Σε μια απολύτως επίκαιρη συγκυρία (ουκρανικό – ευρωπαϊκή ενεργειακή κρίση – συζητήσεις της Ουάσινγκτον με Μόσχα και Πεκίνο – πρόσφατο ρήγμα στις αμερικανογαλλικές σχέσεις), ο Κύκλος Ιδεών, στο πλαίσιο της συνεργασίας του με τη Διεύθυνση Δημόσιας Διπλωματίας της Ατλαντικής Συμμαχίας, διοργάνωσε διαδικτυακή συζήτηση με θέμα, «Οι σχέσεις ΕΕ – ΝΑΤΟ και η συζήτηση για το λεγόμενο ευρωπαϊκό στρατό μέσα στη διεθνή συγκυρία».
Στην εκδήλωση συμμετείχαν η Ινώ Αφεντούλη, στέλεχος της Διεθνούς Γραμματείας του ΝΑΤΟ, Διεύθυνση Δημόσιας Διπλωματίας, η Έλενα Λαζάρου, επικεφαλής του Τομέα Εξωτερικής Πολιτικής στην Υπηρεσία Έρευνας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ερευνητική συνεργάτης του ινστιτούτου Chatham House, ο Θάνος Ντόκος, σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του πρωθυπουργού και διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Cambridge, και ο Κώστας Υφαντής, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τη συζήτηση συντόνισε ο Ευάγγελος Βενιζέλος, πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών – πρώην υπουργός Εθνικής ‘Αμυνας.
Εισαγωγικώς, ο Ε. Βενιζέλος έθεσε το ζήτημα των σχέσεων ΕΕ και ΝΑΤΟ, πίσω από το οποίο όμως, επεσήμανε, βρίσκεται το ζήτημα των σχέσεων ΕΕ και ΗΠΑ -«και το θεμελιώδες ερώτημα είναι αν είναι επιθυμητή και εφικτή η χειραφέτηση της ευρωπαϊκής ασφάλειας από τις Ηνωμένες Πολιτείες». Επιπλέον αν η κοινή πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας με ποια σχήματα μπορεί να προωθηθεί και πού μπορεί να οδηγήσει, επιπλέον αν θα είναι συμπληρωματική προς το ΝΑΤΟ ή οτιδήποτε άλλο.
Ανοίγοντας τον α’ κύκλο παρεμβάσεων, η Ι. Αφεντούλη έκανε λόγο για περίοδο «τεκτονικών αλλαγών χωρίς υπερβολή, γιατί το διεθνές σύστημα όπως το γνωρίζουμε, μεταβάλλεται». Μια ισορροπία που δεν έχει ακόμη ανατραπεί, ωστόσο, πρόσθεσε, «οι προβλέψεις είναι ότι, πολύ σύντομα, δηλαδή στα επόμενα 4-5 χρόνια μπορεί να χρειαστεί να μεταβληθεί καθώς η Κίνα αποκτά δυναμική, ήδη στο οικονομικό πεδίο αλλά, οσονούπω, και στο στρατηγικό – αμυντικό, που απαιτεί, αν μη τι άλλο, επανακαθορισμό των σχέσεων μεταξύ δύο πόλων. Και το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορούμε να μιλάμε πλέον για διπολισμό, αλλά για πολυπολιτισμό».
Εστιάζοντας στον πυρήνα του υπό συζήτηση θέματος, ο Θ. Ντόκος περιέγραψε τη σαφή, όπως την χαρακτήρισε, ανάγκη να μειωθεί η επικάλυψη μεταξύ ΕΕ και ΝΑΤΟ και να αυξηθεί η συμπληρωματικότητα. Είναι κάτι, συνέχισε, που «το βλέπουν και οι δύο πλευρές, έχουν γίνει μεγάλες προσπάθειες και δεν είναι ασήμαντη η επιτευχθείσα πρόοδος, παρότι έχουμε πολλή δουλειά μπροστά μας». Ενώ απαντώντας στο εισαγωγικό ερώτημα του Ευάγγ. Βενιζέλου αν είναι επιθυμητή και εφικτή η χειραφέτηση της ευρωπαϊκής ασφάλειας από τις ΗΠΑ, ο Θ. Ντόκος δήλωσε ότι ναι, είναι επιθυμητή γιατί «θα προκύψουν καταστάσεις στις οποίες η Ευρώπη θα αισθανθεί ότι πρέπει να αντιδράσει και οι ΗΠΑ θα θεωρήσουν ότι είτε δεν θέλουν είτε δεν μπορούν να έχουν άμεση συμμετοχή». Κατά συνέπεια, «θα είναι πολύ χρήσιμο να έχει η Ευρώπη κατ’ αρχήν τη δυνατότητα αυτόνομης αντίδρασης». Ενώ στο δεύτερο σκέλος, αν είναι δηλαδή εφικτή η χειραφέτηση, αναγνώρισε: «Προφανώς είναι κάτι πολύ δύσκολο». Εν τέλει αρκετές ευρωπαϊκές χώρες θα απαντούσαν ότι πρέπει να επενδύσουν σε αυτόν τον τομέα, χωρίς όμως – κάτι που αποτελεί και θέση της Ελλάδας κ.α. χωρών – «να υπονομεύουμε τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα του ΝΑΤΟ».
Συμπληρώνοντας το παζλ η Ι. Αφεντούλη ανέφερε ότι «βρισκόμαστε σε μια φάση κατά την οποία οι ΗΠΑ θα επιθυμούσαν, θα εύχονταν τη χειραφέτηση, όχι με την έννοια της αποκοπής, αλλά σε κάθε περίπτωση την ουσιαστική υπόσταση μιας ευρωπαϊκής αμυντικής ταυτότητας». Επικαλέστηκε δε, επίσημες δηλώσεις αξιωματούχων του State Department που θέτουν τη διαμόρφωση μιας τριγωνικής σχέσης μεταξύ ΗΠΑ – ΕΕ – ΝΑΤΟ. Συμπερασματικώς, οι ΗΠΑ θα ήθελαν μια καλύτερη κατανομή, γεωγραφική, οικονομική, πόρων και δυνάμεων.
Από την πλευρά του ο Κ. Υφαντής επεσήμανε ότι τόσο στην ευρωατλαντική ατζέντα αλλά και στην ενδοευρωπαϊκή διαπραγμάτευση, το ζήτημα της χειραφέτησης, ή της στρατηγικής αυτονομίας, όπως είναι ο επίσημος όρος, μπαίνει αμέσως με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. «Η εμπειρία μέχρι τώρα δείχνει ότι σε επίπεδο στρατηγικών προτιμήσεων οι οπαδοί της χειραφέτησης είναι μάλλον μειοψηφία», διευκρίνισε ο πανεπιστημιακός.
Ενώ η Ε. Λαζάρου δήλωσε εξ αρχής πως «δεν υπάρχει δίλημμα, η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ όσον αφορά την Άμυνα είναι συμπληρωματικά, παρά οτιδήποτε άλλο». Και, μεταφέροντας το ευρωπαϊκό κλίμα, είπε πως «υπάρχει μία θέση που πολλοί ενστερνίζονται αυτόν τον καιρό στις Βρυξέλλες: η θέση του ευρωπαϊκού πυλώνα του ΝΑΤΟ. Θέση που συνεπάγεται ότι μια ΕΕ με αμυντική ταυτότητα και συνοχή μπορεί να συμμετέχει στο ΝΑΤΟ ως μπλοκ, όχι επισήμως, αλλά τα κράτη-μέλη της ΕΕ να υποστηρίζουν κοινές θέσεις. Αυτό θα είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας περισσότερο από οτιδήποτε άλλο», υπογράμμισε η ομιλήτρια και επικαλέστηκε το τελευταίο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τις σχέσεις ΕΕ – ΝΑΤΟ, στο οποίο συμπεριελήφθη ένα κάλεσμα για Συμφωνία Ασφάλειας μεταξύ της Κύπρου και του ΝΑΤΟ, καθώς και για επίσπευση της όλης διαδικασίας. «Έχει πολύ μεγαλύτερο βάρος να το ζητούν τα 27 κράτη-μέλη μέσα στο ΝΑΤΟ από το να ζητά η Ελλάδα μόνη της», τόνισε χαρακτηριστικά κλείνοντας την παρέμβασή της.
Σε έναν επόμενο κύκλο, ο Θ. Ντόκος χαρακτήρισε «δυσάρεστη έκπληξη» και την ιστορία του Αφγανιστάν και το AUKUS, αλλά «το μήνυμα ελήφθη από τους Αμερικανούς», εκτίμησε, που προσπάθησαν εν συνεχεία με διάφορους τρόπους να δείξουν ότι οι σχέσεις με την Ευρώπη στο εξής θα είναι διαφορετικές.
Σύμφωνα με τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας, με δεδομένο ότι για την Ελλάδα το βασικό πρόβλημα ασφαλείας ακούει στο όνομα «Τουρκία», που είναι επίσης μέλος της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, «το ΝΑΤΟ δεν μπορεί να έχει ένα ουσιαστικό ρόλο και να βοηθήσει την Ελλάδα», είναι, ωστόσο, ένα πεδίο ανταλλαγής απόψεων όταν δεν υπάρχουν άλλα κανάλια επικοινωνίας με την ‘Αγκυρα. Στον αντίποδα, «θα μπορούσε κανείς να επενδύσει μελλοντικά σε μια στρατηγική αυτονομία της ΕΕ». Πάντως στο ερώτημα αν θα σπεύσει η ΕΕ να πολεμήσει για μας, «η απάντηση είναι προφανώς αρνητική. Ή, τουλάχιστον στο βαθμό που και εμείς δεν θα πολεμήσουμε στην Πολωνία ή τη Λιθουανία σε ένα θεωρητικό σενάριο», παρατήρησε ο Θ. Ντόκος, που ανέδειξε πάντως τα εν δυνάμει οφέλη σε άλλους τομείς: την αμυντική βιομηχανία, τις δορυφορικές ικανότητες, την κυβερνο-άμυνα, ενώ και η συζήτηση περί μόνιμης ναυτικής παρουσίας της ΕΕ σε περιοχές, μία από τις οποίες μπορεί να είναι η Μεσόγειος, θα μπορούσε να είναι κάτι ωφέλιμο για την ελληνική ασφάλεια. Κλείνοντας μάλιστα, ανέδειξε κι ένα άλλο θέμα: «όσο υπάρχουν 27 παράλληλοι αμυντικοί προϋπολογισμοί, η Ευρώπη θα κινείται πάντοτε σε πολύ χαμηλά επίπεδα φιλοδοξίας (…) αν μπορούσαμε να τα βάλουμε σε ένα κοινό κουμπαρά, η Ευρώπη θα μπορούσε να γίνει σχεδόν υπερδύναμη στον αμυντικό τομέα».
Μια άλλη ενδιαφέρουσα παράμετρο έθεσε ο Ε. Βενιζέλος, όταν παρατήρησε ότι έχουμε περάσει σε μια νέα εποχή, κατά την οποία τα μικρά και μεσαία μεγέθη προβλημάτων υποτάσσονται στα κορυφαία. Ως εκ τούτου, «μπορεί στο όνομα των κορυφαίων στρατηγικών αναγκών ασφάλειας να γίνουν πάρα πολλές εκπτώσεις που είναι αξιακού, ιδεολογικού, ιστορικού χαρακτήρα». Και, εν προκειμένω, αν η μεγάλη προτεραιότητα είναι η Κίνα στη σύγκρουσή της με τη Δύση, η Ρωσία μπορεί να είναι ένας εν δυνάμει ιδιόμορφος εταίρος της Δύσης και πάντως όχι ο στρατηγικός εταίρος της Κίνας. Επιπροσθέτως, κατά το δόγμα, «η δημοκρατία δεν εξάγεται», αύριο θα ειπωθεί, «τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν εξάγονται». ‘Αρα, «θα αρχίσουμε να είμαστε επιεικέστεροι απέναντι σε αυταρχικά καθεστώτα προκειμένου να διαμορφωθούν πολύ μεγάλα μέτωπα», σημείωσε με έμφαση ο πρώην αντιπρόεδρος και υπουργός.
Το κρισιμότερο, κατά τον Ε. Βενιζέλο, είναι ότι «οι ΗΠΑ είναι δύσπιστες απέναντι στην Ευρώπη, την οποίαν θεωρούν αμέριμνη και ενδοτική, και ενδεχομένως πάρα πολύ… επαρχιακή. Θεωρούν ότι δεν έχει επαρκή επίγνωση του κινδύνου της Κίνας, αφήνει να εξελίσσονται στρατηγικές όπως «Ένας δρόμος, μία ζώνη», αφήνει εξαγωγές τεχνολογίες. Είναι, επίσης, αμέριμνη και ενδοτική έναντι της Ρωσίας λόγω της μεγάλης ενεργειακής της εξάρτησης». Και επικαλούνται (οι ΗΠΑ) το παράδειγμα του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο παρότι βγήκε από την ΕΕ, «είναι πιο καθαρά δυτικότροπο σε σχέση με τη Γερμανία και την Ευρώπη συνολικά».
Την εκδήλωση απασχόλησε και το ουκρανικό με τον Κ. Υφαντή να σημειώνει: «στη σημερινή συγκυρία όλοι έχουν αποφασίσει ότι η Ουκρανία ως ένα κομμάτι της ευρω-ατλαντικής κοινότητας έχει χαθεί. Κανείς δεν είναι αποφασισμένος να συγκρουστεί, να αντιμετωπίσει τη ρωσική επιδίωξη, να μην ενταχθεί η Ουκρανία στη δυτική κοινότητα συμφερόντων». Για το ίδιο θέμα δε, από τη δική του πλευρά του ο Ε. Βενιζέλος παρατήρησε: «την Κριμαία την έχουμε ξεχάσει, οι ανατολικές επαρχίες είναι ένα “παγωμένο” ζήτημα και αυτό που απομένει, είναι η ασφάλεια της υπόλοιπης Ουκρανίας, για την οποία πρέπει να δώσει μια απάντηση και η ΕΕ. Έχουν εγκαταλειφθεί πλέον οι στρατηγικές διεύρυνσης της ΕΕ αλλά και του ΝΑΤΟ, κι αυτό δεν αφορά μόνον την Ουκρανία, αλλά και τη Γεωργία και τη Μολδαβία».
- Γιάφκα στο Παγκράτι: Στον εισαγγελέα ο 49χρονος φιλόλογος που νοίκιαζε αποθήκη 16 χρόνια
- Στο σκοτάδι του Αφγανιστάν, κορίτσια γιορτάζουν κρυφά τα γενέθλιά τους
- Προβληματική αποστολή για τον Παναθηναϊκό στη Ζαλγκίριο Αρένα
- Εσπεριδοειδή: Προκλήσεις και ευκαιρίες στην παγκόσμια παραγωγή – Οι εκτιμήσεις για την Ελλάδα
- Ανακοινώθηκε το υψηλό κόστος της στέψης του βασιλιά Καρόλου: Ποιος θα καλύψει τον λογαριασμό;