεράσματα -αυτό είναι το μείζον “δια ταύτα”. Τους χειρισμούς που θα γίνουν στο κανονιστικό επίπεδο από την πλευρά του Κοινοβουλίου ή από την πλευρά της κυβέρνησης -αυτά θα τα δούμε εν καιρώ. Πόσο ικανοποιημένοι είναι αυτή τη στιγμή οι ψηφοφόροι τους από το ότι τελικά αποδεικνύεται ότι όλη αυτή η ιστορία του υπερεθνικισμού και υπερπατριωτισμού καταλήγει να είναι για κάτι λεφτά;», διερωτήθηκε.
Με άλλα λόγια, «οι άνθρωποι αυτοί ψηφίσθηκαν ως υπερθνικιστές και υπερπατριώτες για να μαχηθούν εναντίον του διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος, το οποίο εκπροσωπούν τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα. Και, βλέπουμε τη συμπεριφορά αυτή για τη νομή της χρηματοδότησης». Συνεπώς, όποιοι πολίτες επιλέγουν τέτοια κόμματα, «πρέπει να μπαίνουν σε μια σκέψη». Γιατί «κάτι σχετικές υποψηφιότητες θα έχουμε και στις δημοτικές εκλογές, να τις αξιολογήσουν οι πολίτες», ζήτησε εν κατακλείδι.
Δείτε επίσης: Απόστολος Πάνας: Κατεπείγουσα ανάγκη λήψης μέτρων για την ασφάλεια των σχολικών μονάδων της Χαλκιδικής