Την αλληλεγγύη του σε Ελλάδα και Κύπρο επιβεβαίωσε ο υπουργός Εξωτερικών της Μάλτας Εβαρίστ Μπαρτόλο (Evarist Bartolo), σε δηλώσεις του μετά τη συνάντησή του με τον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Δένδια, στην Αθήνα. Ο κ. Μπαρτόλο υπογράμμισε την ανάγκη ειρηνικής επίλυσης των διαφορών, αλλά και να υπερισχύσει το Διεθνές Δίκαιο.
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, για τη Μάλτα η UNCLOS (το διεθνές δίκαιο για τη θάλλασα) «δεν είναι ένα διεθνές δίκαιο που απλώς θέλουμε να διαφυλαχθεί, αλλά είναι κομμάτι της κληρονομιάς μας, είναι κομμάτι του εθνικού μας DNA».
«Ως μικρή χώρα έχουμε συμφέρον να υπερισχύσει το διεθνές δίκαιο και όχι το δίκαιο της ζούγκλας», τόνισε ο κ. Μπαρτόλο και σημείωσε πως η Μάλτα, όπως και η Ελλάδα, επιθυμεί την ειρηνική διευθέτηση των διαφορών.
«Ξέρω ότι οι συμβιβασμοί είναι οδυνηροί, αλλά -θεός φυλάξοι- εάν επιλέξουμε την άλλη εναλλακτική της στρατιωτικής σύγκρουσης, θα είναι αφάνταστα πιο οδυνηρή», σημείωσε και προσέθεσε: «Παρότι είμαστε κάπως μακριά από την Ανατολική Μεσόγειο, γνωρίζουμε ότι είμαστε μια ενιαία θάλασσα και ό,τι γίνεται θα επηρεάσει όλη τη Μεσόγειο, την Ευρώπη και μέρη της Αφρικής. Ο συμβιβασμός είναι δύσκολος και οδυνηρός, αλλά ο πόλεμος θα είναι ακόμα οδυνηρότερος. Όταν λέμε συμβιβασμό δεν εννοούμε παράδοση. Πρέπει να σέβεται κανείς τον άλλο».
Ο κ. Μπαρτόλο έκανε έκκληση όλες οι κινήσεις να γίνονται προσεκτικά για να μην υπάρχουν, όπως είπε, απρόβλεπτες συνέπειες: «Στην περίπτωση της Λιβύης έχουμε ένα χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα. Όταν απομακρύνθηκε ο Καντάφι, χρόνια πριν, έφυγε ένας πρόεδρος και καταλήξαμε να έχουμε δύο προέδρους, τον πρόεδρο Ερντογάν και τον πρόεδρο Πούτιν. Δε νομίζω ότι αυτό ήταν ο αρχικός σκοπός».
«Αν δεν κάνει κάτι για το Νότο η ΕΕ, τότε αφήνει στα χέρια άλλων τα νότια σύνορά της», είπε χαρακτηριστικά και συνέχισε: «Και όταν αφήνεις στα χέρια άλλων την ασφάλειά σου, τότε είναι πολύ πιθανό όχι μόνο να κάνουν πράγματα χωρίς τη γνώμη σου και τη συμμετοχή σου, αλλά θα στραφούν και εναντίον σου».
Ο κ. Μπαρτόλο υπενθύμισε πως η Μάλτα είναι το μικρότερο νησί της Μεσογείου στην Ευρώπη, σε μέγεθος όσο η μισή Κέρκυρα ή περίπου το 1/20 του μεγέθους της Ελλάδας με πληθυσμό 450.000. «Αυτό μας δημιουργεί δύσκολα θέματα για το πώς να ζήσουμε σε ένα κόσμο, ο οποίος έχει καταστεί επικίνδυνος για τις μικρές χώρες», ανέφερε. «Ως το μικρότερο κράτος με συνταγματική υποχρέωση ουδετερότητας, χρειαστήκαμε χρόνια για να αποκτήσουμε την ανεξαρτησία μας, να φύγουν οι ξένες δυνάμεις από τη Μάλτα και να αρνηθούμε τη χρήση της από άλλες χώρες, είτε για τις αεροπορικές δυνάμεις, είτε για το στρατό ή το ναυτικό. Αυτό θα το υπερασπιστούμε, δε θα επιτρέψουμε σε καμία άλλη χώρα να τη χρησιμοποιήσει κατά άλλης χώρας, χωρίς εξαιρέσεις».
Αναφερόμενος πιο αναλυτικά στην κατάσταση στη Λιβύη, ο υπουργός Εξωτερικών της Μάλτας επισήμανε πως είναι πολύ δύσκολη, παρότι τώρα υπάρχει κατάπαυση του πυρός: «Η κοινωνική κατάσταση έχει επιδεινωθεί εξαιρετικά. Συνεχίζουν να χάνονται οι θέσεις εργασίας, τέσσερις ώρες την ημέρα έχουν ηλεκτρικό, το νόμισμά τους αποδυναμώνεται, οι τιμές αυξάνονται και ως εκ τούτου υπάρχει κοινωνική αναταραχή. Οι Λίβυοι έχουν αρχίσει να εγκαταλείπουν τη χώρα τους».
«Μια ανθρωπιστική κρίση στη Λιβύη μπορεί πανεύκολα να γίνει κρίση στην Ευρώπη», σημείωσε και τόνισε πως η Μάλτα είναι το νότιο όριο της κεντρικής οδού της Μεσογείου και το θέμα αυτό την αφορά ιδιαίτερα.
Όπως ανέφερε, το πρώτο τρίμηνο του 2020 έφτασαν στη Μάλτα 2.000 μετανάστες, αριθμός πάρα πολύ μεγάλος για την έκτασή της. Έκτοτε και μετά από συνομιλίες, η ακτοφυλακή της Λιβύης σταμάτησε 3.500 από το να φτάσουν στη Μάλτα. «Αν είχαν φτάσει θα είχαμε ανθρωπιστική κρίση. Δεν υπάρχει τρόπος εμείς να αντιμετωπίσουμε τέτοια νούμερα».
Επισήμανε δε πως η μετεγκατάσταση δεν είναι λύση, καθώς τα τελευταία 15 χρόνια τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη έχουν πάρει μόνο το 8% των ανθρώπων που ήρθαν στη Μάλτα. «Μια από τις λύσεις είναι να τους εμποδίσουμε να φύγουν και γι αυτό χρειαζόμαστε βοήθεια», ανέφερε.
«Πρέπει να συνεργαστούμε με τους Λίβυους για να βρεθεί μια λιβυκή λύση για την κατάσταση εκεί. Δε θέλουν οι Λίβυοι να τους διοικούν άλλοι. Θέλουν ενωμένη τη χώρα τους, να διοικείται από Λίβυους για τους Λίβυους» σημείωσε και προσέθεσε: «Δική μας δουλειά είναι να καταβάλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια για να επιτευχθεί αυτό. Διότι αν η κατάσταση επιδεινωθεί περαιτέρω θα υπάρξει τεράστιο πρόβλημα στο νότιο μέρος της Μεσογείου».
Τέλος, σημείωσε ότι η κατάσταση στο μεταναστευτικό έχει γίνει πολύ πιο δύσκολη με τον κορονοϊό, καθώς χάνονται θέσεις εργασίας στις χώρες προέλευσης, στις χώρες διέλευσης, στις χώρες υποδοχής.
«Πρέπει να αντιμετωπίσουμε το θέμα της μετανάστευσης με σοβαρότητα, να αντιμετωπίσουμε τα αίτια της μετανάστευσης ώστε να μη χρειάζεται να φύγουν απ τον τόπο του οι νέοι. Να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας εκεί. Να βοηθήσουμε χώρες όπως η Λιβύη και η Τυνησία να διαχειριστούν τα σύνορά τους χερσαία και θαλάσσια και να αντιμετωπίσουμε την παράνομη διακίνηση ανθρώπων», κατέληξε.