Σία Αναγνωστοπούλου στην POLITIC: «Οι διαφωνίες λύνονται πολιτικά κι όχι με διοικητικά μέτρα»

Σία Αναγνωστοπούλου στην POLITIC: «Οι διαφωνίες λύνονται πολιτικά κι όχι με διοικητικά μέτρα»

«Οι διαφωνίες λύνονται πολιτικά κι όχι με διοικητικά μέτρα. Διαφορετικά θα αρχίσουμε το αέναο κυνήγι μαγισσών», υπογραμμίζει, με συνέντευξή της στην POLITIC, η Σία Αναγνωστοπούλου, τασσόμενη κατά των διαγραφών Βίτσα, Σκουρλέτη, Φίλη, Τζουμάκα.

Συνέντευξη στον Γιάννη Συμεωνίδη

Η βουλεύτρια Αχαΐας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, μάλιστα, τονίζει επί προσωπικού πως δεν επιτρέπει σε κανέναν να αμαυρώνει μια πορεία ζωής, αποκαλώντας την υπονομεύτρια ή κομματική αριστοκρατία ή βαρίδι.

Την ίδια ώρα, εμφανίζεται σύμφωνη στο να υπάρξουν ανοιχτοί δίαυλοι συνομιλίας και συνεργασιών με άλλα αριστερά κόμματα – και με το ΠΑΣΟΚ-, επισημαίνοντας, ωστόσο, πως χρειάζεται ανακάτεμα της κοινωνικής τράπουλας από τα κάτω.

Παραλλήλως, κάνει αυτοκριτική για το προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για το οποίο αναφέρει πως ετοιμάστηκε αρκετά αργά και γι’ αυτό η αντιπολιτευτική του τακτική δεν απέκτησε τα χαρακτηριστικά του στρατηγικού σχεδίου ενός αριστερού εκσυγχρονισμού που θα κινητοποιούσε την κοινωνία.

Διαβάστε όλη τη συνέντευξη Αναγνωστοπούλου:

Πιστεύετε ακόμα στην ενότητα του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία; Ποια θεωρείτε πως θα είναι μια επιτυχημένη κατάληξη της προσεχούς Κεντρικής Επιτροπής;

Δεν είναι ζήτημα πίστης για μένα. Είναι ζήτημα πολιτικό η ενότητα, και ως εκ τούτου διαρκής αγώνας για αυτή. Έτσι γίνεται στα κόμματα, ειδικά όταν διανύουν περιόδους κρίσης. Αυτό σημαίνει ότι το συμβόλαιο εμπιστοσύνης στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, το οποίο έχει διαρραγεί και λόγω του σπιράλ ήττας στο οποίο βρισκόμαστε, πρέπει να ανανεωθεί γρήγορα σε ένα συνέδριο, σε βάση πολιτική, ιδεολογική, προγραμματική. Πετυχημένη κατάληξη λοιπόν της ΚΕ θα είναι να πάρει αποφάσεις που θα αφορούν τον οδικό χάρτη προς το Συνέδριο, βγάζοντας με απόφαση εντελώς από το τραπέζι τις διαγραφές. Βγάζοντας από το τραπέζι επίσης τα περί υπονομευτών που έχουν τραυματίσει βαθιά την ενότητα της βάσης του κόμματος. Δεν υπάρχουν στο γονιδιακό αποτύπωμα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ οι διαγραφές (εκτός κι αν πρόκειται για ποινικού χαρακτήρα αδικήματα), ούτε βέβαια οι συνωμοσιολογικές αντιλήψεις για τις ήττες ή τις νίκες. Και δεν υπάρχουν οι διαγραφές για πολιτικές κρίσεις, όσο έντονες κι αν είναι αυτές, όσο κι αν προσωπικά διαφωνώ με το ύφος και σε κάποιες περιπτώσεις με το περιεχόμενό τους, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ συγκροτήθηκε με βάση τις τάσεις ως πεδίο και πολιτικής αντιπαράθεσης. Στην κουλτούρα μας η επίδειξη δύναμης δεν είναι το «έθεσε εαυτόν εκτός κόμματος». Η δύναμη του κόμματος και η ευθύνη του προέδρου του είναι να εγγυάται τα πεδία πολιτικής αντιπαράθεσης, συναίνεσης και κανόνων συντροφικότητας και αλληλεγγύης. Και εδώ η ανανέωση του συμβολαίου μέσα από ένα συνέδριο είναι πολύ σημαντική. Οι διαφωνίες λοιπόν λύνονται πολιτικά και όχι με διοικητικά μέτρα. Διαφορετικά θα αρχίσουμε το αέναο κυνήγι μαγισσών. Προσωπικά για παράδειγμα δεν επιτρέπω σε κανέναν να αμαυρώνει μια πορεία ζωής που έχω (εγώ και πολλοί/ές σύντροφοι/ες μου), αποκαλώντας με υπονομεύτρια ή κομματική αριστοκρατία ή βαρίδι.

Πόσο βιώσιμο είναι η ευρύτερη Αριστερά να εκπροσωπείται από δύο κόμματα γύρω στο 15% και μια Κεντροδεξιάνα βρίσκεται μίλια μακριά; Μήπως πρέπει να ξεκινήσουν άμεσα οι διεργασίες για ενότητα του χώρου;

Η Αριστερά στη χώρα πρέπει να ξανακερδίσει δυναμική πλειοψηφικής κλίσης. Και για να γίνει αυτό πρέπει το ιδεολογικό, πολιτικό και προγραμματικό οπλοστάσιο της Αριστεράς να ξανακερδίσει στο πλαίσιο της κοινωνίας απέναντι σε αυτό της Δεξιάς. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ μπορεί και πρέπει να είναι ο πρωταγωνιστής αυτής της πλειοψηφικής κλίσης. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει απαραίτητα διεργασίες για ενότητα με το ΠΑΣΟΚ, αλλά συμπράξεις από τα κάτω, από την κοινωνία, στα συνδικάτα, στους φορείς, κλπ. Συγχρόνως να υπάρξουν ανοιχτοί δίαυλοι συνομιλίας και συνεργασιών με άλλα αριστερά κόμματα –και με το ΠΑΣΟΚ φυσικά- με κινήματα, με επιστημονικά-τεχνοπολιτικά, καλλιτεχνικά περιβάλλοντα. Χρειάζεται ανακάτεμα της κοινωνικής τράπουλας από τα κάτω. Οι ενότητες κορυφής που δεν κινητοποιούν την κοινωνία δεν μπορούν να φτιάξουν αριστερή πλειοψηφική κλίση.

Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και πριν τις εκλογές παρουσίαζε μια μαύρη εικόνα για την οικονομία και το κράτος δικαίου. Πιστεύετε ότι με την ίδια τακτική μπορείτε να καταφέρετε ένα καλύτερο αποτέλεσμα από το 17,85% του περασμένου Ιουνίου;

Αυτή η εικόνα που παρουσίαζε ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δυστυχώς επιβεβαιώνεται με δραματικό τρόπο μετά το 41% που κέρδισε η ΝΔ στις εκλογές. Έτσι λοιπόν, το ότι έχει υπονομευθεί το κράτος δικαίου στη χώρα δεν αποτελεί «μαύρη» υπερβολή του ΣΥΡΙΖΑ. Αποτελεί πραγματικότητα και συνιστά ρετσινιά για τη χώρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το ερώτημα δεν είναι για το κατά πόσο η κριτική του ΣΥΡΙΖΑ για το κράτος δικαίου ήταν υπερβολική. Αλλά γιατί αυτή η πραγματικότητα δεν κινητοποίησε την κοινωνία; Ποιες είναι οι στρεβλώσεις και οι εμπλοκές στη δημοκρατία που καθιστούν το μείζον θέμα του κράτους δικαίου μη εύκολα επικοινωνήσιμο στην κοινωνία. Πάντως οι νέες αποκαλύψεις για τις υποκλοπές κάνουν το προεκλογικό «μαύρο» του ΣΥΡΙΖΑ να μοιάζει παιχνίδι. Αυτό τελικά που πρέπει να μας απασχολήσει όλους πια είναι αυτός ο θεσμικός κατήφορος της Δεξιάς που πληγώνει τη δημοκρατία.

Τα ίδια περίπου ισχύουν και στην οικονομία. Το μείζον πρόβλημα στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, που οι συνέπειές της είναι εν εξελίξει (ακρίβεια, στεγαστικό, οριζόντια φορολόγηση ελεύθερων επαγγελματιών), κωδικοποιείται ως εξής: η νεοφιλελεύθερη πολιτική της ΝΔ βασίζεται στο δόγμα της ανάπτυξης από τα πάνω. Θα πλουτίσουν ακόμα περισσότερο οι λίγοι και μετά θα υπάρξει διάχυση προς τα κάτω. Αυτή η οικονομική αντίληψη, που απλοϊκά και σχηματοποιήμενα αναφέρω εδώ, είναι απολύτως αποτυχημένη, τουλάχιστον για τους πολλούς. Η λογική του «μοιράσματος» του δημόσιου (και ευρωπαϊκού) χρήματος στους λίγους, η αδιαφάνεια, ο ξέφρενος πλουτισμός των λίγων, ένα παραγωγικό μοντέλο που βασίζεται στον τουρισμό και τις κατασκευές σχεδόν αποκλειστικά, είναι λογική χρεοκοπίας. Πρόκειται για μοντέλο χρεοκοπίας.

Όλη αυτή η κριτική που άσκησε ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ προεκλογικά ίσχυε τότε και ισχύει μετεκλογικά. Αυτό που δεν κάναμε ήταν: πρώτον, με μοχλό το κόμμα να διεισδύσουμε σε συνεννόηση με φορείς, συνδικαλιστικά όργανα, κλπ., να «σπάσουμε» με συζητήσεις και δράσεις τον φαύλο κύκλο της ΝΔ περί ενός «μοιραίου» εκσυγχρονισμού. Να «σπάσουμε» τη λογική του «τόσα μπορούμε να κάνουμε, τόσα κάνουμε», καθώς και τη λογική ότι οι δίαυλοι αντίστασης είναι αναχρονισμός (εργασιακά και συνδικαλιστικά δικαιώματα, κ.λπ.) που εμποδίζουν τον εκσυγχρονισμό. Να «σπάσουμε» λοιπόν στην πράξη τον κυνικό ρεαλισμό που η νεοφιλελεύθερη Δεξιά επιδιώκει να καταστήσει κυρίαρχο δόγμα της κοινωνίας. Να «σπάσουμε» τον φόβο στις αλλαγές.

Αυτό είχε ένα βασικό προαπαιτούμενο: ένα πρόγραμμα μεταρρυθμιστικό, με προτάσεις συγκεκριμένες που θα στόχευαν στην πλήρη αποδόμηση του «μοιραίου» εκσυγχρονισμού της ΝΔ. Αυτό το πρόγραμμα το ετοιμάσαμε αρκετά αργά. Για αυτό η αντιπολιτευτική μας τακτική δεν απέκτησε τα χαρακτηριστικά του στρατηγικού σχεδίου ενός αριστερού εκσυγχρονισμού, χειραφετικού και απελευθερωτικού, που θα κινητοποιούσε την κοινωνία. Έμεινε περισσότερο στο επίπεδο του «μαύρου», αντί να αναδειχθεί η άλλη προοπτική ανασυγκρότησης των θεσμών, της οικονομίας, του κράτους, των πυλώνων του κοινωνικού κράτους.

Δείτε επίσης: ΣΥΡΙΖΑ – Ευ. Αποστολάκης: «Το κόμμα περνάει φάση επώδυνης εγκυμοσύνης»

Loading

Play