Του Γιάννη Συμεωνίδη
Είναι αλήθεια ότι ο Αλέξης Τσίπρας σκέφτεται και την υστεροφημία του καταθέτοντας την πρότασή του για τη Συνταγματική Αναθεώρηση.
Δεν είναι, όμως, αυτό το μοναδικό του κίνητρο φέρνοντάς την στη Βουλή προς το τέλος της θητείας του.
Σημαντικός λόγος είναι η προσπάθειά του να πείσει και με αυτό το επιχείρημα την κοινή γνώμη πως ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ δεν είναι το ίδιο, αφού το κυβερνών κόμμα επιθυμεί να επεκτείνει τη λαϊκή κυριαρχία, να διαχωρίσει το κράτος από την Εκκλησία, να προστατεύσει δημόσια αγαθά και να αλλάξει τη διαδικασία ποινικής δίωξης υπουργών και βουλευτών, ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση παλεύει για να μην αλλάξει τίποτα.
Όσον αφορά το ΚΙΝΑΛ, ο πρωθυπουργός επιχειρεί εκ νέου τη διάσπασή του στέλνοντας ξεχωριστή επιστολή στους προέδρους της ΔΗΜΑΡ, Θανάση Θεοχαρόπουλο, και του ΚΙΔΗΣΟ, Γιώργο Παπανδρέου, οι οποίοι είναι πιο συναινετικοί στην πρότασή του από τη Φώφη Γεννηματά.
Στο Μαξίμου γνωρίζουν ότι όποια κι αν είναι η επιλογή της προέδρου του ΚΙΝΑΛ θα έχει εκτεθεί σε κομμάτι του ακροατηρίου της, αλλά και του στελεχικού της δυναμικού.
Αν αποδεχθεί την πρόταση Τσίπρα, θα έρθει σε αντιπαράθεση με όσους επιθυμούν μετεκλογική συνεργασία με τη ΝΔ, ενώ αν πράξει το αντίθετο τότε απομακρύνει εκείνους που βλέπουν θετικώς τη συμπόρευση με την Κουμουνδούρου.
Κυβερνητικές πηγές, εξάλλου, εκτιμούν πως οι προτάσεις Τσίπρα θα γίνουν αποδεκτές από το Ποτάμι και θα συνδιαμορφώσουν το πλαίσιο και κυβερνητικής συνεργασίας τους στην παρούσα Βουλή, εφόσον παραστεί ανάγκη.
Εσωκομματική ήττα
Ως προς το περιεχόμενο της Συνταγματικής Αναθεώρησης, ο πρωθυπουργός καταγράφει και μία τουλάχιστον εσωκομματική ήττα, αφού επιθυμούσε την απευθείας εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας από το λαό στην περίπτωση που και η τρίτη ψηφοφορία ήταν ατελέσφορη, ωστόσο η πλειοψηφία της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αρνητική.
Από την άλλη, κατάφερε να πείσει το κόμμα ότι ο διαχωρισμός κράτους-Εκκλησίας δεν μπορεί να επεκταθεί πέρα από το άρθρο 3 και την καθιέρωση της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους.