Του Χρήστου Τσαλικίδη
Εκατομμύρια ευρώ από υποθέσεις φοροδιαφυγής μεγαλοφειλετών θα χαθούν για το ελληνικό Δημόσιο καθώς πρόσφατη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών οδηγεί στην παραγραφή -με αναδρομική ισχύ- όλων ανεξαιρέτως των φορολογικών υποθέσεων που περιλαμβάνονται στις λίστες Λαγκάρντ και Μπόργιανς!
Η πρόσφατη απόφαση-βόμβα του δικαστηρίου ακυρώνει όλους τους ελέγχους που έχουν διενεργηθεί σε φυσικά πρόσωπα τα οποία περιλαμβάνονται στις επίμαχες λίστες, ενώ οδηγεί και στη ματαίωση εκείνων που αναμένονταν να διενεργηθούν το προσεχές διάστημα.
Παραγραφή λόγω αδράνειας
Το σκεπτικό της απόφασης αναφέρει πως τα στοιχεία των κινήσεων λογαριασμών σε τράπεζες του εξωτερικού που ανήκουν σε Έλληνες φορολογούμενους -όπως για παράδειγμα όσων βρίσκονται στις επίμαχες φορολογικές λίστες- δεν δύναται να αποτελέσουν «συμπληρωματικά στοιχεία», με αποτέλεσμα να μην μπορούν οι ελληνικές φορολογικές αρχές να τα αξιοποιήσουν εντός της προβλεπόμενης πενταετούς προθεσμίας. Ως αποτέλεσμα, το δικαστήριο κρίνει ότι ακόμα κι αν τα εν λόγω στοιχεία κοινοποιούνται στις ελληνικές φορολογικές αρχές μετά το πέρας της αρχικής περιόδου παραγραφής, δεν είναι δυνατόν να παύσει να υφίσταται η προθεσμία παραγραφής για φορολογικό καταλογισμό από πενταετία σε δεκαετία.
Ο λόγος που τα συγκεκριμένα στοιχεία δεν ελέγχθηκαν στην προβλεπόμενη πενταετία από τις αρμόδιες αρχές είναι η αδράνεια, αφού σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση θα μπορούσαν να είχαν τεθεί υπ’ όψιν και στη συνέχεια να αξιοποιούνταν από τις φορολογικές αρχές, εφόσον όμως είχαν επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια, κάτι που δυστυχώς δεν έπραξαν.
Όπως προκύπτει από τη δικαστική απόφαση, οι αρμόδιες ελληνικές φορολογικές αρχές μπορούσαν να αξιοποιήσουν νομοθετικά εργαλεία προκειμένου να πάρουν από την Ελβετία στοιχεία σχετικά με τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών των φυσικών προσώπων που περιλαμβάνονται στις λίστες Λαγκάρντ και Μπόργιανς. Με αυτόν τον τρόπο θα είχαν τη δυνατότητα να τα αξιοποιήσουν εντός πενταετίας από τη λήξη των οικονομικών ετών 2006-2008, στα οποία αφορούν οι παραπάνω υποθέσεις. Αν, μάλιστα, η ελληνική πλευρά είχε ζητήσει τη συνδρομή των Ελβετών, τότε οι αρμόδιες αρχές όχι μόνο θα είχαν κατορθώσει να λάβουν τα στοιχεία, αλλά και να ολοκληρώσουν τους ελέγχους που θα οδηγούσαν στην επιβολή προστίμων αρκετών εκατομμυρίων ευρώ μέχρι και το τέλος του 2013, όταν και έληγε η πενταετής περίοδος παραγραφής.
Διαγραφή προστίμων
Το ελληνικό Δημόσιο είναι δεδομένο ότι θα προσπαθήσει να ανατρέψει την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών προσφεύγοντας –μέσω της Ανεξάρτητης Αρχής Δημόσιων Εσόδων (ΑΑΔΕ)-, στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Σε περίπτωση όμως που και το ΣτΕ υιοθετήσει την επίμαχη δικαστική απόφαση, τότε θα υπάρξει γενικευμένη -και αμετάκλητη- αναδρομική εφαρμογή σε όλες ανεξαιρέτως τις υποθέσεις που περιλαμβάνονται στις λίστες μεγαλοκαταθετών του εξωτερικού, άρα και στις δυο επίμαχες λίστες.
Εφόσον η γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι αρνητική για το ελληνικό Δημόσιο τότε όσοι συγκαταλέγονται στις λίστες, έχουν ήδη ελεγχθεί και υποχρεωθεί να καταβάλουν φόρους -και προσαυξήσεις-, αλλά δεν έχουν μέχρι και σήμερα συμβιβαστεί με το Δημόσιο, θα δικαιούνται να προσφύγουν στη δικαιοσύνη διεκδικώντας να τους επιστραφούν τα χρηματικά ποσά που έχουν καταβάλλει μέχρι στιγμής. Αναφορικά τώρα με τα ποσά από πρόστιμα που έχουν ήδη επιβληθεί, αλλά δεν έχουν εισπραχθεί, οι ελεγχθέντες εφόσον προσφύγουν στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών -ή επιλέξουν κάποια άλλη δικαστική οδό-, θα καταφέρουν να απαλλαγούν από αυτά, καθώς θα έχουν διαγραφεί οριστικά.
Μικρό το ποσό που εισπράχθηκε
Τα ποσά που όπως φαίνεται δεν θα εισρεύσουν στα δημόσια ταμεία λόγω της παραγραφής των συγκεκριμένων υποθέσεων είναι δυσθεώρητα, αφού μέχρι στιγμής έχει εισπραχθεί μόνο ένα μικρό μέρος των βεβαιωθέντων προστίμων. Από το 2014 έως και τις 31 Μαρτίου 2018, σχετικά με στοιχεία υποθέσεων της λίστας Λαγκάρντ, ο έλεγχος είχε ξεκινήσει για 668 υποθέσεις. Ολοκληρώθηκε σε 506 εξ’ αυτών και τα βεβαιωθέντα ποσά ανέρχονταν σε 321.940.945,59 ευρώ. Παρόλα αυτά μέχρι και τις 12 Απριλίου 2018, είχαν εισπραχθεί συνολικά μόλις 48.427.150,83 ευρώ. Αντίστοιχα αρνητική είναι η κατάσταση και σε ότι αφορά τη λίστα Μπόργιανς. Από το 2016 έως και τις 31 Μαρτίου 2018 είχε ξεκινήσει έλεγχος σε 299 υποθέσεις, εκ των οποίων ολοκληρώθηκε μόλις σε 123 εξ’ αυτών. Σε αυτήν την περίπτωση τα βεβαιωθέντα ποσά ανέρχονταν σε 110.905.494,06 ευρώ, όμως, μέχρι τις 12 Απριλίου 2018, είχαν εισπραχθεί μόλις 17.236.021,54 ευρώ.
Τον Οκτώβριο του 2015 ο τότε αναπληρωτής υπουργός οικονομικών, Τρύφωνας Αλεξιάδης, είχε καταθέσει τροπολογία για την παράταση κατά ένα έτος της δυνατότητας του Δημοσίου να διενεργήσει φορολογικό έλεγχο σε τέτοιου είδους υποθέσεις, προκειμένου να μην παραγραφούν τα αδικήματα που σχετίζονται με τις επίμαχες λίστες. Όμως, αποφάσεις του ΣτΕ και γνωμοδοτήσεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους -έγιναν δεκτές από την Α.Α.Δ.Ε.-, φαίνεται πως βάζουν «ταφόπλακα» σε βλέψεις που υπήρχαν για είσπραξη υπέρογκων ποσών.
«Ταφόπλακα» από ΣτΕ και Νομικό Συμβούλιο του Κράτους
Στις 21 Νοεμβρίου 2017 το Β’ Τμήμα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ), απαντώντας σε σχετικό ερώτημα, γνωμοδότησε ότι: «περί χρήσεων που δεν προτεραιοποιούνται προς έλεγχος και έκδοση πράξεως διορθωτικού προσδιορισμού, λόγω παραγραφής, δεν είναι εκ των προτέρων δυνατή η υποβολή μηνυτήριας αναφοράς από τα όργανα της φορολογικής διοίκησης, αφού για τις υποθέσεις αυτές δεν πρόκειται να διενεργηθεί έλεγχος και να εκδοθεί οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου…». Αντίστοιχη ήταν η γνωμοδότηση του ΝΣΚ στις 30 Νοεμβρίου 2017, ότι δηλαδή ο χρόνος παραγραφής σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής μπορεί να ανέλθει στην εικοσαετία, αυτό ισχύει όμως «…υπό την προϋπόθεση ότι το δικαίωμα του Δημοσίου δεν είχε παραγραφεί μέχρι τότε…».
Το 2017 το ΣτΕ αποφάνθηκε σε σχετική υπόθεση με προσφεύγοντα το Δημόσιο, ότι «εφόσον δεν έχει εκδοθεί και κοινοποιηθεί αρχικό φύλλο ελέγχου μέσα στην κατ’ αρχήν εφαρμοζόμενη πενταετή προθεσμία παραγραφής και τη νόμιμη παράτασή της, δεν είναι δυνατή η έκδοση φύλλου ελέγχου, με βάση συμπληρωματικά στοιχεία, πέραν της εν λόγω προθεσμίας και εντός δεκαετίας». Αντίστοιχη ήταν μετέπειτα απόφαση του ΣτΕ –προσφεύγων το Δημόσιο-, βάσει της οποίας, «ο φορολογικός έλεγχος πρέπει να διενεργείται, κατ’ αρχήν, εντός πενταετίας από το τέλος του έτους εντός του οποίου έληξε η προθεσμία…», ενώ «στοιχεία για το υπόλοιπο ή/και τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών του φορολογούμενου στην ημεδαπή δεν αποτελούν “συμπληρωματικά στοιχεία”, ικανά να δικαιολογήσουν… την επιμήκυνση της κατ’ αρχήν οριζόμενης, πενταετούς προθεσμίας παραγραφής». Το ΣτΕ με τρίτη σχετική απόφαση που εξέδωσε το 2017, παρέγραψε αξίωση του Δημοσίου για βεβαίωση και επιβολή συγκεκριμένου φόρου στην εταιρεία «Aegean Oil», αφού «για την επιβολή φορολογικών επιβαρύνσεων απαιτείται να εφαρμόζεται προθεσμία παραγραφής».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Politik την Παρασκευή 14 Ιουνίου 2019