Στην Ολομέλεια της Βουλής εισάγεται αύριο το πρωί για συζήτηση και ψήφιση το νομοσχεδίο του Υπουργείου Εθνικής ‘Αμυνας που αφορά τις συμβάσεις απόκτησης των 18 μαχητικών αεροσκαφών Rafale, μετά την κατά πλειοψηφία ψήφισή του κατά τη συζήτηση επί των άρθρων και της δεύτερης ανάγνωσή του στην Επιτροπή Εθνικής ‘Αμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής.
Υπερ του νομοσχεδίου τάχθηκαν ΝΔ, ΚΙΝΑΛ και Ελληνική Λύση, επιφυλάχθηκαν να τοποθετηθούν στην Ολομέλεια ΣΥΡΙΖΑ και ΜέΡΑ 25 ενώ το ΚΚΕ καταψήφισε.
Ο υπουργός Εθνικής ‘Αμυνας, Νίκος Παναγιωτόπουλος κλείνοντας τη συζήτηση στην Επιτροπή της Βουλής κάλεσε όσα ακόμα κόμματα αμφιλατεύονται, αύριο στην Ολομέλεια να ψηφίσουν το νομοσχέδιο καθώς πρόκειται για «ένα πραγματικά εμβληματικό εγχείρημα απότομης και δραματικής ενίσχυσης των δυνατοτήτων της Πολεμικής Αεροπορίας και του συνολικού αποτρεπτικού αποτυπώματος των Ενόπλων Δυνάμεων». Ο κ. Παναγιωτόπουλος επισήμανε πως μια τέτοια ενίσχυση «είχε πολύ καιρό να συμβεί στην Ελλάδα» αλλά «συμβαίνει και μάλιστα με ασυνήθιστα ταχείς ρυθμούς, με πνεύμα σεβασμού και συμμόρφωσης και προς τη συνολική διαφάνεια και προς τη νομιμότητα, αλλά και προς την ταχύτητα και αποτελεσματικότητα».
Ο υπουργός Εθνικής ‘Αμυνας δεν απέφυγε να σχολιάσει τις επιφυλάξεις που κράτησαν και στη χθεσινή ψηφοφορία στην Επιτροπή της Βουλή το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αλλά και το ΜέΡΑ 25, λέγοντας πως «δεν ξέρω εάν αμφιταλαντεύεστε ανάμεσα στην εξεύρεση ενός κίνητρου για να πείτε το “ναι” ή την επίκληση μιας δικαιολογίας για να πείτε το “όχι”. Δεν το έχω ξεκαθαρίσει ακόμη (μέσα μου). Ελπίζω να ισχύει το πρώτο». Μάλιστα, ο υπουργός κάλεσε τα κόμματα της αντιπολίτευσης να δουν «τη μεγάλη εικόνα και να προτάξουν το δάσος απέναντι στο δέντρο ή στο κλαδί…» και πρόσθεσε πως «κατανοώ ότι είναι εύλογο να έχετε επιφυλάξεις, αλλά νομίζω ότι απαντήθηκαν οι περισσότερες» τόσο στις δύο ανοικτές συνεδριάσεις της Επιτροπής όσο και στην κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίαση που προηγήθηκε στο Υπουργείο Εθνικής ‘Αμυνας για τα απόρρητα μέρη αυτών των συμβάσεων.
Ο υπουργός απαντώντας στα επιχειρήματα του εισηγητή του ΣΥΡΙΖΑ, Γιώργου Τσίπρα πως η σύμβαση αυτή θα έπρεπε να ήταν καλύτερη ανέφερε πως εδώ έχουμε μια σύμβαση αποτέλεσμα μιας διαπραγμάτευσης που «πάντα στη διαδικασία αυτή κάποιοι όροι γίνονται δεκτοί καθόλα, κάποιοι όροι γίνονται δεκτοί εν μέρει και κάποιοι όροι απορρίπτονται από το ένα ή το άλλο μέρος. Έτσι έγινε και εδώ πέρα». Επίσης, στην παρατήρηση του βουλευτή της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Δημήτρη Βίτσα για το εάν η προμήθεια αυτή εκφεύγει του δημοσιονομικού πλαισίου των διαβεβαίωσε «να μην έχει καμία ανησυχία για το δημοσιονομικό κομμάτι», γιατί μεταξύ άλλων, στον προϋπολογισμό αυξήθηκαν οι δαπάνες για την άμυνα και ασφαλώς μέρος αυτής της αύξησης είναι και αυτά που θα δαπανηθούν για την προμήθεια των Rafale.
Ο υπουργός Εθνικής ‘Αμυνας, όμως, ξεκαθάρισε και μια «παρανόηση» που δημιουργήθηκε χθες σχετικά με τα όσα ανέφερε και παρουσιάστηκε πως «παίρνουμε 40 σύγχρονα μαχητικά μέχρι το 2025» λέγοντας πως «δεν είπα ακριβώς αυτό χθες. Είπα ότι στα πλαίσια τόσο της ισχύουσας όσο και της υπό έγκριση δομής δυνάμεων, προβλέπεται μεταξύ άλλων και η πρόσθεση 40 καινούργιων μαχητικών αεροσκαφών, για να καλυφθούν οι ανάγκες. Στο πλαίσιο αυτής της προβλεπόμενης πρόσθεσης εντάσσεται και αυτή η προμήθεια των 18 Rafale. Δεν έχουμε συμφωνήσει, όμως, με καμία χώρα, με καμία εταιρεία, να αποκτήσουμε 40 καινούργια μαχητικά αεροσκάφη» και πρόσθεσε πως κάνει αυτή την αποσαφήνιση για να μην υπάρχουν «παράπονα από το Πολεμικό Ναυτικό. Διότι οι μεγάλες αποφάσεις μέχρι τώρα αφορούν ως επί το πλείστον την Πολεμική Αεροπορία. Οι μεγάλες αποφάσεις, όμως, που θα κληθούμε να λάβουμε μέσα στο τρέχον έτος, θα αφορούν τη βασική προμήθεια των τεσσάρων κυρίων μονάδων επιφανείας ομάδων κρούσης των φρεγατών του Πολεμικού Ναυτικού, ασφαλώς και τον εκσυγχρονισμό των τεσσάρων MEKO. Φυσικά έπεται συνέχεια, αφού ανάγκες υπάρχουν και στο Πολεμικό Ναυτικό και άλλες στην Πολεμική Αεροπορία, ασφαλώς και στο Στρατό Ξηράς και εντάσσονται, όπως σας είπα, στον ευρύτερο σχεδιασμό μας».
Ο υπουργός Εθνικής ‘Αμυνας, Νίκος Παναγιωτόπουλος σχολίασε και τις επικριτικές αναφορές βουλευτών της αντιπολίτευσης γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη εμπλοκή της ΕΑΒ στο εξοπλιστικό πρόγραμμα λέγοντας ότι «ασφαλώς και δεν αποκλείεται από τη διατύπωση της σύμβασης και νομίζω ότι αν προκύψει εμπλοκή της Αμυντικής Βιομηχανίας, είναι κάτι που όλοι θα θέλαμε, και αυτό νομίζω θα προκύψει στην πορεία, όταν ενδεχομένως θα ανακύψει ζήτημα ανάθεσης υποκατασκευαστικού έργου σε ελληνικές εταιρείες. Αυτή τη στιγμή, όμως, έχουμε έναν κατασκευαστή, την εταιρεία Dassault, μοναδικό κατασκευαστή, και βάζω στην ίδια κατηγορία και τις άλλες δύο κατασκευάστριες εταιρείες, τη Thales και τη Safran και ως προς το σκέλος της προμήθειας, δεν ήταν τόσο εύκολο να γίνει, πλην όμως προβλέφθηκε η σχετική δυνατότητα στο γράμμα του νόμου. Η ενεργοποίηση της ΕΑΒ σε αυτό, ασφαλώς και θα ήταν ευχής έργο και πραγματικά επιθυμία δική μας». Ευχήθηκε, πάντως, η ΕΑΒ να μπορέσει να ξεπεράσει τα προβλήματα που έχει καθώς το Υπουργείο Εθνικής ‘Αμυνας είναι ο πελάτης και μάλιστα ένας αρκετά δυσαρεστημένος πελάτης της ΕΑΒ με βάση το αποτέλεσμα όσον αφορά το οφειλόμενο έργο της προς την Πολεμική Αεροπορία, η οποία ως πελάτης είναι και συνεπέστατη στις υποχρεώσεις της και πληρώνει προκαταβάλει για τα ανταλλακτικά και ό,τι ακόμα χρειάζεται για να έχει αεροπλάνα». Για μένα, είπε, «το 2021 θα είναι ένα κομβικό έτος για τη λειτουργία της ΕΑΒ, διότι εκτός των άλλων, θα πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί να βγάλει εις πέρας και το πρόγραμμα αναβάθμισης των F-16 στην εκδοχή Viper. 10 με 12 αεροσκάφη θα μπουν στη γραμμή παραγωγής φέτος. Σε λίγες μέρες θα πετάξει το πρώτο Viper πλέον από την ΕΑΒ στην Αμερική, προκειμένου να υποστεί εκεί όλες τις δομικές παρεμβάσεις και να επιστρέψει στην Ελλάδα και να αρχίσει κανονικά να λειτουργεί η γραμμή παραγωγής, προκειμένου να μας προκύψουν και τα υπόλοιπα Viper, κατά το πρόγραμμα».
Ο υπουργός Εθνικής ‘Αμυνας απέρριψε και την κριτική της ειδικής αγορήτριας του ΜέΡΑ25, Σοφίας Σακοράφας ότι οι συμβάσεις αυτές εάν περνούσαν από το Ελεγκτικό Συνέδριο θα κατέπιπταν, λέγοντας πως εμείς έχουμε προβλέψει αμέσως μετά την ψήφιση του νόμου να τεθούν στο στάδιο του προσυμβατικού ελέγχου από το Ελεγκτικό Συνέδριο και ενώ θα μπορούσαμε να τεθούμε εναντίον της προσφυγής στον προσυμβατικό αυτό έλεγχο, για να πάμε ακόμα πιο γρήγορα εμείς είπαμε ότι αυτός είναι ο καλύτερος και ασφαλέστερος και νομιμότερος δρόμος.
Ο εισηγητής της ΝΔ, Μακάριος Λαζαρίδης από την δική του πλευρά κάλεσε αύριο στην Ολομέλεια όλα τα κόμματα να ψηφίσουν αυτό το ιστορικό νομοσχέδιο καθώς «διασφαλίζει το εθνικό συμφέρον με την ουσιαστική ενίσχυση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων ενώ ταυτόχρονα διασφαλίζει και το δημόσιο συμφέρον με τους διαφανείς όρους των συμβάσεων». Καθώς «οποιαδήποτε άλλη θέση «αντικατοπτρίζει» κομματικές εμμονές και αγκυλώσεις […] Το εν λόγω σχέδιο νόμου είναι ευανάγνωστο και όποιος έχει ακόμα ενστάσεις επιλέγει να ακολουθήσει τη μοναξιά του μικροκομματικού «στενοσόκακου» και όχι την «πολύβουη λεωφόρο» του εθνικού συμφέροντος».
Ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, Γιώργος Τσίπρας επισήμανε πως η αγορά των Rafale δια στόματος του πρωθυπουργού συνδέθηκε με μια αμοιβαία αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία, που θα μας προστάτευε στο ενδεχόμενο μιας μεγαλύτερης αναταραχής στην Ανατολική Μεσόγειο, ανάμεσα σε εμάς και τη γείτονα χώρα. Αυτό, όμως, παρά τις διαβεβαιώσεις, έχει φύγει αυτήν τη στιγμή από το τραπέζι… Εμείς, είπε, «δεν τηρήσαμε μία αρνητική στάση για το θέμα των RAFALE, παρά το γεγονός ότι ο σχεδιασμός ο οποίος υπήρχε από το Υπουργείο Εθνικής ‘Αμυνας ήταν λίγο διαφορετικός και προέβλεπε άλλα πράγματα…» και τόνισε πως «η θετική μας στάση στην επιλογή των Rafale, είναι υπό τον όρο ότι δεν θα ανατραπεί ο στρατηγικός αμυντικός σχεδιασμός, ο οποίος υπήρχε». Το «ναι» στα Rafale από τη δική μας πλευρά, εξήγησε, είναι υπό τον όρο ότι δεν θα ανατραπεί ο σχεδιασμός αυτός» και υπογράμμισε πως «είμαστε κάτι παραπάνω από υπερθετικοί για τους εξοπλισμούς στις Ένοπλες Δυνάμεις. Αυτό, όμως, προϋποθέτει την εφαρμογή κανόνων, διαδικασιών και προτεραιοτήτων, που όλοι καλά γνωρίζουμε […] ο Εθνικός Αμυντικός Σχεδιασμός προβλέπει την εφαρμογή του δημοκρατικού ελέγχου επί των συμβάσεων μέσω της αρμόδιας Επιτροπής Εξοπλιστικών Προγραμμάτων και Συμβάσεων της Βουλής σε τέσσερα στάδια. Και επανέλαβε ορισμένες από τις αδυναμίες που θεωρεί ότι έχουν οι συμβάσεις αυτές λέγοντας πως αυτές είναι εξαιρετικά προβληματικές και θα έπρεπε να ήταν σε καλύτερο επίπεδο για να μπορούμε με μεγαλύτερη ευκολία να πούμε το «ναι».
Ο ειδικός αγορητής του ΚΙΝΑΛ, Βασίλης Κεγκέρογλου είπε πως από χθες «έχουμε τοποθετηθεί καθαρά για την, επί της αρχής, ψήφο με ένα «ναι» καθαρό, διότι η προμήθεια των RAFALE ενισχύει την αμυντική θωράκιση της χώρας, ενισχύει την άμυνα μας και, μάλιστα, σε μια περίοδο που υπήρξε κλιμάκωση της επιθετικότητας και, ταυτόχρονα, διαπιστώθηκε ένα μεγάλο κενό που υπήρξε από την επιβράδυνση των προγραμμάτων τα προηγούμενα χρόνια και την έλλειψη μακρόπνοου σχεδιασμού. ‘Αρα, λοιπόν, αυτό είναι αδιαμφισβήτητο και καθαρό. Και επέμεινε στην ανάγκη εμπλοκής της εθνικής αμυντικής βιομηχανίας και στη συντήρηση και στην υποστήριξη των αεροσκαφών αυτών.
Ο ειδικός αγορητής του ΚΚΕ, Νίκος Παπαναστάσης δήλωσε πως εμείς έχουμε τεκμηριώσει τη θέση καταψήφισης της προμήθειας και θα τοποθετηθούμε συνολικά και σφαιρικά στην Ολομέλεια αύριο.
Υπέρμαχος της προμήθειας των Rafale δήλωσε ο ειδικός αγορητής της Ελληνικής Λύσης, Αντώνης Μυλωνάκης λέγοντας πως όλοι πρέπει να είμαστε θετικοί και μάλιστα πρότεινε πως θα πρέπει «κάθε φορά που κάνουμε μία αγορά, να είναι αγορά τύπου RAFALE. Σας το λέω αυτό, διότι έρχονται και οι αγορές των φρεγατών».
Επιφυλακτική και προβληματισμένη δήλωσε η ειδική αγορήτρια του ΜέΡΑ25, Σοφία Σακοράφα παρατηρώντας με λύπη πως «διαπιστώνουμε ότι υπάρχει μία ακραία εκμετάλλευση της δεδομένης εθνικής ευαισθησίας του καθενός από εμάς, που θεωρείται ότι δίνει το δικαίωμα για πλήρη καταστρατήγηση των κοινοβουλευτικών διαδικασιών. Φοβάμαι ότι για μια ακόμη φορά, η κοινοβουλευτική διαδικασία διεξάγεται μόνο για τα προσχήματα. Συζητούμε για τρεις συμβάσεις, που περιλαμβάνουν όρους αντίθετους με την εθνική νομοθεσία […]. Περιλαμβάνουν, επίσης, και όρους, που αντιτίθενται στην πρακτική που εφαρμόζεται μέχρι σήμερα στις συμβάσεις με αντίστοιχο αντικείμενο […] Εδώ, έχουμε ουσιαστικά συμβάσεις προσχώρησης. Και αυτό, δυστυχώς για εσάς, αλλά κυρίως για τη χώρα, σημαίνει πλήρη απουσία της οποιασδήποτε διαπραγμάτευσης».
[Φωτογραφία αρχείου]