Συνέντευξη στο τηλεοπτικό δίκτυο CNN έδωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης από τη Σαντορίνη.
Ο πρωθυπουργός περιέγραψε τις επιλογές της ελληνικής κυβέρνησης οι οποίες συγκράτησαν τη διασπορά του κορονοϊού σε πολύ χαμηλά επίπεδα, αλλά και την προετοιμασία που έχει κάνει η Ελλάδα ώστε να ανοίξει τις πύλες της σε επισκέπτες, δίχως εκπτώσεις στην υγειονομική προστασία.
Από την πλευρά του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, λίγες ώρες πριν από το άνοιγμα της Ελλάδας στην τουριστική αγορά τόνισε ότι η χώρα μας μελέτησε προσεκτικά χιλιάδες αφίξεις από το εξωτερικό, ώστε να αποτιμήσει αντικειμενικά κάθε ενδεχόμενο: «Τον τελευταίο μήνα, κάθε άτομο που έχει φτάσει αεροπορικώς στην Ελλάδα έχει υποβληθεί σε τεστ», είπε. «Δημιουργήσαμε μια αρκετά καλή βάση δεδομένων με στοιχεία για τους ανθρώπους που ήρθαν στην Ελλάδα και ήταν θετικοί στον ιό. Ενδεικτικά αναφέρω ότι τις τελευταίες τέσσερις ημέρες υποβάλαμε σε τεστ περίπου 4.000 άτομα που έφτασαν στο αεροδρόμιο της Αθήνας και είχαμε μόνο δύο θετικά κρούσματα, τα οποία μάλιστα αφορούσαν σε ανθρώπους που ήταν ασυμπτωματικοί. Έτσι, αν αυτό το ποσοστό διατηρηθεί, νομίζω ότι μπορούμε να αρχίσουμε σταδιακά να ανοίγουμε τη χώρα για τους ξένους επισκέπτες».
Ερωτηθείς πού «αποδίδει την επιτυχία» της Ελλάδας, ο Πρωθυπουργός απάντησε ότι η χώρα μας έδρασε γρήγορα, ενίσχυσε το σύστημα υγείας και επικοινώνησε ξεκάθαρα τις επιλογές της στους πολίτες, οι οποίοι στη συνέχεια κέρδισαν τη μάχη με την επιδημία, καθώς ακολούθησαν τις συστάσεις των ειδικών. «Θέλω να εκφράσω στους πολίτες την πολύ μεγάλη ευγνωμοσύνη μου, διότι η επιτυχία μας οφείλεται κυρίως σε αυτούς», επεσήμανε ο Πρωθυπουργός, προσθέτοντας ότι η μάχη συνεχίζεται, καθώς ο ιός δεν έχει εξαφανιστεί.
Αναφερόμενος στην επικείμενη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε ότι η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για συγκρότηση ταμείου ανάκαμψης συνάδει με τις θέσεις της Ελλάδας, αντανακλώντας τη φιλόδοξη νοοτροπία που οφείλει να έχει η Ευρώπη ώστε να ανακάμψει μετά την πανδημία. Συμπλήρωσε ότι με τα σημερινά δεδομένα η χώρα μας θα λάβει πρόσθετη χρηματοδότηση ύψους 32 δισεκατομμυρίων ευρώ για επενδύσεις, σε βάθος τετραετίας, υπογραμμίζοντας ότι πρόκειται για πόρους που θα αξιοποιηθούν σωστά.