Η συζήτηση για τη μετεγκατάσταση ή μη της ΔΕΘ, για την επανοικοδόμηση ή μη του χώρου της ΔΕΘ, ανοίγει ξανά τη συζήτηση για το μέλλον της πόλης μας. Κατά τη γνώμη μου πολύ ορθά.
Αυτό που σήμερα έχει αξία είναι το μέλλον της Θεσσαλονίκης και δευτερευόντως η εξέλιξη του εκθεσιακού φορέα της ΔΕΘ. Με σοφές επιλογές μπορούν να επιτευχθούν και τα δύο. Με τυφλές επιλογές είναι βέβαιο ότι θα υπονομευθούν και τα δύο.
Η Θεσσαλονίκη έχει ένα ολοκληρωμένο Ρυθμιστικό Σχέδιο στη βάση του οποίου οργανώνεται πολεοδομικά, συγκοινωνιακά, περιβαλλοντικά και λειτουργικά. Το Ρυθμιστικό Σχέδιο είναι προϊόν επιστημονικής μελέτης, κοινωνικής διαβούλευσης και πολιτικού διαλόγου. Αποτελεί το πλαίσιο των δεσμευτικών όρων και κανόνων, μέσα στο οποίο οργανώνεται το πολεοδομικό συγκρότημα.
Κανένα Ειδικό Χωρικό Σχέδιο δεν μπορεί να παραβλέπει ή χειρότερα να ακυρώνει τις προβλέψεις του Ρυθμιστικού Σχεδίου και του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου της Θεσσαλονίκης. Καμία συγκριτική μελέτη βιωσιμότητας ενός φορέα δεν μπορεί να παραβλέπει τους κανόνες και τις προβλέψεις οργάνωσης μιας πόλης.
Προς αυτή την κατεύθυνση η Τοπική Αυτοδιοίκηση έλαβε για το θέμα αυτό της ΔΕΘ μια σειρά ομόφωνων αποφάσεων, και κατά την περίοδο 2000-2010 ως ΤΕΔΚ Θεσσαλονίκης, και την επόμενη περίοδο ως ΠΕΔ-ΚΜ, ενώ το 2008 οι 13 δήμαρχοι της Δυτικής και Βορειοδυτικής Θεσσαλονίκης υπογράψαμε και κοινή ανακοίνωση.
Η ανάπλαση του σημερινού χώρου της ΔΕΘ είναι αδήριτη ανάγκη. Τονίζω τη λέξη ανάπλαση επειδή κάποτε οφείλουμε να δίνουμε στις λέξεις την πραγματική τους έννοια.
Το πολεοδομικό συγκρότημα έχει ζωτική ανάγκη από έναν ελεύθερο σε κοινή χρήση πράσινο χώρο που θα συνδέει το ήδη αναπλασμένο παραλιακό μέτωπο με το Σέιχ-Σου. Έχει ανάγκη από ένα πνεύμονα αναψυχής και πολιτισμού στην καρδιά του πυκνοδομημένου αστικού ιστού. Έχει ανάγκη από ένα εμβληματικό μητροπολιτικό πάρκο που θα προσελκύει τους πολίτες, θα δίνει ευκαιρίες πολιτισμού και αθλητισμού, θα τονώνει τον τουρισμό, θα δημιουργεί οικονομικές δραστηριότητες και νέες επενδυτικές ευκαιρίες, θα
αναβαθμίζει την ποιότητα ζωής των κατοίκων. Αυτή η ανάπλαση είναι και η πρόβλεψη του Ρυθμιστικού Σχεδίου της πόλης.
Η Θεσσαλονίκη, για να ανασάνει, χρειάζεται ένα μεγάλο «πράσινο πέταλο ζωής» που θα λειτουργεί ως προστατευτικός μανδύας. Και η ανάγκη αυτή μπορεί να καλυφθεί μέσα από τη σύνδεση του περιαστικού δάσους (Σέχ-Σου) με το παραλιακό πράσινο μέσω του πρασίνου του πανεπιστημίου και του πρασίνου της ΔΕΘ από τη μια πλευρά, και την επέκτασή του δυτικά συμπεριλαμβάνοντας τις περιοχές του 424ΓΣΝ, του νοσοκομείου Παπαγεωργίου, της Ν.Ευκαρπίας και του ΤΙΤΑΝ, τη νέα εξωτερική περιφερειακή, και θα «κλείνει» στον Θερμαϊκό Κόλπο στην περιοχή Καλοχωρίου.
Είναι οι ιδέες που πρωτοκατέθεσα το 1982-’83, ως πρωτοεκλεγείς τότε δημοτικός σύμβουλος Συκεών. Σύμφωνα με αυτές, σε συνδυασμό με την υπογείωση του Σιδηροδρομικού Σταθμού και των σιδηροδρομικών γραμμών, θα δημιουργηθεί ένα Γραμμικό Δάσος χιλιάδων στρεμμάτων, που θα εξασφαλίσει:
· Ένα τεράστιο πάρκο, ως μια ευεργετική παρέμβαση στο βεβαρημένο περιβάλλον της πόλης μας,
· Μια πράσινη διαδρομή για κατοίκους και επισκέπτες,
· Μια λεωφόρος πρασίνου και αναδιαμόρφωσης του υπαίθριου χώρου, και
· Θα θωρακίσει όλη την πόλη, λειτουργώντας σαν προστατευτικός μανδύας,
· Θα αποτελέσει τόπο αναψυχής και πόλο έλξης τουριστών,
· Θα διασφαλίσει, στην κυριολεξία, το οξυγόνο των πολιτών.
Όχι άλλο τσιμέντο στο κέντρο της πόλης…
Το πυκνοδομημένο κέντρο της πόλης δεν έχει ανάγκη από νέα οικοδόμηση, επιχειρηματικά και εκθεσιακά κέντρα, νέα ξενοδοχεία και πάρα πολύ τσιμέντο. Δεν χρειάζονται ειδικές γνώσεις για να κρίνουμε πως στον χώρο των 175 στρεμμάτων της σημερινής ΔΕΘ, η δόμηση-τσιμεντοποίηση συνολικής επιφάνειας 96 στρεμμάτων, τα κτίρια ύψους 12 έως 32 μέτρων, η διάταξη των νέων κτιρίων, το φαραωνικό υπόγειο πάρκινγκ θα αποτελέσουν την καταστροφή του μοναδικού αξιοποιήσιμου ελεύθερου χώρου της πόλης. Αυτό δεν είναι ανάπλαση.
Η απόδοση, δε, των 50 περίπου στρεμμάτων σε κοινή χρήση, είναι η απόλυτη κοροϊδία που χρυσώνει απλώς το χάπι της τσιμεντοποίησης.
Σε όλες τις μεγαλουπόλεις του κόσμου η προτεραιότητα είναι η δημιουργία χώρων πρασίνου ελεύθερων για κοινή χρήση. Γκρεμίζονται κτίρια και οικοδομικά τετράγωνα και δημιουργούνται πάρκα και χώροι αναψυχής και πολιτισμού. Αξιοποιείται και επαναχρησιμοποιείται ο δημόσιος χώρος. Οχλούσες χρήσεις μεταφέρονται εκτός των πόλεων, ενώ μεγάλες επιχειρηματικές επενδύσεις οργανώνονται στις υποβαθμισμένες περιοχές τους. Χαρακτηριστικότατο παράδειγμα η Βαρκελώνη όπου η μέχρι τότε υποβαθμισμένη πλευρά της πόλης έγινε ο χώρος που φιλοξενεί πλέον το γνωστό Φόρουμ 2004, με εκθεσιακά κέντρα, μητροπολιτικές εγκαταστάσεις, το
συνεδριακό κέντρο της Καταλονίας, επιχειρηματικές δραστηριότητες, χώρους αναψυχής, κ.λπ.
Απέναντι σε αυτή την παγκόσμια τάση και πρακτική εμείς οι «έξυπνοι Έλληνες» ερχόμαστε να τσιμεντοποιήσουμε και να οικοδομήσουμε ελεύθερους χώρους στο όνομα μίας δήθεν ανάπλασης και ανάπτυξης. Όμως με αυτό τον τρόπο τσιμεντοποιούμε οριστικά το μέλλον της ταλαιπωρημένης πόλης μας.
Πλαστό το δίλημμα του διχασμού της πόλης
Το δίλημμα, λοιπόν, ανάπλαση της ΔΕΘ ή όχι δεν υπάρχει, είναι πλαστό και διχάζει ξανά την πόλη. Μια πόλη που πλήρωσε τους διχασμούς της και έχασε λαμπρές χρηματοδοτικές και επενδυτικές ευκαιρίες. Ας θυμηθούμε:
-Μετρό ή τραμ. σήμερα δεν έχουμε ούτε μετρό, ούτε τραμ.
-Επέκταση παλιάς παραλίας ή υποθαλάσσια αρτηρία. σήμερα δεν έχουμε ούτε το ένα, ούτε το άλλο.
Ας μην γίνει, λοιπόν, η ανάπλαση του χώρου της ΔΕΘ ευκαιρία για ένα νέο διχασμό που θα οδηγήσει σε μια ακόμη στασιμότητα.
Και με την ευκαιρία, για όσους παραφράζουν σκοπίμως την ιστορία και θεωρούν πως τα μεγάλα έργα στην πόλη δεν έγιναν επειδή ευθύνονταν πάντα κάποιες μειοψηφίες, να τους θυμίσω πως:
-το σχέδιο επέκτασης της παλιάς παραλίας είχε εγείρει πλήθος επιστημονικών διαφωνιών,
-η καθυστέρηση του μετρό δεν οφείλεται στα αρχαία της Ελ. Βενιζέλου, αλλά στην έλλειψη βούλησης και την πολιτική επιλογή των κυβερνήσεων να μη επενδύσουν πριν από 30 χρόνια στη Θεσσαλονίκη,
-η κατασκευή της εξωτερικής περιφερειακής καθυστέρησε για χρηματοδοτικούς λόγους, και γενικά
-η Θεσσαλονίκη και η ανάπτυξή της δεν αποτέλεσε ποτέ προτεραιότητα των κυβερνώντων.
Όσοι, λοιπόν, χαρακτηρίζουν μειοψηφική την άποψη για τη μετατροπή του χώρου της ΔΕΘ σε μητροπολιτικό πάρκο και τη μετεγκατάσταση της ΔΕΘ δυτικά, όσοι χρησιμοποιούν υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς στην απεγνωσμένη προσπάθεια να στήσουν επιχειρήματα, όσοι κοκορεύονται πως κατέχουν την απόλυτη αλήθεια, σφάλλουν και είναι αυτοί που ρίχνουν νερό στο μύλο του διχασμού.
Εγώ δεν τους κακίζω για την άποψή τους. Θεωρούν, ή όπως λένε «παρατηρούν», πως η τσιμεντοποίηση και οικοδόμηση του χώρου της ΔΕΘ δίνει μέλλον στην πόλη και βελτιώνει την οικονομία και την ποιότητα ζωής.
Άλλοι θεωρούν πως η ΔΕΘ είναι βασικός οικονομικός και πολιτιστικός πνεύμονας της πόλης και αποτελεί ζωτικό όργανο στο σώμα της Θεσσαλονίκης. Θεωρούν πως τα εκθεσιακά και συνεδριακά κτίρια και τα ξενοδοχεία που θα κτιστούν στη θέση των σημερινών εγκαταστάσεων της ΔΕΘ δεν είναι δα και καταστροφή, ενώ έχουν αναγεννησιακό χαρακτήρα για την πόλη.
Επιλέγουν να ιεραρχήσουν ως προτεραιότητα «τη βιωσιμότητα της ΔΕΘ», ενώ έχουν στραμμένη την πλάτη τους στην πόλη και το μέλλον της, κοιτώντας αποκλειστικά την εξέλιξη ενός σημαντικού κατά τα άλλα φορέα.
Να με συγχωρήσουν, όμως, αλλά δεν συμφωνώ, ούτε τους εκχωρώ το δικαίωμα της κατοχής της απόλυτης αλήθειας. Δεν συνηγορώ στο να κρατηθεί ένα ζωτικό όργανο σε ένα νεκρό σώμα, γιατί η σχεδιαζόμενη ανάπλαση της ΔΕΘ θα νεκρώσει το πολύπαθο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Και πολύ περισσότερο δεν επιτρέπεται να χωρίζουν την πόλη σε πολλούς και λίγους.
Όλοι εμείς, που -πιστέψτε με- ούτε λίγοι είμαστε, ούτε μειοψηφία, ούτε γραφικοί «αντιρρησάκηδες», βλέπουμε την πόλη στα μάτια και θέλουμε να της δώσουμε αυτό που της λείπει και της αξίζει. Δεν λειτουργούμε με μία περίεργη ιδιοτέλεια και ιδιοκτησιακή αντίληψη, αλλά υποστηρίζουμε μια ολοκληρωμένη πρόταση που εγγυάται την επίτευξη των κοινών στόχων όλων των στρατηγικών σχεδιασμών για τη Θεσσαλονίκη, που θα περιλαμβάνει:
Α. Την ανάπλαση του χώρου της ΔΕΘ με τη δημιουργία ενός μεγάλου μητροπολιτικού πάρκου-πνεύμονα της πόλης, που θα συνδέει το παραλιακό μέτωπο με το δάσος του Σέιχ-Σου, το οποίο ως ένα «πράσινο πέταλο ζωής» θα αγκαλιάσει την πόλη μέχρι και τη Σίνδο και το Καλοχώρι,
Β. Τον εκσυγχρονισμό της ΔΕΘ που είναι η οργανωτική της ανασύνταξη υπό το πρίσμα των νέων διεθνών εκθεσιακών δεδομένων και τη δημιουργία νέων υποδομών,
Γ. Την αναβάθμιση μιας υποβαθμισμένης περιοχής και τη μετεξέλιξή της σε πόλο επενδύσεων, οικονομικών δραστηριοτήτων και επιχειρηματικών ευκαιριών.
Μειονεκτήματα και πλεονεκτήματα
Υποστηρίζουμε πως τώρα είναι η ώρα για μία συνολική παρέμβαση με πολλαπλά οικονομικά και περιβαλλοντολογικά οφέλη.
Τώρα που υπάρχουν τα χρηματοδοτικά εργαλεία του Ταμείου Ανάκαμψης τα οποία μπορούν να στηρίξουν μια πολλαπλή ανάπλαση για την πόλη.
Τα μειονεκτήματα της σχεδιαζόμενης ανάπλασης της ΔΕΘ είναι πολλά και δυστυχώς μπορούν να είναι μοιραία για την πόλη.
1. Οικοδόμηση και τσιμεντοποίηση επιβαρύνει ακόμη περισσότερο το ήδη επιβαρυμένο περιβάλλον της πόλης. Σύμφωνα με στοιχεία της EUROSTAT, η Θεσσαλονίκη είναι η χειρότερη πόλη με το λιγότερο πράσινο ανά κάτοικο, καταγράφοντας αρνητικά ρεκόρ στην έκταση των χώρων πρασίνου, και καθημερινά απειλείται η ζωή μας από τα καρκινογόνα αιωρούμενα μικροσωματίδια. Ο κοινός νους λέει πως η δημιουργία εκθεσιακών και άλλων συμπληρωματικών εγκαταστάσεων στον χώρο της ΔΕΘ στο κέντρο της πόλης δεν μπορεί να συνάδει με τη δημιουργία ενός μητροπολιτικού πάρκου, που τόσο αναγκαίο είναι.
2. Τα κυκλοφοριακά προβλήματα που καταγράφονται κατά την περίοδο των εκθέσεων, με τα γνωστά μποτιλιαρίσματα σε όλους τους οδικούς άξονες,
και την παράλληλη κατάληψη όλων των πεζοδρομίων από τα οχήματα που καταφθάνουν στην πόλη, όχι μόνο επιβαρύνουν την καθημερινότητα των πολιτών αλλά καθιστά απερίγραπτα δύσκολη κι αυτή τη κίνηση και εξυπηρέτηση των πολιτών κι αυτών των επισκεπτών.
3. Ο κίνδυνος ύπαρξης υψίστης σημασίας και αξίας ρωμαϊκών και βυζαντινών αρχαιοτήτων στον χώρο της ΔΕΘ, όπως θεωρείται μαθηματικά βέβαιο ότι υπάρχει μια πόλη κάτω από την πόλη, θα επαναλάβει το φαινόμενο της Ελ. Βενιζέλου, με αποτέλεσμα το νέο… όραμα να κατακρημνισθεί πριν καν αρχίσει!
Τα πλεονεκτήματα της επιλογής της μετεγκατάστασης της ΔΕΘ είναι συγκεκριμένα και αδιαμφισβήτητα.
1. Η απελευθέρωση του χώρου της ΔΕΘ και η δημιουργία ενός χώρου-πνεύμονα για τη Θεσσαλονίκη, θα αποδειχθεί ζωτικής σημασίας, που θα συνδέσει το παραλιακό μέτωπο με το δάσος του Σέιχ-Σου, θα προσφέρει τη δυνατότητα πολλαπλών εκδηλώσεων και δράσεων αναψυχής και πολιτισμού.
2. Η επιλογή λειτουργίας της ΔΕΘ στη δυτική πλευρά της Θεσσαλονίκης, και συγκεκριμένα στη Σίνδο, εξυπηρετεί ταυτόχρονα και τους δύο μεγάλους στόχους ενός τέτοιου φιλόδοξου οράματος: από τη μια απελευθερώνει χώρο στο κέντρο της πόλης αναβαθμίζοντάς την περιβαλλοντικά, και από την άλλη δημιουργεί ισχυρές βάσεις για την οικονομική ανάπτυξη όλης της ευρύτερης περιοχής, γειτνιάζοντας με τους μεγάλους αρχαιολογικούς προορισμούς Δίον-Πέλλα-Βεργίνα. Η Σίνδος, άλλωστε, αποτελεί το σταυροδρόμι μεταξύ των μεγάλων οδικών αξόνων της ΠΑΘΕ και της Εγνατίας Οδού με το Λιμάνι Θεσσαλονίκης και το σιδηροδρομικό δίκτυο-σταθμό του ΟΣΕ.
3. Η δημιουργία εκθεσιακών εγκαταστάσεων, ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων, μεγάλου συνεδριακού κέντρου 5.000 θέσεων για μεγάλα συνέδρια παγκόσμιου ενδιαφέροντος, η δημιουργία και βελτίωση των συγκοινωνιακών και μεταφορικών υποδομών (μετρό, περιαστικός σιδηρόδρομος, αστική συγκοινωνία) θα αλλάξουν την εικόνα όλης της ευρύτερης περιοχής, θα τονώσουν την οικονομία της, θα ανοίξουν νέες δουλειές, θα βελτιώσουν τις συνθήκες ασφάλειας.
Νέος, σύγχρονος και «ευφυής» φορέας…
Η Θεσσαλονίκη χρειάζεται ένα σύγχρονο, ΜΕΓΑΛΟ, εθνικού χαρακτήρα, εκθεσιακό κέντρο το οποίο μπορεί να προσδώσει αναπτυξιακά πλεονεκτήματα στην ευρύτερη περιοχή. Ταυτόχρονα η Θεσσαλονίκη χρειάζεται ένα «αναπτυξιακό άλμα» στην υποβαθμισμένη δυτική πλευρά της και μια «πράσινη ανάπλαση» στο επιβαρυμένο κέντρο της πόλης.
Η επιλογή της εγκατάστασης της ΔΕΘ στη Σίνδο σε εξασφαλισμένη δημόσια έκταση, κοντά σε κεντρικούς συγκοινωνιακούς άξονες, είναι αυτή που
θα αλλάξει και την εικόνα του κέντρου της Θεσσαλονίκης και την ίδια την ΔΕΘ.
Οι εκθεσιακές ανάγκες και οι αναπτυξιακές προοπτικές ενός εκθεσιακού φορέα, όπως είναι η ΔΕΘ, δεν συνδέονται υποχρεωτικά με το χώρο των εγκαταστάσεων, ο οποίος ουδόλως επηρεάζει την προώθηση των εκθεσιακών και άλλων δραστηριοτήτων.
Πόσο λιγότερη ανάπτυξη θα προσέφερε ένα σύγχρονο εκθεσιακό κέντρο, εκτός του κέντρου της πόλης;
Πόσο λιγότερη επισκεψιμότητα θα είχαν οι εκθέσεις εκτός του κέντρου της πόλης;
Αντίθετα, η δημιουργία εκθεσιακών εγκαταστάσεων και πλήθους άλλων υποδομών εξυπηρέτησης σε ένα χώρο μητροπολιτικού πάρκου ακυρώνει οριστικά τον χαρακτήρα του πράσινου, της αναψυχής και του πολιτισμού.
Η επιλογή λειτουργίας της ΔΕΘ στη δυτική πλευρά της Θεσσαλονίκης είναι «σοφή επιλογή» επειδή στοχεύει στην περιβαλλοντική και οικονομική αναβάθμισή της. Η δημιουργία μεγάλων εκθεσιακών και συνεδριακών εγκαταστάσεων, ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων, συγκοινωνιακών και μεταφορικών υποδομών θα αλλάξουν την εικόνα της περιοχής, θα τονώσουν την οικονομία της, θα ανοίξουν νέες δουλειές, θα βελτιώσουν τις συνθήκες ασφάλειας.
Τα χρηματοδοτικά εργαλεία του «Ταμείου Ανάκαμψης» δίνουν την ευκαιρία να αντληθούν πόροι και να προχωρήσει μια ασφαλής επένδυση χωρίς ρίσκα τύπου ΣΔΙΤ.
Η Θεσσαλονίκη και η ΔΕΘ έχουν την ευκαιρία τους. Ας είμαστε σοβαροί και ας μην κάνουμε μη αναστρέψιμα λάθη που θα πλήξουν ανεπανόρθωτα την πόλη και το μέλλον της.
Το ερώτημα είναι απλό και σαφές: Από τι έχει ανάγκη η Θεσσαλονίκη και ειδικά το κέντρο της πόλης;
Η απάντηση είναι απλή και σαφής: Η πόλη μας χρειάζεται ένα νέο μεγάλο πνεύμονα πρασίνου, ένα μητροπολιτικό πάρκο που θα συνδέει το θαλάσσιο μέτωπο με το δάσος του Σέιχ-Σου και τον μεγάλο αρχαιολογικό και βυζαντινό περίπατο, χρειάζεται ένα «πράσινο πέταλο ζωής» που θα συνεχίσει το πράσινο του Σέιχ-Σου έως τη Σίνδο και το Καλοχώρι, «περνώντας» πάνω από τη νέα περιφερειακή οδό και το ΤΙΤΑΝ.
Η πόλη μας χρειάζεται έναν σύγχρονο και «ευφυή» εκθεσιακό φορέα που θα προσδίδει αναπτυξιακά πλεονεκτήματα και θα παράγει πλούτο σε μια μέχρι σήμερα υποβαθμισμένη δυτική Θεσσαλονίκη και θα διαχέεται σε όλη την πόλη της Θεσσαλονίκης αλλά και σε όλη την Κεντρική Μακεδονία.
Για αυτό και πρέπει να τεθεί πάλι το ζήτημα της διεκδίκησης της EXPO στη δεκαετία του ’30. Είναι το μεγάλο στοίχημα για την Ελλάδα, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλονίκη, που οφείλουμε να διεκδικήσουμε και να πετύχουμε…