Με ομόφωνη απόφαση της συνέλευσης του τμήματος Φιλοσοφίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, αναγορεύθηκε Επίτιμη Διδάκτωρ η ΠτΔ Κατερίνα Σακελλαροπούλου, απόψε, κατά τη διάρκεια τελετής στο Ωδείο της Παλιάς Πόλης του Ρεθύμνου.
Η απόφαση υποβλήθηκε και στη Σύγκλητο του Πανεπιστημίου Κρήτης με απόφαση επίσης της οποίας, αναγορεύεται Επίτιμη Διδάκτορας για την εξαιρετική συμβολή της στην Επιστήμη του Δικαίου, ειδικότερα στη διαμόρφωση του Συνταγματικού Διοικητικού και Περιβαλλοντικού Δικαίου, για την Ανάδειξη της Σχέσης του με τη Θεσμική Βιοηθική. Επίσης για τη λειτουργία της δικαιοσύνης στην προάσπισή της και στην προάσπιση των ηθικοπολιτικών αρχών του Κράτους Δικαίου και της Δημοκρατίας, όπως και για τη συνολική προσφορά της, στην κοινωνία και τον πολιτισμό γενικότερα, όπως αναφέρεται στην απόφαση του Τμήματος και της Κοσμήτορα της Φιλοσοφικής Σχολής, Αγγέλας Καστρινάκη.
«Το Πανεπιστήμιο Κρήτης τιμά την πρώτη γυναίκα Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, που είχε υπάρξει πριν, η πρώτη γυναίκα πρόεδρος του ΣτΕ. Από σήμερα θα είστε και η πρώτη Επίτιμη διδάκτορας της Φιλοσοφίας του νέου Τμήματος της φιλοσοφικής σχολής του ΠΚ», ανέφερε ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Γεώργιος Κοντάκης και όπως είπε, «η διάκριση αυτή αποτελεί βαθιά αναγνώριση από το πανεπιστήμιό μας της σημαντικής συνεισφοράς σας σε κρίσιμους τομείς της επιστήμης, της δικαιοσύνης και της κοινωνίας. Ειδικότερα, η εξέχουσα συμβολή σας στην επιστήμη του Δικαίου, με έμφαση στη διαμόρφωση του συνταγματικού, διοικητικού και περιβαλλοντικού δικαίου, καθώς και στη σύνδεσή του με τη θεσμική βιοηθική, αποτελεί σημείο αναφοράς και πηγή έμπνευσης.
Ο κ. Κοντάκης, εξήρε τη συνεχή υποστήριξή της ΠτΔ προς την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, την υπεράσπιση των θεμελιωδών αξιών του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας, με την αφοσίωση στις αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος, Ενισχύετε τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ θεσμών και πολιτών. Εξοχωτάτη κυρία Πρόεδρε, η αποδοχή εκ μέρους σας αυτής της τιμητικής διάκρισης αποτελεί ιδιαίτερη τιμή και για το Πανεπιστήμιο Κρήτης .
«Είναι ιδιαίτερη η τιμή και η χαρά για τη σημερινή μέρα και την αναγόρευσή μου ως Επίτιμης Διδάκτορα του Τμήματος Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, όπως έχει μετονομαστεί το Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών.
Εδώ και μισό περίπου αιώνα το Τμήμα, ένα από τα παλαιότερα του Πανεπιστημίου Κρήτης, προσφέρει υψηλής ποιότητας σπουδές, τόσο στον τομέα της φιλοσοφίας, ως ενιαίο επιστημονικό πεδίο, όσο και, μέχρι πρόσφατα, στον τομέα ευρύτερα των κοινωνικών επιστημών, προάγοντας τον διάλογο μεταξύ τους και δίνοντας έμφαση στις μεταξύ τους διασυνδέσεις.
Η σχέση των νομικών σπουδών με τη φιλοσοφία είναι σύνθετη και πολύπλευρη. Πρόκειται για ένα κλασικό ζήτημα που επικαιροποιείται συνεχώς μέσα από τα κρίσιμα ερωτήματα κάθε συγκυρίας. Μεθοδολογικά, το δίκαιο ως κανονιστική επιστήμη έχει επιδιώξει, ιδίως από τον 20ό αιώνα και μετά, να εδραιώσει, στο πλαίσιο του νομικού θετικισμού, την αυτοτέλειά του σε σχέση με τις άλλες ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, ιδίως δε με την ηθική. Από την άλλη, η εμπειρία της πρακτικής εφαρμογής του δικαίου καταδεικνύει ότι το δίκαιο από μόνο του δεν μπορεί να προσφέρει απαντήσεις σε όλα τα ζητήματα που τίθενται ενώπιόν του χωρίς προσφυγή σε μια διεπιστημονική μέθοδο, δίχως βέβαια να απωλέσει ο κανόνας δικαίου τη σχετική του έστω αυτονομία. Όταν, για παράδειγμα, ανακύπτουν ως νομικές υποθέσεις θέματα βιοηθικής, όπως η ευθανασία, η υποβοηθούμενη αυτοκτονία ή αναπαραγωγή, το δίκαιο και ο ερμηνευτής του στρέφονται αναπόφευκτα προς άλλα πεδία, όπως η ηθική και η πρακτική φιλοσοφία, προκειμένου να αντλήσουν χρήσιμα δεδομένα και να επιστρέψουν κατόπιν, θωρακισμένοι με αυτά, στη νομική σφαίρα. Παράλληλα, η πολιτική φιλοσοφία και η κοινωνιολογία επικοινωνούν με το δίκαιο, όταν εξετάζουμε τους πολιτειακούς και συνταγματικούς θεσμούς. Έννοιες όπως η αντιπροσώπευση, η δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα διαθέτουν μεν νομικό και συνταγματικό περιεχόμενο, αλλά ανάγονται νοηματικά σε πολιτικές και κοινωνικές θεωρίες.
Για να κατανοήσουμε συνεπώς τα μείζονα ερωτήματα και τις προκλήσεις της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου στην εποχή μας οφείλουμε να ανατρέξουμε στη γενεαλογία, τη βαθύτερη σημασία των συνταγματικών μας αρχών, υπό το φως της μακράς τους ιστορίας και των αξιών που αυτές διαχρονικά εκφράζουν. Να αντιληφθούμε και να εμπεδώσουμε τη λειτουργία τους στο σημερινό συγκείμενο, σε μια περίοδο που πολλοί εύλογα χαρακτηρίζουν μεταβατική και αβέβαιη, γεμάτη κρίσεις και ανατροπές. Σε αυτό το πλαίσιο της γενικευμένης ανασφάλειας εντείνεται και η αμφισβήτηση των παραδεδεγμένων εννοιών και αξιών, καθώς και των θεσμών. Ο στοχασμός πάνω στη δημοκρατία και το κράτος δικαίου δεν συνιστά μια θεωρητική άσκηση, ούτε γίνεται εν κενώ. Το διακύβευμαείναι υψηλό, καθώς η εμβέλεια και η πρόσληψη των εννοιών αυτών, τόσο στο πολιτικό σύστημα, όσο και ιδίως στην κοινωνία, αποβαίνει καθοριστική αφενός για την ποιότητα του πολιτεύματος, αφετέρου για την αρμονική μας συνύπαρξη.
Στις μέρες μας, εντός της κοινωνίας της διακινδύνευσης, η δημοκρατία μας δοκιμάζεται, πλήττεται τόσο εκ των έσω όσο και εξωτερικά. Είναι πιο συγκεκριμένα το παράδειγμα της φιλελεύθερης δημοκρατίας που καθίσταται στόχος πολλών, της δημοκρατίας δηλαδή που ενθυλακώνει τον σεβασμό του κράτους δικαίου και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Γιατί, ας μην παραγνωρίζουμε ότι μία δημοκρατία, που θα στηριζόταν αποκλειστικά στην πλειοψηφική αρχή, θα μπορούσε εύκολα να μετατραπεί σε μία τυραννία της πλειοψηφίας. Γι’ αυτόν τον λόγο, κομβική είναι η θέσπιση των αναγκαίων αντιβάρων και εγγυήσεων που εξασφαλίζουν όχι μόνο την ομαλή εναλλαγή των πλειοψηφιών, αλλά και το απαραβίαστο ενός βασικού πυρήνα ατομικής ελευθερίας.
Τα θεμέλια της φιλελεύθερης δημοκρατίας υπονομεύονται καταρχάς από την άνοδο του λαϊκισμού και του αυταρχισμού, ακόμα και σε χώρες της Ευρώπης. Από την περίοδο της οικονομικής κρίσης και μετά, η επισφάλεια που έχει κυριαρχήσει, ιδιαίτερα στις πιο ευάλωτες ομάδες, σχετικά με την επιδείνωση των υλικών συνθηκών διαβίωσης, σε συνδυασμό με τη διεύρυνση των ανισοτήτων, έχει δημιουργήσει ένα εκρηκτικό μίγμα, το οποίο απειλεί τους φιλελεύθερους θεσμούς, το κράτος δικαίου, τα δικαιώματα των μειοψηφιών. Αντιδραστικές τάσεις σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες, ακόμη και στις πιο προηγμένες δημοκρατίες, υποσκάπτουν το φιλελεύθερο δημοκρατικό κεκτημένο, που με τόσους αγώνες διασφαλίστηκε μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Το φαινόμενο αυτό συνοδεύεται και από εξωτερικές πιέσεις. Μέσα σε ένα καθεστώς γεωπολιτικής αστάθειας, ένοπλων συρράξεων τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Μέση Ανατολή, η δημοκρατία περιφρονείται ενίοτε δε και στοχοποιείται ως αναποτελεσματική ή παρωχημένη, καθώς καλείται να εξασφαλίσει την ευημερία των πολιτών μέσα σε ένα όλο και πιο σύνθετο, εχθρικό και μη ισορροπημένο διεθνές περιβάλλον.
Παράλληλα, η τεχνολογική πρόοδος συνεχίζει να θέτει διαρκείς προκλήσεις. Από την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης, τη δυνατότητα διασποράς ψευδών ειδήσεων μέσω της ολοένα και πιο κρίσιμης επιρροής των κοινωνικών μέσων δικτύωσης, μέχρι τη διείσδυση νέων τεχνολογιών σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις της ζωής μας, ο ψηφιακός μετασχηματισμός κρίσιμων τομέων της κοινωνικής δραστηριότητας, όπως η οικονομία, η εργασία, η εκπαίδευση, έχει ως αποτέλεσμα τα δεδομένα να μεταβάλλονται άρδην. Η καθημερινότητα των ανθρώπων μοιάζει να αποσταθεροποιείται και το αίσθημα της ανασφάλειας οξύνεται. Η τεχνολογία υπόσχεται ένα καλύτερο μέλλον, ενώ την ίδια στιγμή απειλεί να αφήσει πίσω αυτούς που δυσκολεύονται να ακολουθήσουν τους ραγδαίους ρυθμούς της. Για αυτό και το στοίχημα είναι διπλό: από τη μια η ανθρωπότητα να αξιοποιήσει τις πρωτοφανείς τεχνολογικές δυνατότητες προς όφελός της και από την άλλη να ρυθμίσει αποτελεσματικά τις επικίνδυνες στρεβλώσεις τους.
Ταυτόχρονα, βιώνουμε την κλιματική κρίση, την απόλυτη δοκιμασία για την ανθεκτικότητα των δημοκρατικών κοινωνιών μας, η αντιμετώπιση της οποίας αποτελεί ίσως την πιο σπουδαία πρόκληση των καιρών μας. Η ανάδειξη της σημασίας της προστασίας του περιβάλλοντος, φυσικού και πολιτιστικού, μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της καταπολέμησης της κλιματικής κρίσης, υπήρξε από την πρώτη στιγμή μία από τις βασικές προτεραιότητες στην Προεδρία της Δημοκρατίας, καθώς η αφύπνιση, επαγρύπνηση και ευαισθητοποίηση όλων των Ελλήνων πολιτών είναι επείγουσα και επιτακτική ανάγκη.
Δυστυχώς, καθημερινά γινόμαστε μάρτυρες των ολοένα και πιο συχνών πλέον επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στη ζωή μας. Αρκεί η απλή παρατήρηση, στη χώρα μας ή στις γειτονικές χώρες, όπου τις πυρκαγιές και ξηρασίες διαδέχονται τυφώνες και πλημμύρες, όπως μόλις πρόσφατα στην Ισπανία. Ήδη η περιοχή μας, η Μεσόγειος έχει χαρακτηριστεί από τους ειδικούς ως «hotspot» της κλιματικής κρίσης, με τις συνέπειές της να απειλούν όχι μόνο το φυσικό περιβάλλον, αλλά το σύνολο της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, είναι απαραίτητο να υπάρξει συντονισμένη αντίδραση, όχι μόνο σε περιφερειακό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Γιατί, όλοι μας, αργά ή γρήγορα, θα υποστούμε τα αποτελέσματα ης ολιγωρίας ή της απροθυμίας μας να δράσουμε.
Η επιστημονική κοινότητα και οι αρμόδιοι φορείς μας έχουν προ πολλού προειδοποιήσει για τους κινδύνους της ανεπαρκούς κινητοποίησης. Έχουν επίσης υπογραμμίσει ότι το κόστος της αδράνειας είναι πολύ μεγαλύτερο από το κόστος της πρόληψης. Είναι επομένως απαραίτητο να καταστήσουμε ανθεκτικές τις δομές και να ενισχύσουμε την ικανότητα προσαρμογής τους απέναντι στις νέες αυτές κλιματικές συνθήκες.
Ιδιαίτερη αξία αποκτά η ευαισθητοποίηση και η δράση της κοινωνίας των πολιτών, και ιδίως των νέων, παγκοσμίως, η οποία τελευταία συνοδεύεται από σημαντικές αποφάσεις εθνικών, περιφερειακών και διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων, που είτε δικαιώνουν πολίτες που πλήττονται ατομικά από την αδράνεια των χωρών τους, είτε επιβάλλουν στις εθνικές κυβερνήσεις πρόσθετα μέτρα και υποχρεώσεις για την αποτελεσματική καταπολέμηση του φαινομένου. Σε μια σειρά από έννομες τάξεις, όπως η Ολλανδία, η Γαλλία και η Γερμανία, δημιουργείται μια νέα νομολογία, που μοιάζει να λειτουργεί σαν μηχανισμός πίεσης προς τις κυβερνήσεις, με έμφαση στα δικαιώματα των μελλοντικών γενεών. Πρόκειται για ένα μείζον θέμα διαγενεακής ευθύνης τόσο από νομική όσο και από πολιτικο-φιλοσοφική σκοπιά. Η δική μας γενιά δεν έχει το δικαίωμα να στερήσει από τις επόμενες την απόλαυση θεμελιωδών δικαιωμάτων που συνδέονται με το περιβάλλον και μοιραία θα περιοριστούν όσο η κατάσταση επιδεινώνεται.
Η ανθρώπινη αλαζονεία και αυθαιρεσία πρέπει να υποχωρήσει υπέρ μίας ηθικής της ευθύνης και αλληλεγγύης. Όσο ουσιαστικότερα λαμβάνεται υπόψη αυτή η διαχρονική σύνδεση, τόσο σχετικοποιείται η διάκριση μεταξύ ανθρωποκεντρικού και οικοκεντρικούμοντέλου. Το φιλελεύθερο δημοκρατικό μας σύστημα, που ιστορικά προέκυψε με βάση τον ανθρωποκεντρισμό, καλείται να επιδείξει προσαρμοστικότητα και αντοχή, ώστε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της δύσκολης αυτής συγκυρίας. Για τον λόγο αυτό, η ενίσχυση του οικοκεντρικού μοντέλου είναι αναγκαία, προκειμένου ο πολιτισμός μας να συνεχίσει να υπάρχει, υπηρετώντας τις ίδιες ανθρωποκεντρικές αξίες. Οι δύο αυτές προσεγγίσεις αποτελούν τις όψεις του ίδιου νομίσματος, καθώς είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους.
Στους πολιτειακούς φορείς και την ακαδημαϊκή κοινότητα αναλογεί βαρύτερο μερίδιο ευθύνης στη συλλογική προσπάθεια διαμόρφωσης και ενίσχυσης της οικολογικής συνείδησης των πολιτών. Η διαφύλαξη ενός βιώσιμου περιβάλλοντος, που σέβεται τους φυσικούς πόρους και την πολιτισμική μας κληρονομιά, αποτελεί υπαρξιακό στοίχημα για όλους, καθώς και καθήκον και οφειλή μας απέναντι στις μελλοντικές γενιές. Σας ευχαριστώ».