«Η συμφωνία με την Αίγυπτο συνιστά έμπρακτη επιβεβαίωση της ακυρότητας του παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου», τονίζει ο Γενικός Γραμματέας της Κ.Ο. της Ν.Δ. Βουλευτής Α΄ Θεσσαλονίκης Σταύρος Καλαφάτης, σε συνέντευξή του στην «Κυριακάτικη Kontra News».
«Αποκρούει την απόπειρα της Άγκυρας και της Λιβύης να υφαρπάξουν και να διαμοιραστούν ένα τεράστιο τμήμα της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και δείχνει το δρόμο της διεθνούς νομιμότητας. Προφανώς, λοιπόν, ενοχλείται και αντιδρά η Άγκυρα. Μπορεί, ωστόσο, να αντιλαμβάνεται ότι κάθε απόπειρα τετελεσμένων θα βρίσκει την απάντηση που της ταιριάζει».
Αναφερόμενος στις προκλήσεις της Άγκυρας και το ενδεχόμενο επανάληψης των διερευνητικών επαφών ο Σταύρος Καλαφάτης, ανάμεσα στα άλλα, τονίζει: «Η απόφασή μας είναι δεδομένη και η αποφασιστικότητα της Κυβέρνησης Μητσοτάκη αδιαμφισβήτητη. Θα κάνουμε ό,τι χρειαστεί για να προασπίσουμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Δεν υποχωρούμε και δεν παραχωρούμε ούτε σπιθαμή από τη γη και τις θάλασσές μας. Και βέβαια δεν αναγνωρίζουμε καμία από τις αυθαίρετες και παντελώς αβάσιμες διεκδικήσεις που απεργάζεται η Τουρκία σαν ταραξίας της γειτονιάς μας. Έχουμε μια και μόνο εκκρεμότητα με τη γειτονική χώρα. Και η εκκρεμότητα αυτή αφορά στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας που βεβαίως θα αφορά και την ΑΟΖ όταν αυτή ανακηρυχθεί. Επομένως το θέμα που πρέπει να τεθεί κατά την επανάληψη των διερευνητικών επαφών -εφόσον συμφωνηθεί η επανάληψή τους- είναι αυτό και μόνο. Απόπειρες της Τουρκίας να εμπλέξει στο διάλογο οποιεσδήποτε μονομερείς διεκδικήσεις δεν μπορεί να γίνουν δεκτές. Δεν θα οδηγούν άλλωστε σε λύση, αλλά σε παράλυση».
Απαντώντας στις αιτιάσεις της Άγκυρας για την αμυντική θωράκιση των νησιών μας, ο Σταύρος Καλαφάτης επισημαίνει: «Είναι δικαίωμα της χώρας που βασίζεται στο άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη των Η.Ε.. Και το δικαίωμα αυτό ούτε εγκαταλείπεται, ούτε παζαρεύεται. Μη ξεχνούν οι γείτονες ότι η θωράκιση ξεκίνησε από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, μετά την εισβολή στην Κύπρο και τις απειλές πολέμου που ήδη εκτόξευαν εναντίον της Ελλάδας. Έγινε ακόμα πιο επιτακτική όταν η Τουρκία συγκρότησε και παρέταξε απέναντι από τα νησιά μας, την 4η Στρατιά, την επιλεγόμενη και Στρατιά του Αιγαίου. Και βέβαια δεν μπορεί ούτε άχνα να βγάζει μετά την ομόφωνη απόφαση της Εθνοσυνέλευσης της για το casus belli».
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης:
Σας προβληματίζει η στάση της Άγκυρας μετά τη συμφωνία Ελλάδας και Αιγύπτου; Ποιος είναι ο στρατηγικός στόχος για τη χώρα μας;
Η συμφωνία με την Αίγυπτο είναι μείζονος εθνικής σημασίας, καθώς λύνει μια εκκρεμότητα που η Ελλάδα έχει θέσει εδώ και 15 χρόνια, ενώ ταυτόχρονα συνιστά έμπρακτη επιβεβαίωση -απόλυτα εναρμονισμένη με τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας -της ακυρότητας του παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου. Αποκρούει την απόπειρα της Άγκυρας και της Λιβύης να υφαρπάξουν και να διαμοιραστούν ένα τεράστιο τμήμα της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και δείχνει το δρόμο της διεθνούς νομιμότητας. Προφανώς, λοιπόν, ενοχλείται και αντιδρά η Άγκυρα. Μπορεί, ωστόσο, να αντιλαμβάνεται ότι κάθε απόπειρα τετελεσμένων θα βρίσκει την απάντηση που της ταιριάζει.
Με ποια ατζέντα πρέπει να προσέλθει η Ελλάδα στο διάλογο με την Τουρκία;
Από το 1973 -όταν έθεσε για πρώτη φορά ζήτημα υφαλοκρηπίδας- έως και πρόσφατα, η Τουρκία εγείρει συνεχώς αυθαίρετες, μονομερείς διεκδικήσεις και προσπαθεί να στήσει ανατολίτικο παζάρι. Απειλεί, προσπαθεί να εκβιάσει τη χώρα μας και επιχειρεί απόπειρες τετελεσμένων γεγονότων. Αυτό προσπάθησε να κάνει και τώρα, αλλά προσέκρουσε στην ψυχραιμία, την αποφασιστικότητα και την κινητοποίησή μας. Η απόφασή μας λοιπόν είναι δεδομένη και η αποφασιστικότητα της Κυβέρνησης Μητσοτάκη αδιαμφισβήτητη. Θα κάνουμε ό,τι χρειαστεί για να προασπίσουμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Δεν υποχωρούμε και δεν παραχωρούμε ούτε σπιθαμή από τη γη και τις θάλασσές μας. Και βέβαια δεν αναγνωρίζουμε καμία από τις αυθαίρετες και παντελώς αβάσιμες διεκδικήσεις που απεργάζεται η Τουρκία σαν ταραξίας της γειτονιάς μας. Λέμε λοιπόν καθαρά ότι έχουμε μια και μόνο εκκρεμότητα με τη γειτονική χώρα. Και η εκκρεμότητα αυτή αφορά στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας που βεβαίως θα αφορά και την ΑΟΖ όταν αυτή ανακηρυχθεί. Επομένως το θέμα που πρέπει να τεθεί κατά την επανάληψη των διερευνητικών επαφών -εφόσον συμφωνηθεί η επανάληψή τους- είναι αυτό και μόνο. Απόπειρες της Τουρκίας να εμπλέξει στο διάλογο οποιεσδήποτε μονομερείς διεκδικήσεις δεν μπορεί να γίνουν δεκτές. Δεν θα οδηγούν άλλωστε σε λύση, αλλά σε παράλυση.
Ενδεχόμενη προσφυγή στη Χάγη εκτός από την υφαλοκρηπίδα ποια άλλα ανοιχτά θέματα πρέπει να αφορά;
Εάν αρχίσουν διερευνητικές επαφές και δεν καταλήξουν σε συμφωνία οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών, οι δύο πλευρές μπορούν να προχωρήσουν στη σύνταξη συνυποσχετικού για την από κοινού παραπομπή του θέματος στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Και το θέμα που εκκρεμεί, που πρέπει να απασχολήσει τις διερευνητικές και μπορεί να παραπεμφθεί από κοινού στο Διεθνές Δικαστήριο είναι μόνο αυτό. Οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών.
Η Τουρκία, ωστόσο, ζητά αποστρατικοποίηση των νησιών του Αιγαίου. Πώς πρέπει να αντιμετωπίσει η χώρα μια τέτοια απαίτηση;
Η αμυντική θωράκιση των νησιών μας είναι δικαίωμα της χώρας που βασίζεται στο άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη των Η.Ε.. Και το δικαίωμα αυτό ούτε εγκαταλείπεται, ούτε παζαρεύεται. Μη ξεχνούν οι γείτονες ότι η θωράκιση ξεκίνησε -και μάλιστα δημοσιοποιήθηκε- από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, μετά την εισβολή στην Κύπρο και τις απειλές πολέμου που ήδη εκτόξευαν εναντίον της Ελλάδας. Έγινε ακόμα πιο επιτακτική όταν η Τουρκία συγκρότησε και παρέταξε στα Μικρασιατικά παράλια, απέναντι από τα νησιά μας, την 4η Στρατιά, την επιλεγόμενη και Στρατιά του Αιγαίου. Και βέβαια δεν μπορεί ούτε άχνα να βγάζει μετά την ομόφωνη απόφαση της Εθνοσυνέλευσης της για το casus belli. Πάει πολύ να απειλούν με πόλεμο και ταυτόχρονα να ζητούν αποστρατικοποίηση.
Μήπως υπήρξε ολιγωρία από τις ελληνικές κυβερνήσεις και φτάσαμε σ’ αυτή την εξέλιξη με την Αγία Σοφία;
Η μετατροπή της Αγιάς Σοφιάς σε τζαμί, το ανοσιούργημα αυτό του Ταγίπ Ερντογάν, θλίβει και εξοργίζει όλους τους Έλληνες, πολύ περισσότερο από κάθε άλλο λαό. Μην κάνουμε, όμως, λάθος. Δεν είναι ένα στενά ελληνοτουρκικό ζήτημα, αλλά μια θρασύτατη πρόκληση που αφορά όλους τους Χριστιανούς, όλο το Δυτικό, όλο τον πολιτισμένο κόσμο. Αυτή είναι η πραγματική διάσταση του θέματος και αυτήν οφείλουμε να αναδείξουμε.
Η κυβέρνηση θα μπορέσει να αντιμετωπίσει από το Σεπτέμβριο τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης που μπορεί να φέρει το β’ κύμα της πανδημίας μετά και τη μεγάλη πληγή στον τουρισμό;
Ήδη οι οικονομικές συνέπειες που προκαλεί η πανδημία του κορονοϊού στη χώρα μας είναι -όπως και σε ολόκληρο τον κόσμο- εξαιρετικά βαθιές. Η παγκόσμια οικονομία βυθίζεται σε μία ύφεση αντίστοιχη της οποίας ο Πλανήτης δεν έχει ζήσει από τη δεκαετία του 1930. Το Α.Ε.Π. της Ευρωζώνης υποχώρησε κατά το β’ τρίμηνο του χρόνου με ρυθμό που ξεπέρασε κάθε προηγούμενη μέτρηση. Θα έχουμε, λοιπόν, και στην Ελλάδα δραματικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη. Και έλλειμμα αντί πρωτογενούς πλεονάσματος στον Προϋπολογισμό. Και βαριές συνέπειες στην απασχόληση καθώς ο Τουρισμός, που δίνει σχεδόν το ένα τέταρτο του εθνικού προϊόντος, καθηλώθηκε κοντά στο τίποτα. Είναι, λοιπόν, προφανές πως θα είναι αβάσταχτο ένα δεύτερο κύμα της πανδημίας. Γι’αυτό, αλλά και -προπάντων μάλιστα- επειδή δεν πρέπει να χαθούν άδικα ανθρώπινες ζωές οφείλουμε όλοι να μπούμε σε κόκκινο συναγερμό απέναντι στον ιό.