Τη νέα περιοδική έκθεση «Δι’αυτά πολεμήσαμεν… Αρχαιότητες και Ελληνική Επανάσταση», που εντάσσεται στο πρόγραμμα εορτασμού του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου για την επέτειο των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση, εγκαινίασε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, παρουσία της υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνας Μενδώνη.
«Η άμεση αποδοχή της πρόσκλησής μας να εγκαινιάσετε την έκθεση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου ‘Δι’αυτά πολεμήσαμεν… Αρχαιότητες και Ελληνική Επανάσταση’, δηλώνει πρωτίστως το προσωπικό ενδιαφέρον σας για το ίδιο το μουσείο. ‘Αλλωστε το ενδιαφέρον σας αυτό έχει διατυπωθεί με τον πλέον επίσημο και σαφή τρόπο στην ανάγνωση των προγραμματικών σας δηλώσεων, όταν εμφατικά αναφερθήκατε στο πρόγραμμα αναγέννησης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου ως μέσο αναγέννησης της Αθήνας, ένα σχέδιο το οποίο σας απασχολεί προσωπικά τα τελευταία χρόνια», δήλωσε στον χαιρετισμό της η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, Λίνα Μενδώνη. «Η περιοδική έκθεση αποτελεί την πρώτη εκδήλωση η οποία διοργανώνεται για τον εορτασμό των 200 ετών από την έναρξη της Επανάστασης του 1821. Του μακροχρόνιου και επώδυνου αγώνα των Ελλήνων εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με σκοπό την αποτίναξη του μακραίωνου ζυγού, την απελευθέρωση του έθνους και τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους. Για τον λόγο αυτό το 2021 αποτελεί ένα εξαιρετικό σημαντικό ορόσημο για τον Ελληνισμό», πρόσθεσε, μεταξύ άλλων, η υπουργός.
«Η έκθεση που εγκαινιάζεται σήμερα σχεδιάστηκε για να τιμήσει τη μεγάλη επέτειο της εθνικής μας παλιγγενεσίας. Ο τίτλος δανείζεται το γνωστό απόφθεγμα του στρατηγού Μακρυγιάννη, καθώς το μουσειολογικό αφήγημα αποκαλύπτει πτυχές της πολυσήμαντης σχέσης των αρχαιοτήτων με την ελληνική επανάσταση», δήλωσε, μεταξύ άλλων, η διευθύντρια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, Μαρία Λαγογιάννη, στον δικό της χαιρετισμό, αναφερόμενη στην έκθεση όπου «τα αρχαία έργα από τις συλλογές του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου συνδιαλέγονται με νεότερες δημιουργίες του 18ου και 19ου αιώνα, φωτίζοντας την περιπετειώδη συνύπαρξη του αρχαίου χρόνου με τη νεότερη εποχή». Μετά τους χαιρετισμούς που έλαβαν χώρα στην αίθουσα βωμού του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, ο πρωθυπουργός, που συνοδευόταν από τη σύζυγό του, Μαρέβα Γκραμπόφσκι – Μητσοτάκη, εγκαινίασε την έκθεση και ξεναγήθηκε στους χώρους της από την κ. Λαγογιάννη.
Η έκθεση εστιάζει στην πολυσήμαντη σχέση του ελληνικού λαού με τις αρχαιότητες, με το γνωστό απόφθεγμα του στρατηγού Ιωάννη Μακρυγιάννη να προτάσσεται στον τίτλο της, δεδομένου ότι ο αγώνας για την ελευθερία θεμελιώθηκε όχι μόνο στην απαίτηση του ελληνικού λαού για ανεξαρτησία, αλλά και στα ιστορικά του δικαιώματα πάνω στα απαράμιλλα έργα των αρχαίων προγόνων. Συνολικά 26 επιλεγμένες αρχαιότητες (22 μαρμάρινα γλυπτά και ανάγλυφα, δύο πήλινα αγγεία, δύο χάλκινα ειδώλια) από τις συλλογές του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου παρουσιάζονται σε έναν εκλεκτικό «διάλογο» με 26 νεότερα έργα του 18ου και 19ου αιώνα, στην πλειονότητά τους από Ευρωπαίους δημιουργούς. Πρόκειται για οκτώ ζωγραφικά έργα (ελαιογραφίες και υδατογραφίες), 11 λυτά χαρακτικά, τέσσερις εικονογραφημένες εκδόσεις και τρία τέχνεργα των διακοσμητικών τεχνών, προσωρινά δάνεια από τη Βιβλιοθήκη και τη Συλλογή Έργων Τέχνης της Βουλής των Ελλήνων, το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, το Μουσείο Μπενάκη, το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών-Ίδρυμα Βούρου-Ευταξία, την Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου, τη Συλλογή Stephan Adler και τη Συλλογή Μιχάλη και Δήμητρας Βαρκαράκη.
Η έκθεση διαρθρώνεται σε τέσσερα μέρη. Στο πρώτο μέρος παρατίθενται πληροφορίες και τεκμήρια για τα επαναστατικά κινήματα που προηγήθηκαν τον 17ο και 18ο αιώνα, καθώς και για την ιδεολογική προετοιμασία του αγώνα, κατά την οποία οι αναφορές στο αρχαίο παρελθόν και στην ιστορική συνέχεια του έθνους αποτέλεσαν σταθερή συνιστώσα. Το δεύτερο μέρος σχολιάζει το φαινόμενο της διαρπαγής αρχαιοτήτων, ως μία από τις όψεις με τις οποίες η αρχαιοφιλία επέδρασε στη γνωριμία της Δύσης με την ελληνική αρχαιότητα προεπαναστατικά, έχοντας ολέθριες επιπτώσεις όμως στην ακεραιότητα των μνημείων.
Το τρίτο μέρος παρουσιάζει το φαινόμενο του φιλελληνισμού, που στην προσπάθεια ευαισθητοποίησης της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης αξιοποίησε στην τέχνη οπτικές αναφορές και εικονογραφικά μοτίβα του αρχαίου κόσμου, ενώ στο τέταρτο μέρος κυριαρχεί η μέριμνα των Ελλήνων ήδη από την επαναστατική περίοδο να δημιουργήσουν τους θεσμούς που θα διαφυλάξουν και θα προστατεύσουν τα αρχαία μνημεία, συμβάλλοντας στην περαιτέρω μελέτη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.
Την έκθεση –η οποία ολοκληρώνεται με τη θεϊκή μορφή της Νίκης, εμβληματικό σύμβολο του επιτυχούς αγώνα– συμπληρώνουν ψηφιακές προβολές που παρουσιάζουν τοπία της προεπαναστατικής Ελλάδας, συνοδευόμενες από κείμενο του Σατωβριάνδου, ένθερμου υποστηρικτή του ελληνικού ζητήματος, που με τον γλαφυρό του λόγο σχολιάζει την αρμονική σχέση του φυσικού τοπίου με τις αρχαιότητες.