Δ. Στρατούλης στην Politic: Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε την πολιτική αξιοπιστία του – Η Ριζ. Αριστερά να βρει κοινό βηματισμό στη βάση ενός προγράμματος

Δ. Στρατούλης στην Politic: Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε την πολιτική αξιοπιστία του – Η Ριζ. Αριστερά να βρει κοινό βηματισμό στη βάση ενός προγράμματος

Ο πρώην Υπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης και νυν Γραμματέας της Λαϊκής Ενότητας – Ανυπότακτης Αριστεράς κ. Δημήτρης Στρατούλης παραχώρησε συνέντευξη στο Politic.gr, με αφορμή το νέο του βιβλίο με τίτλο “8 μήνες που συντάραξαν την Ελλάδα, Ιανουάριος-Αύγουστος 2015” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος.

Συνέντευξη: Χρίστος Φιλιππούδης

Όπως αναφέρει στην εισαγωγή του βιβλίου του ο πρώην υπουργός της πρώτης κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ το βιβλίο αυτό «δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα το οποίο αναφέρεται σε κάποια εικονική χώρα και σε ένα φανταστικό λαό. Αναφέρεται σε δραματικά ιστορικά γεγονότα, που έγιναν το πρώτο οχτάμηνο του 2015 σε μια πραγματική χώρα, την Ελλάδα…».

Ο κ. Δ. Στρατούλης αναφερόμενος στην διαπραγμάτευση και τελικά την συνθηκολόγηση με τους δανειστές τόνισε ότι: «Η ελληνική κυβέρνηση και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ διέθεταν, πολιτικά και οικονομικά εργαλεία διαπραγμάτευσης, που δεν αξιοποίησαν» καθώς και «εναλλακτική πολιτική, που δεν την προώθησαν», διευκρινίζοντας πως «η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, είχε ως πολιτική επιλογή τη μη προετοιμασία και εφαρμογή ενός “σχεδίου Β”» ενώ κάνει λόγο και σε «σταδιακή ‒αρχικά αργή και στη συνέχεια επιταχυνόμενη– συστημική στροφή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ», η οποία είχε αρχίσει ήδη μετά τις εκλογές του 2012.

Ο πρώην υπουργός διατυπώνει την άποψη ότι «εναλλακτικές λύσεις στα μνημόνια υπήρχαν, και, μάλιστα, όχι μόνο μία» αλλά καταλόγισε έλλειψη πολιτικής βούλησης από την τότε κυβέρνηση να την προωθήσει και να πείσει το λαό να την υποστηρίξει. Παράλληλα τονίζει ότι «επέλεξε να συμμαχήσει με τις μνημονιακές πολιτικές δυνάμεις, γυρίζοντας την πλάτη στο πιο ριζοσπαστικό κομμάτι του κόμματος».

Στην ερώτηση αν θα είχε αποφευχθεί το τρίτο μνημόνιο αν αντί τους ΑΝ.ΕΛ συμμετείχε το ΚΚΕ στην κυβέρνηση της “πρώτης φορά Αριστεράς” κρατώντας διαφορετική στάση του στο δημοψήφισμα απάντησε πως «η ευθύνη βαρύνει αποκλειστικά το ΚΚΕ, αφού από την αρχή της ανάπτυξης των αντιμνημονιακών κοινωνικών αγώνων κράτησε απόσταση από αυτούς», καθώς και ότι δεν συνέβαλλε στη ριζοσπαστικοποίηση και αποτελεσματικότητά των κοινωνικών αγώνων. Ο κ. Στρατούλης θεωρεί ότι η άρνηση οποιασδήποτε πολιτικής επαφής του ΚΚΕ όχι μόνο με το ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και την αριστερή πτέρυγά του, αλλά και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αποδυνάμωσε την πολιτική πίεση που ασκούνταν στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να μη συνθηκολογήσει με τους δανειστές ενώ καταλήγει πως «η ηγεσία του ΚΚΕ συμπεριφερόταν σαν να επιθυμούσε τη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ, για να δικαιωθεί η αρνητική άποψή του γι’ αυτόν και για το αντιμνημονιακό κίνημα».

Παράλληλα ο Γραμματέας της Λαϊκής Ενότητας – Ανυπότακτης Αριστεράς χαρακτηρίζει ταπεινωτική και καταστροφική πολιτικά και κοινωνικά τη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ καθώς έχασε την πολιτική αξιοπιστία του ως δύναμη της Αριστεράς, διασπάστηκε, μεταλλάχτηκε και ενσωματώθηκε πλήρως στη λογική του συστήματος ενώ καλλιέργησε «αίσθημα ήττας και απογοήτευσης στα κοινωνικά κινήματα στην Ελλάδα και διεθνώς».

Για την Λαϊκή Ενότητα ανέφερε ότι δυσκολεύτηκε να γίνει πολιτικά αναγνωρίσιμη και να προβάλει επαρκώς την εναλλακτική πρότασή της καθώς και πως συκοφαντήθηκε από τις συστημικές δυνάμεις ως «κόμμα της δραχμής» ενώ επισημαίνει πως «παρότι ηττήθηκε εκλογικά, άφησε ως αγωνιστική παρακαταθήκη στο λαό και στη νεολαία το παράδειγμα του ασυμβίβαστου αγώνα και ζωντανή την ελπίδα ανατροπής».

Για τη συνεργασία των αριστερών δυνάμεων ο κ. Στρατούλης είπε ότι: «Η ΛΑΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ – ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ θεωρεί ότι οι δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Ριζοσπαστικής Αριστεράς πρέπει να βρουν ένα κοινό ενωτικό κινηματικό, πολιτικό και εκλογικό βηματισμό και να απευθυνθούν για συνεργασία και στις δυνάμεις της κοινοβουλευτικής Αριστεράς (ΚΚΕ, ΜΕΡΑ25), στη βάση ενός κοινού προγράμματος για τα άμεσα προβλήματα του λαού, διατηρώντας η κάθε μία πολιτική δύναμη την οργανωτική, πολιτική και ιδεολογική αυτοτέλειά της».

Ο κ. Στρατούλης ανέφερε για την ΕΕ και την Ευρωζώνη, ότι: «δεν μπορούν να μεταρρυθμιστούν αλλά με τον αγώνα των λαών, να ανατραπούν και να διαμορφωθεί ένα νέο πλαίσιο σχέσεων ισότιμης συνεργασίας ανεξάρτητων και κυρίαρχων χωρών και λαών της Ευρώπης, ώστε από τη σημερινή αντιδραστική ΕΕ να πάμε στην Ευρώπη της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού». Καταλήγοντας εξέφρασε την ανάγκη συγκρότησης στην Ευρώπη ενός πολιτικού ρεύματος, που θα δώσει προοδευτική-αριστερή διέξοδο και δε θα επιτρέπει στην ακροδεξιά και σε αστικές δυνάμεις να τα εκμεταλλεύονται πολιτικά και εκλογικά.

Διαβάστε αναλυτικά ολόκληρη τη συνέντευξη:

Πως οδηγηθήκαμε από το αίτημα για ακύρωση των μνημονίων λιτότητας στη συνθηκολόγηση με τους δανειστές, πότε πρωτοσκεφτήκατε ότι ίσως να οδηγούμασταν εκεί;

Αυτό, που απέτυχε και ηττήθηκε ήταν η «διαπραγματευτική» στρατηγική και τακτική της ελληνικής κυβέρνησης και της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στους δανειστές. Διαπραγματεύτηκαν με αυτούς χωρίς να αμφισβητούν τους κανόνες της ΕΕ, την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους, την Ευρωζώνη και το ευρώ, χωρίς να θεσπίσουν άμεσα έλεγχο κίνησης κεφαλαίων για να μη βγάζουν οι ολιγάρχες τις καταθέσεις τους στο εξωτερικό. Υποτίμησαν και δεν αξιοποίησαν τη λαϊκή παρέμβαση και παράκαμψαν τα συλλογικά όργανα του ΣΥΡΙΖΑ.

Η ΕΕ και το ΔΝΤ ως δανειστές χρησιμοποίησαν σε βάρος της ελληνικής κυβέρνησης εκβιαστικές πολιτικά και οικονομικά πρακτικές, για να μην ακυρώσει τα μνημόνια της λιτότητας, που, όπως παραδέχθηκαν αργότερα, ωφέλησαν, κυρίως, τις μεγάλες γερμανικές και γαλλικές τράπεζες σε βάρος του ελληνικού λαού. Η ελληνική κυβέρνηση και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ διέθεταν, όμως, πολιτικά και οικονομικά εργαλεία διαπραγμάτευσης, που δεν αξιοποίησαν, και εναλλακτική πολιτική, που δεν την
προώθησαν. Η τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να προσδιορίσει ένα «σχέδιο Α» κι ένα «σχέδιο Β» (αναστολή αποπληρωμής του δημόσιου χρέους, λογιστικός έλεγχός του, σύγκρουση και ενδεχόμενη ρήξη με την Ευρωζώνη και άλλα). Το «σχέδιο Α» θα ήταν το πρώτο που θα επιχειρούσε να εφαρμόσει και το «σχέδιο Β» η λύση έκτακτης ανάγκης, εάν οι δανειστές εμπόδιζαν την εφαρμογή του «σχεδίου Α». Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, όμως, είχε ως πολιτική επιλογή τη μη προετοιμασία και εφαρμογή ενός «σχεδίου Β». Αγκιστρώθηκε στο «σχέδιο A» (πρόγραμμα Θεσσαλονίκης), που, τελικά, ούτε αυτό εφάρμοσε. Επίσης, εγκλωβίστηκε στην προσπάθειά της για αξιοποίηση των εσωτερικών διάφορών, που κάθε φορά εφεύρισκαν, μεταξύ των δανειστών, της ΕΕ και του ΔΝΤ, ενώ αυτοί είχαν κοινή στρατηγική να την υποτάξουν ταπεινωτικά.  Η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να εφαρμόσει το πρόγραμμά της, να θέσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τη διακοπή αποπληρωμής του δημόσιου χρέους από το Φεβρουάριο του 2015, που από τότε οι δανειστές διέκοψαν τη χρηματοδότηση της χώρας, και την απειλή εξόδου από την Ευρωζώνη, ως διαπραγματευτικά εργαλεία, που θα έθεταν σε διακινδύνευση θεμελιώδη συμφέροντά τους, ώστε να διασφάλιζε μια νέα πορεία. Δεν έκανε τίποτε από αυτά. Γι’ αυτό ο ισχυρισμός της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ ότι «δεν υπήρχε εναλλακτική λύση πέρα από τη συνθηκολόγηση» είναι αβάσιμος. Η σταδιακή ‒αρχικά αργή και στη συνέχεια επιταχυνόμενη– συστημική στροφή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ άρχισε μετά τις εκλογές του 2012 και την ανάδειξή του ως αξιωματική αντιπολίτευση. Από τότε είχα σοβαρές ανησυχίες για την εξέλιξή του.

Αν όχι μνημόνιο ποια θα ήταν η επόμενη μέρα, έξοδος από το ευρώ, δραχμή, διπλό νόμισμα ή κάτι άλλο;

Εναλλακτικές λύσεις στα μνημόνια υπήρχαν, και, μάλιστα, όχι μόνο μία. Η Αριστερή Πλατφόρμα και άλλα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ζητούσαν από την κυβέρνηση τον Ιούλιο – Αύγουστο 2015, με παρεμβάσεις τους σε όλα τα συλλογικά κομματικά και κυβερνητικά όργανα, να μην υπογράψει το 3ο Μνημόνιο. Αντίθετα, να προωθήσει διακοπή αποπληρωμής και βαθιά διαγραφή του δημόσιου χρέους, την έξοδο από το ευρώ, την έκδοση εθνικού νομίσματος και την εφαρμογή ενός αντιμνημονιακού φιλολαϊκού προγράμματος. Αυτά είχαν προταθεί από την Αριστερή Πλατφόρμα στη συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ το 2012, στο ιδρυτικό συνέδριό του το 2013 και σε συνεδριάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου και της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ το πρώτο οκτάμηνο του 2015, αλλά ο Πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας και την περί αυτόν ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τα απέρριπτε. Η τεχνική-οικονομική επεξεργασία αυτής ή όποιας άλλης εναλλακτικής πρότασης δεν ήταν τεχνικο-ερευνητικό ζήτημα, αλλά καθαρά πολιτικό. Όμως, δεν υπήρχε η πολιτική βούληση από την τότε κυβέρνηση να την προωθήσει και να πείσει το λαό να την υποστηρίξει. Στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είχε επίσης προταθεί και μια άλλη αντιμνημονιακή διέξοδος, εάν δεν ήθελε να ακολουθήσει την ολοκληρωμένη πρόταση της Αριστερής Πλατφόρμας, επικαλούμενη ότι δεν είχε λαϊκή νομιμοποίηση για έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Είχε, λοιπόν, προταθεί από στελέχη της ΑΡΙΣΤΕΡΗΣ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑΣ – και όχι μόνο -στον Πρωθυπουργό να προκηρύξει εκλογές και να πει προεκλογικά την αλήθεια στο λαό, ότι τα μνημόνια της λιτότητας πάνε πακέτο με το ευρώ και ότι για να τερματιστούν είναι αναγκαία η έξοδος της χώρας από την Ευρωζώνη, η έκδοση εθνικού νομίσματος, η διακοπή αποπληρωμής του δημόσιου χρέους και η εφαρμογή ενός αντιμνημονιακού φιλολαϊκού προγράμματος. Δηλαδή, προτάθηκε παραίτηση της κυβέρνησης και προκήρυξη εκλογών, με αυτό το πολιτικό διακύβευμα. Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδιζε τις εκλογές, θα είχε φρέσκια λαϊκή εξουσιοδότηση για ρήξη, που θα μπορούσε να σημαίνει και έξοδο από την Ευρωζώνη. Εάν τις έχανε, θα παρέμενε ένα ισχυρό αριστερό κόμμα, που δε θα είχε υπογράψει και ψηφίσει μνημόνιο και θα συνέχιζε να αντιπολιτεύεται τις μνημονιακές πολιτικές. Έτσι, θα αποτρεπόταν η διάσπαση και η απώλεια πολιτικής αξιοπιστίας του, θα διασφαλιζόταν η συνέχιση των κοινωνικών αγώνων και δε θα ζημιωνόταν πολιτικά η Αριστερά σε όλη την Ευρώπη. Θα παρέμενε ζωντανή η ελπίδα, ότι υπάρχει εναλλακτική πολιτική και, πιθανόν, ο ΣΥΡΙΖΑ να επανερχόταν, αργότερα, στην κυβέρνηση, με τους αγώνες και την ψήφο του λαού, για να αναστρέψει τις καταστροφικές μνημονιακές συνέπειες.

Ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και Πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας απέρριψε και αυτή την πρόταση, απαντώντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διέθετε πρόσφατη λαϊκή νομιμοποίηση. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στην πιο κρίσιμη στιγμή της διαπραγμάτευσης, μπροστά στο αδιέξοδο στο οποίο έφτασε, όχι μόνο με ευθύνη των δανειστών, αλλά και με δική της, επέλεξε να συμμαχήσει με τις μνημονιακές πολιτικές δυνάμεις, γυρίζοντας την πλάτη στο πιο ριζοσπαστικό κομμάτι του κόμματος, που, εκτός των άλλων, είχε συμβάλει τα μέγιστα στην εκλογική νίκη του και στην υλοποίηση του κυβερνητικού προγράμματος το πρώτο εξάμηνο του 2015. Μετάτρεψε το υπερήφανο λαϊκό δημοψηφισματικό ΟΧΙ σε ταπεινωτικό ΝΑΙ, εξιδανίκευσε την υποταγή της στους δανειστές, δαιμονοποίησε όλους τους εσωκομματικά διαφωνούντες και οδήγησε σε διάσπαση το κόμμα, έχοντας ως βασική προτεραιότητα να συνεχίσει να κυβερνά, με αποτέλεσμα να πράξει ως κυβέρνηση τα ίδια με τις προηγούμενες μνημονιακές
κυβερνήσεις.

Στο βιβλίο σας τονίζετε ότι: “εάν η κυβέρνηση που προέκυψε τον Ιανουάριο του 2015 ήταν όλης της Αριστεράς και όχι τον ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, τότε τα πράγματα, πιθανότατα, θα μπορούσαν να πάνε αλλιώς”. Πιστεύετε ότι, αν αντί τους ΑΝ.ΕΛ συμμετείχε το ΚΚΕ στην κυβέρνηση της “πρώτης φορά Αριστεράς” και η στάση του στο δημοψήφισμα ήταν διαφορετική, θα είχε αποφευχθεί το τρίτο μνημόνιο, θα οδηγούμασταν σε διαφορετικές εξελίξεις και ποιες θα ήταν αυτές ή τελικά δικαιώθηκε η στάση του απέναντι στο δημοψήφισμα;

Η πολιτική πρόταση για συνεργασία των δυνάμεων της Αριστεράς για μια αντιμνημονιακή και ανεξάρτητη από την Ευρωζώνη διακυβέρνηση, που θα στήριζε και θα στηριζόταν από τους αγώνες του λαού εκείνης της περιόδου για μια πολιτική ανατροπή, που θα οδηγούσε εκ των πραγμάτων σε ρήξη με τους δανειστές, ήταν σωστή. Η μνημονιακή συνθηκολόγηση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, δεν ήταν από την αρχή δεδομένη. Θα κρινόταν στην πορεία από τη σύνθεση της αριστερής κυβέρνησης, τη λαϊκή παρέμβαση, την εσωκομματική και εσωκυβερνητική διαπάλη, τη διεθνή αλληλεγγύη, τους συσχετισμούς δυνάμεων κλπ. Για την έλλειψη συνεργασίας της Αριστερής Πλατφόρμας του ΣΥΡΙΖΑ με το ΚΚΕ, η ευθύνη βαρύνει αποκλειστικά το δεύτερο, αφού από την αρχή της ανάπτυξης των αντιμνημονιακών κοινωνικών αγώνων κράτησε απόσταση από αυτούς, παρότι με την οργανωτικότητα, την ιδεολογική και πολιτική σταθερότητα και τις ιστορικές αγωνιστικές εμπειρίες του θα μπορούσε να συμβάλει στη ριζοσπαστικοποίηση και αποτελεσματικότητά τους. Η άρνηση οποιασδήποτε πολιτικής επαφής του ΚΚΕ όχι μόνο με το ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και την αριστερή πτέρυγά του, αλλά και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αποδυνάμωσε την πολιτική πίεση που ασκούνταν στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να μη συνθηκολογήσει με τους δανειστές. Η ηγεσία του ΚΚΕ συμπεριφερόταν σαν να επιθυμούσε τη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ, για να δικαιωθεί η αρνητική άποψή του γι’ αυτόν και για το αντιμνημονιακό κίνημα.

Στο βιβλίο σας αναφέρεστε επίσης και σε μια αινιγματική δήλωση, λίγο μετά το δημοψήφισμα, του τότε προέδρου της Ν.Δ κ. Μεϊμαράκη πως «Εαν δεν έρθει η συμφωνία, θα παρέμβουν οι δυνάμεις της αστικής τάξης, θα απαντήσουμε πολύ διαφορετικά οι πολίτες της δημιουργίας». Επειδή τότε ακούστηκε και το σενάριο του κινδύνου στρατιωτικού πραξικοπήματος, τι πιστεύετε ότι εννοούσε ο κ. Μεϊμαράκης;

Οι δυνάμεις της αστικής τάξης, εάν η κυβέρνηση σεβόταν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, δε θα μπορούσαν να κάνουν στρατιωτικό πραξικόπημα, με απέναντί τους το 62% του ελληνικού λαού, που είχε ψηφίσει ΟΧΙ σε νέο μνημόνιο, και την παγκόσμια κοινή γνώμη. Αυτή η δήλωση, όμως, αξιοποιήθηκε από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, για να δικαιολογήσει εσωκομματικά τη συνθηκολόγησή του.

Πως είδατε την μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ, μετά την υπογραφή του τρίτου μνημονίου και την διάσπαση του κόμματος, κάποιοι κάνουν λόγο για επιστροφή στο ρεαλισμό, αποδέχεστε αυτή την οπτική;

Όχι δεν ήταν επιστροφή στο ρεαλισμό, αλλά ταπεινωτική και καταστροφική πολιτικά και κοινωνικά συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτός έχασε την πολιτική αξιοπιστία του ως δύναμη της Αριστεράς, διασπάστηκε, μεταλλάχτηκε και ενσωματώθηκε πλήρως στη λογική του συστήματος. Στο λαό και, ιδιαίτερα, στη νεολαία επικράτησε κλίμα βαθιάς απογοήτευσης και πολιτικής αποστράτευσης. Η κοινωνία συντηρητικοποιήθηκε. Η ΝΔ ανέκτησε την πολιτική ηγεμονία και επανήλθε στη διακυβέρνηση τον Ιούλιο του 2019, κερδίζοντας τρεις εκλογικές αναμετρήσεις (Ευρωεκλογές, Αυτοδιοικητικές και Βουλευτικές Εκλογές). Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, υιοθετώντας το επιχείρημα των συστημικών πολιτικών δυνάμεων ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση στο νεοφιλελευθερισμό («Τhere is no alternative» ‒T.I.N.A.), αποδυνάμωσε τα κοινωνικά κινήματα αντίστασης, ανυπακοής και αμφισβήτησης της αστικής πολιτικής ηγεμονίας, που γεννήθηκαν στα πρώτα μνημονιακά χρόνια. Προς μεγάλη, βέβαια, ανακούφιση των δανειστών, των εγχώριων αστικών δυνάμεων και των πολιτικών εκφραστών τους, που έβλεπαν να απομακρύνεται ο κίνδυνος μιας ανατροπής στην Ελλάδα, που θα αποτελούσε θετικό παράδειγμα και για άλλους λαούς και απειλή για τα νεοφιλελεύθερα θεμέλια ΕΕ και Ευρωζώνης. Γι’ αυτό, ο τότε Πρόεδρος της Γαλλίας Ολάντ και ο τότε Πρόεδρος του Eurogroup Ντάισελμπλουμ αργότερα ευχαρίστησαν τον Αλ. Τσίπρα, γιατί με τη συνθηκολόγησή του έσωσε το ευρώ. Η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ οδήγησε στην καλλιέργεια αισθήματος ήττας και απογοήτευσης στα κοινωνικά κινήματα στην Ελλάδα και διεθνώς. Για τις αριστερές δυνάμεις ορισμένων χωρών της ΕΕ, που εκείνη την περίοδο διεκδικούσαν τη λαϊκή ψήφο για να κυβερνήσουν (Podemos, Ανυπότακτη Γαλλία και άλλες) και να εφαρμόσουν ένα προοδευτικό-φιλολαϊκό πρόγραμμα, η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ λειτούργησε ανασχετικά, είτε ανατρέποντας σε βάρος τους τον πολιτικό συσχετισμό είτε εξωθώντας τες προς δεξιά στροφή.  Στην Ελλάδα, ακόμα και αριστερές δυνάμεις (ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ) που δε συμμετείχαν στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ή και δυνάμεις που αποχώρησαν από το ΣΥΡΙΖΑ (Λαϊκή Ενότητα και άλλες) πλήρωσαν και πληρώνουν πολιτικά και εκλογικά τις μνημονιακές αντικοινωνικές πολιτικές που η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ προωθούσε την περίοδο 2015-2019 στο όνομα δήθεν της Αριστεράς, συκοφαντώντας έτσι όλες τις δυνάμεις της.

Γιατί πιστεύετε ότι η Λαϊκή Ενότητα δεν κατάφερε τότε να πείσει τους πολίτες; Θα μπορούσε να δημιουργήσει “εκλογικό ρεύμα” σε εκείνες τις εκλογές;

Η Λαϊκή Ενότητα συγκροτήθηκε ως μετωπικός πολιτικός φορέας με την ανακοίνωση των εκλογών για τις 20/9/2015. Πάλεψε μέσα σε 20 μόνο ημέρες μέχρι τις εκλογές, έχοντας απέναντί της όλες τις δυνάμεις του εγχώριου και του ευρωπαϊκού πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου. Δυσκολεύτηκε να γίνει πολιτικά αναγνωρίσιμη, να προβάλει επαρκώς την εναλλακτική πρότασή της, ιδιαίτερα για την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, και συκοφαντήθηκε από τις συστημικές δυνάμεις ως «κόμμα της δραχμής». Ευρύτερα λαϊκά στρώματα δεν είχαν αντιληφθεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μεταλλάχθηκε μνημονιακά και συστημικά. Επίσης, ένα μεγάλο μέρος αυτών που ψήφισαν ΟΧΙ στο δημοψήφισμα μετά την ταπεινωτική συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ θεώρησαν ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση και ακολούθησαν τη λογική του μικρότερου κακού. Εκτονώθηκε, δηλαδή, γρήγορα η ριζοσπαστικοποίηση του λαού, που είχε εκφραστεί με το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος. Η εκλογική ήττα της ΛΑΕ σχετίζεται με διάφορους αντικειμενικούς παράγοντες, αλλά και με επικοινωνιακά και πολιτικά λάθη της ηγεσίας της. Ωστόσο, είναι πολιτικά τραγικό το ότι ο ελληνικός λαός δεν τίμησε εκλογικά όσους/ες σεβάστηκαν τη δικό του «Όχι» στο δημοψήφισμα της 5ης/7/2015. Η ΛΑΕ, παρότι ηττήθηκε εκλογικά, άφησε ως αγωνιστική παρακαταθήκη στο λαό και στη νεολαία το παράδειγμα του ασυμβίβαστου αγώνα και ζωντανή την ελπίδα ανατροπής.

Μπορεί να αντιμετωπιστεί η ακρίβεια και η ενεργειακή κρίση στο πλαίσιο των πολιτικών της Ε.Ε; Η αποδέσμευση από την Ε.Ε είναι ένα ρεαλιστικό σενάριο ή αυτή παρέχει μια ασφάλεια στους ανασφαλείς καιρούς μας και μάλιστα σε έναν πόλεμο σε εξέλιξη στην καρδιά της Ευρώπης;

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη ως οικονομικές και πολιτικές ολοκληρώσεις συνιστούν εργαλεία επιβολής των ισχυρών κρατών, των τραπεζών και των πολυεθνικών ομίλων σε βάρος των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων στις χώρες-μέλη τους. Οι κοινωνικές-ταξικές και περιφερειακές ανισότητες διευρύνονται, ο νεοφιλελευθερισμός, η διασφάλιση μεγαλύτερης κερδοφορίας του κεφαλαίου, ο δραστικός περιορισμός της λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας, η συρρίκνωση των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων έχουν θεσμοποιηθεί. Η δημοκρατία έχει ευνουχιστεί. Η ΕΕ και η Ευρωζώνη, λόγω αυτού του χαρακτήρα τους, δεν μπορούν να μεταρρυθμιστούν. Πρέπει, με τον αγώνα των λαών, να ανατραπούν και να διαμορφωθεί ένα νέο πλαίσιο σχέσεων ισότιμης συνεργασίας ανεξάρτητων και κυρίαρχων χωρών και λαών της Ευρώπης, ώστε από τη σημερινή αντιδραστική ΕΕ να πάμε στην Ευρώπη της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού.
Χρειάζεται, επίσης, η συγκρότηση στην Ευρώπη ενός πολιτικού ρεύματος, που θα δώσει προοδευτική-αριστερή διέξοδο στην εντεινόμενη λαϊκή αντίθεση στο ευρωσύστημα και στον αντισυστημισμό, και δε θα επιτρέπει στην ακροδεξιά και σε αστικές δυνάμεις να τα εκμεταλλεύονται πολιτικά και εκλογικά.

Πιστεύετε ότι είναι κοντά η ώρα για ένα νέο όχι του λαού και τι θα πρέπει να προσέξουμε την επόμενη φορά για να μην κάνουμε τα ίδια λάθη;

Παρόλα όσα έγιναν, υπάρχει ελπίδα. Το καπιταλιστικό σύστημα είναι πολύ άδικο και εκμεταλλευτικό για να παραμείνει αιώνιο. Δε θα πέσει, όμως, από μόνο του, αλλά με τους συλλογικούς αγώνες των λαών. Αρκεί να γίνουν βαθύτατες τομές στην Αριστερά και αυτή να διαθέτει πειστικό σχέδιο ανατροπής, αλλαγής κι ελπίδας με σοσιαλιστικό ορίζοντα. Η ΛΑΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ – ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ θεωρεί ότι οι δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Ριζοσπαστικής Αριστεράς πρέπει να βρουν ένα κοινό ενωτικό κινηματικό, πολιτικό και εκλογικό βηματισμό και να απευθυνθούν για συνεργασία και στις δυνάμεις της κοινοβουλευτικής Αριστεράς (ΚΚΕ, ΜΕΡΑ25), στη βάση ενός κοινού προγράμματος για τα άμεσα προβλήματα του λαού, διατηρώντας η κάθε μία πολιτική δύναμη την οργανωτική, πολιτική και ιδεολογική αυτοτέλειά της. Έτσι θα αποτελέσουν ένα ισχυρό αγωνιστικό αντιπολιτευτικό στήριγμα για τον ελληνικό λαό στις σημερινές δύσκολες συνθήκες και θα του είναι πραγματικά χρήσιμες. Όσα έγιναν το 2015 δεν ξεγίνονται ούτε μπορούν να αλλάξουν. Όμως, το παρόν και το μέλλον μπορούν να αλλάξουν προς το καλύτερο. Η ιστορία διαμορφώνεται από τη συνειδητή συλλογική δράση των ανθρώπων και η πορεία της δεν είναι προκαθορισμένη.

Δείτε επίσης: ΜέΡΑ25: Πίσω από τα «ναι σε όλα» και τους «μένουμε Ευρώπη» υπάρχει πολύ χρήμα

Loading

Play