Η συνέντευξη του Αντώνη Σαμαρά, μέσω της οποίας διαφοροποιήθηκε από την κυβερνητική πολιτική στα εθνικά θέματα, είχε πρόθεση να «ανακατέψει» τα νερά στη Νέα Δημοκρατία, όμως η αλήθεια είναι πως το Μέγαρο Μαξίμου «αφόπλισε» τη «βόμβα» που επιχείρησε να πυροδοτήσει ο πρώην πρωθυπουργός.
Αυτό το αποδεικνύουν δυο πράγματα. Το ένα έχει να κάνει με το γεγονός ότι η συγκεκριμένη συνέντευξη κυριάρχησε στην επικαιρότητα μόλις λίγες ώρες, αφού από το απόγευμα της Κυριακής σχεδόν «εξαφανίστηκε» από τον Τύπο, με εξαίρεση τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης που πρόσκεινται στο ΣΥΡΙΖΑ.
Το δεύτερο είναι οι χαμηλοί τόνοι που κράτησαν οι συνεργάτες του Κυριάκου Μητσοτάκη, οι οποίοι έσπευσαν να επισημάνουν πως ο Αντώνης Σαμαράς, ως πρώην πρωθυπουργός, έχει άποψη και δικαίωμα να την εκφράζει. Συν τοις άλλοις, η άποψη που διατύπωσε ικανοποίησε και το «δεξιό» ακροατήριο της Νέας Δημοκρατίας που εκφράζει ενστάσεις για τη στάση που κρατά η σημερινή ηγεσία γύρω από τα εθνικά θέματα.
Συμβολικού χαρακτήρα ή όχι, η παρέμβαση Σαμαρά έγινε ένα 24ωρο πριν ξημερώσει 25η Ιανουαρίου, ημερομηνία κατά την οποία ο Αλέξης Τσίπρας κέρδισε τον πρώην πρωθυπουργό τη βραδιά των εθνικών εκλογών του 2019. Άρα, υπό μια έννοια, ο Αντώνης Σαμαράς ίσως να επιδίωξε να στρέψει πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας μια χρονική στιγμή έχει τη δική της σημασία για τον ίδιο.
Οι διερευνητικές δεν σημαίνουν τελεσίδικες αποφάσεις
Αναφορικά με τις διερευνητικές που ξεκίνησαν χθες στην Κωνσταντινούπολη, το Μέγαρο Μαξίμου καθιστά σαφές πως το ζητούμενο είναι να πιαστεί το νήμα από το σημείο που αφέθηκε με τη διακοπή των επαφών το 2016. Κύριο μέλημα είναι να διαπιστωθεί κατά πόσο υπάρχει σημείο σύγκλισης προκειμένου οι διερευνητικές του σήμερα να καταλήξουν διαπραγματεύσεις στο αύριο. Πάντα, έχοντας ως βασική αρχή, ότι η Ελληνική αντιπροσωπεία συζητά μόνο τη διαφορά οριοθέτησης της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, στη βάση του διεθνούς δικαίου. Όπως αναφέρουν, εξάλλου, συνεργάτες του Έλληνα πρωθυπουργού: «Είναι αυτονόητο ότι η ελληνική πλευρά προσέρχεται με καλή πίστη και προσδοκά να πράξει το ίδιο και η τουρκική»