Σε μία σειρά από σημαντικά ζητήματα τοποθετήθηκε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέλιος Πέτσας, σε σημερινή συνέντευξη στον τηλεοπτικό σταθμό OPEN.
Αναφορικά με την τουρκική προκλητικότητα, τόνισε: «Είναι προφανές ότι και η ρητορεία, αλλά και οι προκλητικές ενέργειες σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο -και όχι μόνο όσον αφορά την Ελλάδα- ξεφεύγουν από οτιδήποτε έχουμε συνηθίσει εδώ και δεκαετίες. Για αυτό, απαιτείται ψυχραιμία, εγρήγορση και ετοιμότητα από τη δική μας πλευράς και ενεργοποίηση όλων των διπλωματικών και των άλλων εργαλείων που έχει η Ελλάδα -συμπεριλαμβανομένης της αποτρεπτικής της δύναμης- ώστε όλες αυτές οι απειλές να σταματήσουν να εκτοξεύονται και να βρεθεί διέξοδος σε μία ειρηνική διευθέτηση της μίας και μοναδικής διαφοράς που έχουμε με την Τουρκία. Της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών μας».
«Σε κάθε περίπτωση είμαστε έτοιμοι να κάνουμε ό,τι χρειαστεί για να προασπίσουμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα και δεν μας τρομάζει καμία απειλή», υπογράμμισε.
Αναφερόμενος στην ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων σημείωσε ότι η Ελλάδα μιλάει με αρκετές χώρες, όχι μόνο με τη Γαλλία, και πρόσθεσε: «Δυστυχώς, η αμυντική βιομηχανία τα πολλά τελευταία χρόνια δεν είχε τη σημασία που έπρεπε να της δίνουμε. Διαχρονικά είναι ένας πυλώνας πολύ σοβαρός και για την οικονομία και για την άμυνα και θα ενεργοποιηθεί. Θα ενισχυθεί σημαντικά το κονδύλι που έχει να κάνει με την άμυνά μας. Αυτό είναι ξεκάθαρο. Θα έχει μία διάρκεια κάποια έτη και θα υπάρξει συνέπεια στην στήριξη των Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά με σύνεση».
Επίσης ο κ. Πέτσας ξεκαθάρισε ότι ποτέ από επίσημα κυβερνητικά χείλη δεν ειπώθηκε ότι τα αναδρομικά, τα οποία επιδίκασε το ΣτΕ στους συνταξιούχους, ήταν ένας ανασταλτικός παράγοντας για την ενίσχυση της εθνικής μας άμυνας, υπογραμμίζοντας ότι «ο σχεδιασμός είναι τέτοιος ώστε να προχωρήσουμε σε εκείνους τους εξοπλισμούς που φέρνουν πιο γρήγορα την ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας».
Παράλληλα, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος επισήμανε ότι «οι προτάσεις που έχει καταθέσει ο Γ.Γ. του ΝΑΤΟ είναι σε τεχνικό επίπεδο και μελετούνται. Δεν έχει οριστικοποιηθεί καμία συνάντηση, ούτε σε διευρυμένο επίπεδο του ΝΑΤΟ, ούτε σε διμερές» και υπογράμμισε ότι «δεν υπάρχει καμία περίπτωση, ούτε έναρξης διερευνητικών επαφών ούτε οποιασδήποτε συζήτησης, όσο παραμένουν εκεί, είτε το ερευνητικό σκάφος είτε άλλα σκάφη της Τουρκίας».
«Έχουμε πει πολλές φορές ότι η έμπρακτη αποκλιμάκωση δεν μπορεί να είναι στιγμιαία, αλλά πρέπει να έχει συνέχεια και συνέπεια, προκειμένου να αποδείξει η Τουρκία ότι αυτά που λέει τα εννοεί. Δεν μπορεί να αποσύρει σήμερα, για παράδειγμα, το ερευνητικό σκάφος και μετά από μια εβδομάδα να ξαναβγάλει παράνομη NAVTEX και να περιμένουμε ότι όλα θα είναι μια χαρά. Άρα, αυτό που έχει σημασία είναι, η Τουρκία, όχι μόνο να λέει προς τη Γερμανία ή προς άλλες χώρες με τις οποίες συνομιλεί ότι είναι υπέρ του διαλόγου και υπέρ του Διεθνούς Δικαίου, αλλά να το αποδεικνύει στην πράξη» επισήμανε.
Σε ό,τι αφορά τα τουρκικά δημοσιεύματα για μετακίνηση τουρκικών στρατευμάτων στην Αδριανούπολη, ο κ. Πέτσας τα ενέταξε στο πλαίσιο της εσωτερικής προπαγάνδας, λέγοντας ότι δεν επιβεβαιώνεται κάτι τέτοιο, και συμπλήρωσε ότι ο αριθμός που αναφέρεται δεν είναι τέτοιος που μπορεί να έχει μια σημαντική αλλαγή, όσον αφορά την διάταξη των δυνάμεων στον Έβρο.
Τέλος σε ερώτηση για τις ανακοινώσεις του πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος υπογράμμισε ότι «όσοι έχουν πληγεί πιο πολύ από την πανδημία, είτε είναι στον τουρισμό, είτε στην εστίαση, είτε σε άλλους κλάδους που είδαν τον τζίρο τους να μειώνεται πολύ, θα δουν μέτρα, είτε βραχυπρόθεσμα είτε μεσοπρόθεσμα, που θα στηρίξουν το εισόδημά τους ή θα ελαφρύνουν τον οικογενειακό ή τον επιχειρηματικό τους προϋπολογισμό από βάρη φορολογικά και ασφαλιστικές εισφορές. Θα είναι ένα ισχυρό πακέτο ενίσχυσης, το οποίο δεν θα έχει μόνο βραχυπρόθεσμα χαρακτηριστικά, αλλά και μονιμότερα».
«Οι επιχειρήσεις θα δουν πολλά μέτρα που θα στηρίζουν και τη βραχυπρόθεσμη ρευστότητα, αλλά και θα ελαφρύνουν μονιμότερα τον ισολογισμό τους. Έχουμε αποδείξει ότι μέτρα τα οποία δουλεύουν, τα επεκτείνουμε. Η επιστρεπτέα προκαταβολή δούλεψε και γι’ αυτό είχαμε τρεις διαδοχικές φάσεις στις οποίες συμμετείχαν περίπου 90.000 επιχειρήσεις. Θα συνεχίσουμε να χρηματοδοτούμε, μέσω της επιστρεπτέας προκαταβολής, τη ρευστότητα των επιχειρήσεων, για όσον χρόνο χρειαστεί» προσέθεσε.