Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης συναντήθηκε στο Μέγαρο Μαξίμου με τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕTEπ) Werner Hoyer.
Κατά την έναρξη της συνάντησης ακολούθησε ο παρακάτω διάλογος:
Πρωθυπουργός: «Είναι χαρά μου να σας υποδέχομαι στην Ελλάδα σε μια πολύ ενδιαφέρουσα περίοδο αλλά και με πολύ σημαντικές ευκαιρίες. Πιστεύω ότι η οικονομία πηγαίνει πολύ καλά τους τελευταίους μήνες και θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την υποστήριξη που η τράπεζα (ΕTEπ) έχει προσφέρει στην Ελλάδα. Και καθώς έχουμε πολύ φιλόδοξα σχέδια για το 2020 προσβλέπουμε στη συνέχιση της στήριξής σας σε διάφορα μέτωπα, περιλαμβανομένης της προσπάθειάς μας να κινηθούμε με ταχύτητα προς μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα, κάτι το οποίο γνωρίζω ότι είναι και μια από τις δικές σας σημαντικές προτεραιότητες.
Werner Hoyer: Σας ευχαριστώ κ. Πρωθυπουργέ για την υποδοχή. Είπατε περιληπτικά τι πρέπει να κάνουμε τα επόμενα χρόνια. Για να μιλήσω κι εγώ περιληπτικά, θα έλεγα ότι είμασταν εδώ πριν την κρίση, παραμείναμε κατά τη διάρκεια της κρίσης, κάποιες φορές είμασταν κάπως μόνοι την εποχή εκείνη ως ξένοι επενδυτές. Τώρα που έχετε ξεπεράσει τα χειρότερα έχουμε σκοπό να μείνουμε εδώ, μετά την κρίση. Το έργο μας θα συνεχιστεί. Επί του παρόντος, η παρουσία μας εδώ κινείται σε επίπεδο-ρεκόρ, πάνω από 1% του ΑΕΠ. Αναλογικά με τον πληθυσμό, η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη θέση ανάμεσα στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όπως αναφέρατε, η μεγάλη φιλοδοξία μας και η προσδοκία μας από την πλευρά των συναδέλφων σας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είναι να ενεργοποιηθούμε για το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής. Υπάρχουν πολλά να γίνουν και μπορούμε να τα κάνουμε μαζί. Εκτιμώ πάρα πολύ την ισχυρή έμφαση που δίνει η Ελλάδα στις δράσεις για το κλίμα.
Πρωθυπουργός: Για εμάς είναι μια μη διαπραγματεύσιμη προτεραιότητα, όχι απλά γιατί επί της αρχής είναι το σωστό, αλλά επίσης γιατί μπορούμε να δούμε τη μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα ως μια σημαντική ευκαιρία να αξιοποιήσουμε τα φυσικά μας συγκριτικά πλεονεκτήματα. Ασφαλώς, είναι ένα απαιτητικό εγχείρημα, όπως γνωρίζετε έχουμε θέσει πολύ φιλόδοξους στόχους, ειδικά η απόφασή μας να εγκαταλείψουμε πλήρως το λιγνίτη σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα προσδίδει ιδιαίτερη έμφαση στην ανάγκη να συνεργαστούμε, ώστε οι πολίτες στις περιοχές που παράγουν λιγνίτη να αισθανθούν ασφαλείς ότι θα έχουν μπροστά τους ένα καλύτερο μέλλον. Αυτό είναι ένα θέμα που είμαι βέβαιος ότι θα έχουμε την ευκαιρία να το συζητήσουμε περισσότερο λεπτομερώς.
W. Hoyer: Ακριβώς, αυτό είναι κλειδί. Όταν συζήτησα, στα τέλη του προηγούμενου έτους, με σχεδόν όλα τα κράτη-μέλη το ζήτημα της απομάκρυνσης από τα ορυκτά καύσιμα, υπήρχαν επιφυλάξεις για τη μετάβαση σε εναλλακτικές πηγές, την ενεργειακή ασφάλεια και τέτοιου είδους ζητήματα. Αυτά είναι σημαντικά, αλλά αυτό που είναι πολύ σημαντικότερο για τους ανθρώπους που χάνουν τη δουλειά τους στα ανθρακωρυχεία και για τις περιοχές που επηρεάζονται από τη βιομηχανία του άνθρακα, είναι ότι χρειάζονται ανάπτυξη και νέες θέσεις εργασίας. Επομένως, χρειάζεται μία πολύ ευρύτερη προσέγγιση και, συνεπώς, χαιρετίζω τις δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που αποκαλούνται «δίκαιη μετάβαση». Αυτό θα είναι κλειδί για τους πολίτες, διαφορετικά θα χάσουμε τη στήριξη τους για τη μετάβαση προς έναν κόσμο με ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα».
Αντικείμενο της συνάντησης, που έγινε σε άριστο κλίμα, ήταν η περαιτέρω στήριξη της ανάπτυξης, της δημιουργίας θέσεων εργασίας και της αντιμετώπισης της Κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα μέσω της υλοποίησης ενός φιλόδοξου και πολυδιάστατου επενδυτικού προγράμματος. Παράλληλα, η ΕΤΕπ θα παίξει σημαντικό ρόλο στο σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για δίκαιη μετάβαση στην «πράσινη» οικονομία. Η Τράπεζα έχει δεσμευτεί πως θα «ξεκλειδώσει» χρηματοδότηση ύψους 1 τρισεκατομμυρίου ευρώ για έργα φιλικά προς το περιβάλλον έως το 2030, ενώ θα τερματίσει τη στήριξη ενεργειακών έργων που αξιοποιούν υδρογονάνθρακες από το τέλος του 2021.
Ο Πρωθυπουργός χαιρέτισε τη στήριξη της ΕΤΕπ και τις συμφωνίες ήδη από το 2019 για τη χρηματοδότηση επενδύσεων ύψους 2 δισ. ευρώ με τη στήριξη σημαντικών έργων για την ενέργεια και την προστασία του περιβάλλοντος, τις υποδομές και την ενίσχυση μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Η Ελλάδα ξεπέρασε σε χρηματοδοτήσεις σχεδόν όλους τους Ευρωπαίους εταίρους της σε σχέση με το κατά κεφαλήν εισόδημα της χώρας. Περίπου 50% των χρηματοδοτήσεων διοχετεύτηκε στον ιδιωτικό τομέα και ειδικότερα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις ενώ το άλλο 50% στήριξε ζωτικά έργα υποδομών με την συγχρηματοδότηση του ΕΣΠΑ. Παράλληλα, οι επενδύσεις με τη στήριξη της ΕΤΕπ στηρίζουν πλέον ευαίσθητα κοινωνικά στρώματα όπως οι αγρότες (ώστε να χορηγηθούν δάνεια με πολύ καλούς όρους) και ενισχύουν περιβαλλοντολογικές επενδύσεις που είχαν καθυστερήσει αρκετές δεκαετίες, όπως τα αντιπλημμυρικά έργα.