Κύριος στόχος της κυβέρνησης είναι η «εσωτερική σύγκλιση», δηλαδή η ομοιόμορφη και αναλογική κατανομή των αποτελεσμάτων της ανάπτυξης στις ελληνικές Περιφέρειες, επισημαίνει σε άρθρο του στα «Νέα», το οποίο δημοσιεύεται σήμερα, ο υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ Θανάσης Κοντογεώργης. Ο κ. Κοντογεώργης αναφέρεται στις διαπεριφερειακές ανισότητες στα έσοδα από τον τουρισμό, καθώς και στην υλοποίηση υποδομών «λόγω ενός ευκαιριακού σχεδιασμού που προέρχεται από το παρελθόν και γίνεται τώρα προσπάθεια θεραπείας», όπως τονίζει, και καταδεικνύει ότι η κυβέρνηση έχει, από την αρχή της θητείας της, θέσει ως προαπαιτούμενο ότι η ανάπτυξη της χώρας θα πρέπει να αγκαλιάσει όλους τους πολίτες.
Ο κ. Κοντογεώργης καταλήγει υπογραμμίζοντας ότι ο πυρήνας της Δημοκρατίας περιλαμβάνει «την αναγνώριση της πραγματικότητας ότι δεν ξεκινούν όλοι από την ίδια βάση, ούτε με τα ίδια εφόδια», ενώ επισημαίνει ότι καθήκον της κυβέρνησης είναι να διασφαλίσει «ότι δεν θα υπάρχουν άτομα, ομάδες, γενιές ή Περιφέρειες που θα παραμείνουν πίσω, διασφαλίζοντας ότι θα παραδώσουμε στις επόμενες γενιές μια ασφαλή και ευημερούσα χώρα».
Το πλήρες άρθρο του κ. Κοντογεώργη:
Η Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα: Ο στόχος της διπλής σύγκλισης
Δίκαιη, ανθεκτική και βιώσιμη ανάπτυξη. Αυτές είναι οι σταθερές βάσεις στις οποίες υλοποιείται το σχέδιο της κυβέρνησης. Η οικονομία ακολουθεί θετική πορεία και εντείνουμε τις προσπάθειες, ώστε η βελτίωση να συνεχιστεί και να καλυφθεί το χαμένο έδαφος από την περίοδο της κρίσης. Κύρια επιδίωξή μας είναι τα αποτελέσματα της ανάπτυξης να μοιράζονται ομοιόμορφα και αναλογικά στις ελληνικές Περιφέρειες. Διότι η σύγκλιση δεν αφορά μόνο την Ελλάδα και την Ευρώπη αλλά και την «εσωτερική» σύγκλιση. Υπάρχουν πολλές προκλήσεις. Παρά το γεγονός ότι από το 2000 έχουμε απορροφήσει πάνω από 175 δισ. ευρώ κοινοτικών πόρων, -ενώ ήδη από το 1984 είχαν εκπονηθεί τα πρώτα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα- η έκταση της επίδρασης δεν ανταγωνίζεται τις προσδοκίες, λείπει ο κεντρικός τεχνοπολιτικός σχεδιασμός και η αξιολόγηση, καθώς και μια εθνική στρατηγική συμφωνημένη για την οικονομική και κοινωνική περιφερειακή ανάπτυξη.
Ο Ευρωπαϊκός Δείκτης Περιφερειακής Ανάπτυξης (RCI) καταδεικνύει ότι όλες οι Περιφέρειες σημείωσαν καλύτερες επιδόσεις το 2023 συγκριτικά με το 2019. Ωστόσο, πλην της Αττικής, παραμένουν ανισότητες τόσο μεταξύ των Περιφερειών όσο και εντός καθεμιάς. Για παράδειγμα, στον δείκτη ανεργίας, το Νότιο Αιγαίο δείχνει πολύ πιο χαμηλές επιδόσεις από τον εθνικό μέσο όρο, ενώ η Δυτική Μακεδονία παρουσιάζει την υψηλότερη ανεργία. Η τουριστική βιομηχανία διαμορφώνει τις δικές της δυναμικές. Η Μύκονος και η Σαντορίνη, με συνολικό πληθυσμό περίπου 25.000, έχουν μεγαλύτερη συνεισφορά σε τζίρο στον τομέα του εστιατορίου και των καταλυμάτων από όση αθροιστικά συγκεντρώνουν οι Περιφέρειες Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, Δυτικής Μακεδονίας, Βορείου Αιγαίου και Δυτικής Ελλάδας! Η Κρήτη με πληθυσμό 617.360 αντιπροσωπεύει το 13,7% του συνολικού τζίρου της χώρας, ενώ η Δυτική Μακεδονία με 255.056 έχει μόλις το 0,7%. Υπάρχουν διαπεριφερειακές ανισότητες στην υλοποίηση έργων υποδομών (οδικά, αρδευτικά, αναπλάσεις, υγεία) λόγω ενός ευκαιριακού σχεδιασμού που έρχεται από το παρελθόν και τώρα διορθώνεται. Αυτή η κατάσταση είναι διαχρονικά επίμονη και πολύπλοκη και η ερμηνεία της δεν είναι απλή.
Η κυβέρνηση έχει από την αρχή θέσει ως προαπαιτούμενο ότι η ανάπτυξη της χώρας θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει όλους. Είναι φυσικό λοιπόν ότι οι υφιστάμενες ανισότητες, όπως οι διαπεριφερειακές, να χρειάζονται προτεραιοποίηση, και όχι άδικα: αυτές καθορίζουν το βίωμα των πολιτών στους τόπους διαμονής τους, ορίζουν την βιωσιμότητα των πόλεων, παρέχουν ή αφαιρούν πόρους και διαμορφώνουν ευκαιρίες. Ο Πρωθυπουργός έχει αναφέρει πολλές φορές την ανάγκη αναδιάρθρωσης του πλαισίου σχεδίασης και εφαρμογής των διατομειακών (κεντρικής κυβέρνησης και αυτοδιοίκησης) πολιτικών για να ενισχυθεί η συνοχή, η σύγκλιση και η ανταγωνιστικότητα. Με αυτό το όραμα ξεκίνησαν πέρυσι τα περιφερειακά αναπτυξιακά σχέδια, καταγράφοντας βασικά έργα υποδομής και πολιτικών για κάθε Περιφέρεια, συνεργαζόμενοι με την αυτοδιοίκηση για πιο αποδοτική διαχείριση των πόρων.
Η συνέχεια απαιτεί νέες μορφές (συν)εργασίας και υιοθέτηση μεθοδολογιών παρακολούθησης και αξιολόγησης, περιλαμβάνοντας τη συμπερίληψη αρχών μακροχρόνιου σχεδιασμού. Ωστόσο, αυτό αποτελούσε και την πρόκληση μιας δίκαιης και δημοκρατικής διακυβέρνησης, που εκφράζεται μέσω της περιφερειακής πολιτικής και αποτυπώνει το πραγματικό αποτύπωμά της: δηλαδή πόσο συμμετέχουν οι πολίτες και πόσο τους αφορά το κυρίαρχο κοινό αφήγημα. Η Δημοκρατία έχει ως θεμελιώδη στοιχείο την αναγνώριση πως δεν ξεκινούν όλοι από την ίδια αφετηρία, ούτε με τα ίδια εφόδια. Ευθύνη μας είναι να διασφαλίσουμε ότι δεν υπάρχουν άτομα, ομάδες, γενιές ή Περιφέρειες που να μένουν πίσω, ώστε να διασφαλίσουμε ότι θα παραδώσουμε στις επόμενες γενιές μια ασφαλή και ευημερούσα χώρα. Γι’ αυτό και τα επόμενα βήματά μας προϋποθέτουν την πιο ενεργή συμμετοχή της κοινωνίας.