Ομιλία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στο «Ελληνογερμανικό Οικονομικό Φόρουμ – Όραμα και ευκαιρίες επενδύσεων»
Αναλυτικά η ομιλία του πρωθυπουργού:
Αγαπητή Άνγκελα, κυρίες και κύριοι, αγαπητοί συνδιοργανωτές αυτού του ελληνογερμανικού forum, θέλω καταρχάς να εκφράσω την μεγάλη μου χαρά για την πολύ σημαντική συμμετοχή σε αυτό το φόρουμ, σε δύσκολους καιρούς. Αντιλαμβάνομαι ότι το ενδιαφέρον σας για επενδύσεις στην Ελλάδα είναι ισχυρότερο από τον φόβο σας για τον κορονοϊό. Κάτι το οποίο το αναγνωρίζω ως ιδιαίτερα σημαντικό και ενθαρρυντικό αλλά βρίσκομαι στο Βερολίνο σε μία συγκυρία η οποία είναι κρίσιμη για την Ελλάδα, για τη
Γερμανία, κρίσιμη για την Ευρώπη, γιατί δίπλα στο μέτωπο της οικονομίας, αντιμετωπίζουμε και δύο πρόσθετες προκλήσεις:
Την απόπειρα της Τουρκίας να καταστήσει ουσιαστικά παράνομους εισβολείς, δεκάδες χιλιάδες μετανάστες -για δικά της ανταλλάγματα- παραβιάζοντας με ωμό τρόπο τα σύνορα της Ελλάδας και της Ευρώπης. Καλούμαστε όμως να αντιμετωπίσουμε και την επιδημία του κορονοϊού, που εξαπλώνεται, με πολύ γρήγορους ρυθμούς, δυστυχώς, επηρεάζοντας την καθημερινή ζωή των πολιτών σε όλη την υφήλιο. Και με -καθώς φαίνεται- σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα. Μεταφέροντας την εικόνα από την πατρίδα μου, θέλω να είμαι ρεαλιστής. Πράγματι, η Ελλάδα ήδη βρίσκεται σε μια τροχιά ανάπτυξης, τα νέα προβλήματα την οδηγούν ουσιαστικά να επιταχύνει και όχι να επιβραδύνει τις αλλαγές που ούτως ή αλλιώς σχεδίαζε. Η ασύμμετρη απειλή εξ ανατολών, αναδιατάσσει εκ των πραμάτων τις εθνικές της προτεραιότητες. Και η υγειονομική κρίση είναι αλήθεια, ότι κάνει πιο πολύπλοκο το έργο μας. Θέλω, όμως, να είμαι αισιόδοξος: Η Ευρώπη ξέρει να ξεπερνά εμπόδια. Όπως και η χώρα μου. Δείξαμε τις τελευταίες δέκα μέρες ότι μπορούμε να υπερασπιστούμε την εθνική, αλλά και την ευρωπαϊκή κυριαρχία. Η Ελλάδα,
αλλά και η Ευρώπη δεν εκβιάζεται από κανέναν. Αποδείξαμε τη στιγμή της κρίσης ότι έχουμε τόσο τη βούληση, όσο και την αποτελεσματικότητα να φυλάξουμε τα κοινά μας σύνορα. Εξ αντικειμένου, λοιπόν, και η ατζέντα της σημερινής μας συνάντησης διευρύνεται από τα θέματα της επικαιρότητας. Με πρώτο το Μεταναστευτικό. Τα λόγια της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλας φον ντερ Λάιεν, ότι «η Ελλάδα είναι η ασπίδα της
Ευρώπης» αποτελούν την πυξίδα μας. Και η παρουσία όλης της ηγεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης πριν από λίγες μέρες στον Έβρο δεν υπήρξε μόνο μία συμβολική κίνηση. Αλλά ένα πολύ ουσιαστικό, ένα πολύ σοβαρό γεωπολιτικό γεγονός. Και βέβαια η βοήθεια που μας παρείχαν πολλές ευρωπαϊκές χώρες σε διμερές επίπεδο αποτελεί και έμπρακτη απόδειξη της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Όταν χρειαστήκαμε, αγαπητή Άνγκελα, τους φίλους μας αυτοί
μας στήριξαν. Όχι μόνο ηθικά, αλλά και υλικά, γιατί και εμείς προστατεύουμε ένα από τα πιο σοβαρά ευρωπαϊκά κεκτημένα, την ακεραιότητα των εξωτερικών μας συνόρων.
Στο Μεταναστευτικό, λοιπόν, εισερχόμαστε σε μία νέα φάση. Και είναι καιρός να αποδείξουν όλοι, αν εννοούν, αν επιδιώκουν, τη σοβαρή αντιμετώπισή του. Ο πρόεδρος Ερντογάν θα βρεθεί σήμερα το απόγευμα στις Βρυξέλλες. Θεωρώ θετική αυτήν την εξέλιξη. Και ελπίζω να είναι η αρχή της αποκλιμάκωσης της κρίσης. Όμως, για να μπορέσουμε να συζητήσουμε
σοβαρά πώς η Τουρκία μπορεί να ξαναγίνει σύμμαχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην προσπάθεια αντιμετώπισης της μεταναστευτικής κρίσης, πρέπει να υπάρξει μία έμπρακτη αλλαγή στην πολιτική της Άγκυρας. Αν ο κύριος Ερντογάν επιθυμεί να αναθεωρηθεί η κοινή δήλωση Ευρωπαϊκής Ένωσης Τουρκίας για το μεταναστευτικό, μία δήλωση που ο ίδιος κατεδάφισε στην πράξη, τώρα του δίνεται η ευκαιρία να προβεί σε μία σειρά κινήσεων. Πρώτα απ’ όλα να αποσύρει αμέσως τους απελπισμένους που συγκέντρωσε στον Έβρο. Να πάψει να χρησιμοποιεί και να τους υποκινεί διασπείροντας fake news και προπαγάνδα. Να δεχθεί πίσω με γρήγορες, συνοπτικές διαδικασίες όσους παράνομους έχουν συλληφθεί σε ελληνικό έδαφος. Να εξετάσει και άλλες πιθανές βελτιώσεις στη συμφωνία Ευρωπαϊκής
Ένωσης – Τουρκίας. Όπως π.χ. κοινές περιπολίες της ακτοφυλακής και άλλων αρχών με την Frontex, όχι μόνο στα ελληνικά, αλλά και στα τουρκικά χωρικά ύδατα, για τον έλεγχο των ροών από την περιοχή του. Τόσο από την ξηρά, όσο και από την θάλασσα. Και βέβαια, οι επιστροφές όσων παρανόμως, περνούν στην Ελλάδα από την Τουρκία πρέπει να γίνονται πλέον, όχι μόνο από τα νησιά του Αιγαίου που τόσο έχουν δοκιμαστεί. Αλλά και από την ενδοχώρα της πατρίδας μου. Η Ελλάδα πάντοτε -και θέλω να είμαι απολύτως σαφής σε αυτό, το έχουμε συζητήσει πολλές φορές και με την Καγκελάριο- αναγνώριζε και αναγνωρίζει ότι η Τουρκία έχει να διαδραματίσει ένα κρίσιμο ρόλο στη διαχείριση του
προσφυγικού προβλήματος και χρειάζεται τη βοήθεια της Ευρώπης για να το κάνει. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να γίνει -και αυτό νομίζω ότι όλοι το αντιλαμβάνονται πια- υπό συνθήκες απειλών και εκβιασμών χρησιμοποιώντας κατατρεγμένους ανθρώπους ως πιόνια σε γεωπολιτικές φιλοδοξίες.
Θέλω με την ευκαιρία αυτή να χαιρετήσω και την απόφαση την οποία πήρε ο κυβερνητικός συνασπισμός, χθες το βράδυ, η Γερμανία να ηγηθεί μιας προσπάθειας την οποία έχουμε αναλάβει εδώ και πολύ καιρό ως Ελλάδα, να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα των ασυνόδευτων ανηλίκων. Των παιδιών, των εφήβων πού βρίσκονται εγκαταλελειμμένα και σε πολύ δύσκολες συνθήκες στην πατρίδα μου. Χαίρομαι ιδιαίτερα που θα έχουμε την ευκαιρία την Πέμπτη, στην Αθήνα -καλώς εχόντων των πραγμάτων- να υποδεχτούμε, για άλλη μία φορά, την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, την αρμόδια Επίτροπο, για να συνδιαμορφώσουμε ένα σύμφωνο εθελοντικής μετεγκατάστασης παιδιών και εφήβων από την Ελλάδα στην υπόλοιπη Ευρώπη. Και καλώ εδώ, από το Βερολίνο, όσο το δυνατόν περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες να συμμετέχουν σε αυτήν την έμπρακτη απόδειξη αλληλεγγύης. Δεν είναι ένα βάρος το οποίο πρέπει να σηκώσει μόνη της η Ελλάδα. Ή μόνη της η Ελλάδα και η Γερμανία. Πρέπει και άλλες χώρες να συμμετέχουν σε αυτή την προσπάθεια. Μιλάμε περίπου για 5.000 παιδιά. Ένα σημαντικό μέρος αυτών των παιδιών και εφήβων μπορεί να τα κρατήσει και να τα φιλοξενήσει η Ελλάδα, τα υπόλοιπα θα έπρεπε κανονικά να κατανεμηθούν σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες. Θα ήταν ένα πρώτο, πολύ
σημαντικό βήμα έμπρακτης αλληλεγγύης για αυτούς οι οποίοι δοκιμάζονται περισσότερο από αυτήν την κρίση.
Έρχομαι τώρα, στο δεύτερο μέτωπο το οποίο κυριαρχεί στην επικαιρότητα, αυτό της επιδημίας του κορονοϊού. Σε αντίθεση με άλλες χώρες, στη χώρα μας ευτυχώς μέχρι στιγμής, δεν έχουμε ακόμα καμία απώλεια, αλλά γνωρίζουμε πολύ καλά ότι αυτή είναι μια επιδημία η οποία εξαπλώνεται. Εξαπλώνεται γρήγορα και η πρώτη προτεραιότητα κάθε κυβέρνησης, θα πρέπει να είναι η θωράκιση της δημόσιας υγείας και η λήψη μέτρων για την
προστασία των πιο ευάλωτων, αυτών που κινδυνεύουν περισσότερο από αυτήν την επιδημία. Σήμερα ανακοινώσαμε και ένα πρώτο πλέγμα μέτρων υποστήριξης της οικονομικής δραστηριότητας. Αλλά και στήριξης του κόσμου της εργασίας, καθώς όλοι προσαρμοζόμαστε σε μία νέα πραγματικότητα όπου πολλοί συμπολίτες μας θα πρέπει να απουσιάζουν, δυστυχώς από τη δουλειά τους, είτε γιατί θα πρέπει να φροντίζουν τον εαυτό τους, είτε γιατί μπορεί να πρέπει να φροντίζουν παιδιά, τα οποία θα μένουν στο σπίτι καθώς ολοένα και
περισσότερα σχολεία θα κλείνουν. Κανένα μαζικό μέτρο, ωστόσο, θέλω να το τονίσω αυτό και πάλι, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ατομική ευθύνη. Στις ανοιχτές, δημοκρατικές κοινωνίες, όπως οι δικές μας, καμία κεντρική απόφαση δεν αποδίδει αν δεν την συμμερίζονται πρώτα και πάνω απ’ όλα οι ίδιοι οι πολίτες. Μερικά απλά μέτρα για τα οποία μιλάμε συνέχεια, προσωπική υγιεινή, αποφεύγουμε μέχρι και τις χειραψίες, το κάναμε πράξη με την κυρία Καγκελάριο, μην νομίζετε ότι είμαστε τσακωμένοι αν δείτε τα σχετικά πλάνα, αυτό επιβάλλουν οι κανόνες της υγιεινής. Αποφυγή των συναθροίσεων, των μεγάλων συναθροίσεων, κυρίως η προφύλαξη των πιο αδύναμων, των πιο ευάλωτων, αυτά είναι τα μέτρα στα οποία πρέπει όλοι να δώσουμε τη μεγαλύτερη δυνατή φροντίδα. Και ναι, βέβαια, απαιτείται αγαπητή Άνγκελα και περισσότερος συντονισμός σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Μόλις ενημερώθηκα από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου ότι δρομολογείται μία τηλεδιάσκεψη για να δούμε πώς μπορούμε να συντονίσουμε καλύτερα την ευρωπαϊκή απάντηση στο πρόβλημα αυτό. Μία απάντηση που έχει μία πτυχή δημόσιας υγείας, αλλά έχει και μία οικονομική
πτυχή. Είναι ξεκάθαρο ότι το 2020 θα είναι μία διαφορετική χρόνια από αυτήν την οποία προβλέπαμε. Και είναι επίσης βέβαιο ότι και δημοσιονομικοί στόχοι οι οποίοι μπορεί να τέθηκαν σε άλλες συγκυρίες, ενδεχομένως να μην μπορούν να επιτευχθούν. Αυτή είναι μία πραγματικότητα την οποία όλοι θα λάβουμε υπόψη μας και αυτή τη φορά πρέπει και δημοσιονομικά και οικονομικά να αντιδράσουμε γρήγορα, ώστε να μην αφήσουμε αυτήν την
οικονομική κρίση να μας θυμίσει παλιές, κακές εποχές. Έρχομαι τώρα φίλες και φίλοι στο κυρίως αντικείμενο του φόρουμ. Ενός οικονομικού φόρουμ το οποίο έχει ως σκοπό την προώθηση της επιχειρηματικής συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών μας. Και όταν σχεδιάστηκε το φόρουμ αυτό μαζί με την καγκελάριο στην πρώτη μου επίσκεψη τον Σεπτέμβριο, βλέπαμε ήδη ότι το αφήγημα στις ελληνογερμανικές σχέσεις αλλάζει.
Από μία σχέση η οποία στηριζόταν στη σχέση του πιστωτή και του δανειολήπτη, πήγαμε πια σε μία σχέση ισότιμων εταίρων, η οποία θα μπορέσει να δρομολογήσει επενδύσεις προς όφελος και των δύο μερών. Και θέλω να σας μιλήσω από καρδιάς λέγοντάς σας ότι η
οικονομική, η κρίση την οποία αντιμετωπίζουμε, μας υποχρεώνει το κύριό μας διακύβευμα, το οποίο είναι οι μεταρρυθμίσεις και οι επενδύσεις, να το δρομολογήσουμε με ακόμα μεγαλύτερη ταχύτητα. Δεν αποτελεί άλλοθι η κρίση για να σταματήσουμε το μεταρρυθμιστικό μας έργο. Αν μη τι άλλο, μας επιβάλλει να κινηθούμε ακόμα πιο γρήγορα, για να μπορέσουμε να την απορροφήσουμε όσο το δυνατόν πιο σύντομα. Διότι η κατάσταση στην Ελλάδα, αν αφήσει κάνεις στην άκρη τις εξαιρετικές συγκυρίες που ζούμε τις
τελευταίες εβδομάδες που αφορούν όλη την παγκόσμια οικονομία, είναι μία κατάσταση εξαιρετικά θετική. Το Φεβρουάριο ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος για την Ελλάδα ήταν ο
υψηλότερος από το 2000. Οι εξαγωγές σημειώνουν ιστορικό υψηλό, παρά την αβεβαιότητα στο διεθνές εμπόριο. Οι επιχειρήσεις, οι ελληνικές επιχειρήσεις φορολογούνται πια ήδη λιγότερο, με 24%. Ένας νέος αναπτυξιακός νόμος έχει καταργήσει πολλές από τις γραφειοκρατικές δυσκολίες που εμπόδιζαν επενδύσεις στο παρελθόν. Και η Ελλάδα σήμερα είναι μια χώρα η οποία είναι ανοιχτή στις επενδύσεις και έχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει δυστοκίες και δυσκολίες του παρελθόντος. Έχουμε ψηφίσει μέσα σε 7 μήνες, 52 νομοσχέδια και ένα καινούργιο Σύνταγμα. Έχουμε μία πολύ ισχυρή μονοκομματική κυβέρνηση κάτι το οποίο μας δίνει τη δυνατότητα πολύ σύντομα και πολύ γρήγορα και πολύ
αποτελεσματικά να υλοποιούμε τις κεντρικές πολιτικές μας αποφάσεις. Και βέβαια την Παρασκευή θα αναλάβει η πρώτη Ελληνίδα, η πρώτη γυναίκα Πρόεδρος της Δημοκρατίας, η οποία εξελέγη με πολύ μεγάλη πλειοψηφία από την Ελληνική Βουλή. Θα έχουμε την πρώτη γυναίκα της Ελληνικής Δημοκρατίας που θα αναλάβει τα καθήκοντά της την Παρασκευή που μας έρχεται.
Και σε αυτήν τη νέα πορεία, προσβλέπουμε στη Γερμανία ως στρατηγικό εταίρο. Θέλουμε πολύ περισσότερες από τις 162 γερμανικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σήμερα στη χώρα μας. Απασχολούμε σχεδόν 30.000 εργαζόμενους και θέλω να χαιρετίσω το γεγονός ότι οι γερμανικές επιχειρήσεις άντεξαν και στήριξαν τη χώρα και ουσιαστικά διατήρησαν σχεδόν όλες τις θέσεις απασχόλησης τα 10 δύσκολα χρόνια της κρίσης. Τώρα είναι η ευκαιρία να μπορέσουν να εκμεταλλευτούν και από την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Και βέβαια θέλουμε – έχουμε εδώ πέρα βλέπω και εκπροσώπους από πολλές ελληνικές περιφέρειες- να αυξήσουμε και τα 4,5 εκατομμύρια των Γερμανών που έρχονται στην Ελλάδα κυρίως το καλοκαίρι, θέλουμε να έρχεστε και σε άλλες εποχές, όχι μόνο το καλοκαίρι για τα ελληνικά μας νησιά να ανακαλύπτετε και τις υπόλοιπες ομορφιές της πατρίδας μας, εκτός από τις ακρογιαλιές έχουμε και πολύ ωραία βουνά, τα οποία
πρέπει να ανακαλύψετε, μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα για να στηρίξουμε περισσότερο και τον τουρισμό μας.
Αλλά το πιο σημαντικό είναι η συνεργασία μας να αναπτυχθεί και να κατευθυνθεί προς καινούργιους τομείς οι οποίοι είναι πολύ πιο δυναμικοί. Το αντικείμενο σε μεγάλο βαθμό του σημερινού συνεδρίου, η πράσινη ενέργεια, φαρμακευτική τεχνολογία, νέα αγροτική οικονομία, διαχείριση των απορριμμάτων, όπου έχουμε ακόμα πολύ σημαντικά βήματα να κάνουμε και όπου η Γερμανία έχει πολύ σημαντική τεχνογνωσία να μας προσφέρει και
μετράμε, άλλωστε, ήδη κάποιες πρώτες εξαιρετικά ενθαρρυντικές πρωτοβουλίες.
Η κυβέρνηση πχ εξετάζει, εδώ και μήνες, μαζί με την Volkswagen μια μελέτη σκοπιμότητας για ένα τεχνολογικό έργο αιχμής το οποίο θα καταλήξει τελικά να μετατρέψουμε ένα ελληνικό νησί όχι απλά σε «πράσινο νησί», αλλά σε πρότυπο καινοτομίας για τη μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση και κυρίως στην αυτόνομη οδήγηση. Δύο προοπτικές, από το μέλλον, που σύντομα θα αφορούν το παρόν.
Γερμανική σφραγίδα υπάρχει και σε ένα άλλο έργο που υπογράφηκε προ ημερών: Στην κατασκευή ενός απ’ τα 5 μεγαλύτερα φωτοβολταϊκά πάρκα της Ευρώπης, στην περιοχή της Κοζάνης, βλέπω εδώ και τον Περιφερειάρχη Δυτικής Μακεδονίας με ισχύ λίγο παραπάνω από 200 MW. «Ελληνικά Πετρέλαια» και «Juwi», επενδύουν συνολικά 130 εκατομμύρια.
Δημιουργούν πολλές νέες θέσεις εργασίας και μας βοηθούν να κάνουμε πράξη τη μετάβαση σε μία “πράσινη” οικονομία, υλοποιώντας τους εξαιρετικά φιλόδοξους στόχους τους οποίους έχουμε θέσει. Έχουμε ένα νέο «Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα» το οποίο
προβλέπει επενδύσεις που θα ξεπερνούν τα 40 δις ευρώ για την επόμενη δεκαετία.
Δημιουργία παραπάνω από 60.000 μόνιμων θέσεων απασχόλησης και έχουμε τολμήσει να πάρουμε πολύ κρίσιμες και σημαντικές και δύσκολες αποφάσεις όπως η δέσμευσή μας για μια γρήγορη διαδικασία «απολιγνιτοποίησης». Αφορά πρωτίστως την περιφέρεια της Δυτικής
Μακεδονίας και έναν Δήμο της Πελοποννήσου, τη Μεγαλόπολη. Έχουμε πει ότι μέχρι το 2028 θέλουμε έχουμε φύγει τελείως από τον λιγνίτη. Μέχρι το 2023 θα έχουν κλείσει όλες οι λιγνιτικές μονάδες με εξαίρεση μία στη δυτική Μακεδονία. Και ξέρω πόσο δύσκολη είναι αυτή η μετάβαση και η Γερμανία και αυτή καλείται να την κάνει με το δικό της χρονοδιάγραμμα. Βρισκόμαστε εμείς όμως ως Ελλάδα στην πρώτη γραμμή αυτής της γρήγορης μετάβασης στη μεταλιγνιτική εποχή και γι’ αυτό και διεκδικούμε μεγάλο μερίδιο από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης. Πόσο μάλλον όταν ολόκληρες περιοχές όπως η Δυτική Μακεδονία και η Μεγαλόπολη, βασίζουν το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής τους δραστηριότητας στην εκμετάλλευση του λιγνίτη.
Και αυτές είναι οι περιφέρειες όπως και πολλές περιφέρειες στην Γερμανία ή στην Πολωνία που πρέπει να αλλάξουν κατεύθυνση, παραγωγικό μοντέλο, να γίνουν πρότυπα, να αξιοποιήσουν άλλα συγκριτικά πλεονεκτήματα. Την πράσινη ενέργεια, καθώς οι περιοχές αυτές εξακολουθούν να βρίσκονται στο κέντρο των δικτύων διανομής ενέργειας, έχουν εξειδικευμένο προσωπικό, να γίνουν κέντρα για καινούργιες βιομηχανικές επενδύσεις. Να αξιοποιήσουν και άλλα συγκριτικά πλεονεκτήματα τα οποία παραμένουν αναξιοποίητα. Η Ελληνική κυβέρνηση έχει ήδη δημιουργήσει μια διακυβερνητική επιτροπή για την απολιγνιτοποίηση και θα προσφέρει πολύ συγκεκριμένα κίνητρα σε αυτές τις περιοχές και φορολογικά κίνητρα για νέες παραγωγικές επενδύσεις ώστε η απολιγνιτοποίηση να μην είναι απλά μία απειλή για τους πολίτες αλλά μια ευκαιρία για ένα καλύτερο αύριο χωρίς λιγνίτη και χωρίς τη ρύπανση βέβαια που η εκμετάλλευση του λιγνίτη συνεπάγεται. Δεν αφορά μόνο το διοξείδιο του άνθρακα αφορά δυστυχώς και την ποιότητα ζωής σε περιοχές οι οποίες
για πολλές δεκαετίες είναι εξαιρετικά επιβαρυμένες. Και βέβαια κεντρικό μοχλό σε αυτήν την απολιγνιτοποίηση αποτελεί η ΔΕΗ.
Η μεγαλύτερη ελληνική εταιρεία, την παραλάβαμε πριν από 8 μήνες στα πρόθυρα περίπου της χρεοκοπίας. Κάναμε ένα πολύ γρήγορο «turn around». Είναι μια επιχείρηση η οποία σήμερα ατενίζει το πράσινο μέλλον με αισιοδοξία. Φιλοδοξεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στην απολιγνιτοποίηση, στην πράσινη ενέργεια και φυσικά στην ηλεκτροκίνηση, στην οποία έχει το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα να μπορεί να δρομολογήσει γρήγορα ένα δίκτυο ανάπτυξης σταθμών φόρτισης, οι οποίοι μεσοπρόθεσμα πρέπει να ξεπεράσουν τις 10.000.
Και γι’ αυτό και θεωρώ και εξαιρετικά σημαντικό το γεγονός ότι υπογράφεται εδώ πέρα στο Βερολίνο εμβληματική συμφωνία μεταξύ της ΔΕΗ και της RWE στον τομέα της απολιγνιτοποίησης και της ανάπτυξης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Η ΔΕΗ έχει το μέγεθος, τις τεράστιες εκτάσεις, το περιβάλλον -γη, ήλιο, άνεμο- το εξαιρετικό ανθρώπινο δυναμικό για πολλές κοινές «πράσινες» δράσεις. Η RWE διαθέτει πλούσια παράδοση, σοβαρότατη τεχνογνωσία στην κατασκευή μονάδων παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ. Είναι μια συνεργασία η οποία μπορεί πραγματικά να αποδεχθεί εξαιρετικά επικερδής και σημαντική
για τις δύο επιχειρήσεις και για τις δύο χώρες. Κυρίες και κύριοι, αγαπητή Καγκελάριε,
κλείνω, λέγοντας για ακόμα μία φορά πόσο πιστεύω στη σημασία αυτού του νέου κεφαλαίου που καλούμαστε από κοινού να γράψουμε στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών.
Σχέσεις οι οποίες δοκιμάστηκαν, μπορεί να τραυματίστηκαν τα χρόνια της κρίσης, άντεξαν όμως. Άντεξαν και έχουμε τη δυνατότητα τώρα να τις ενισχύσουμε ακόμα περισσότερο, βλέποντας το μέλλον με αισιοδοξία και με αυτοπεποίθηση. Η κρίση που αντιμετωπίζουμε κυρίως η κρίση του κορονοϊού θα περάσει κάποια στιγμή και ευχόμαστε να είναι μια κρίση που θα περάσει σύντομα. Εδώ πέρα βάζουμε τα θεμέλια για την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα και σε αυτήν την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα σας θέλουμε όλους συμμάχους, συν επενδυτές, αρωγούς σε αυτήν την προσπάθεια την οποία κάνουμε. Και βέβαια καθώς και η Γερμανία είναι η τιμώμενη χώρα στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης φέτος προσβλέπουμε και στην παρουσία της Καγκελαρίου στην έκθεση, να έχουμε την ευκαιρία να την εγκαινιάσουμε από κοινού, για να σηματοδοτήσουμε όχι μόνο στο Βερολίνο, αλλά και στην Ελλάδα αυτό το νέο κεφάλαιο στις ελληνογερμανικές σχέσεις. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την παρουσία σας.