Σταϊκούρας στην “P”: «Είδη εν ανεπαρκεία για την κυβέρνηση αξιοπιστία και εμπιστοσύνη»

Σταϊκούρας στην “P”: «Είδη εν ανεπαρκεία για την κυβέρνηση αξιοπιστία και εμπιστοσύνη»

Συνέντευξη στον Χρ. Τσαλικίδη

Ανέφικτη θεωρεί ο Χρήστος Σταϊκούρας την περίφημη «καθαρή έξοδο» από τα μνημόνια που υπόσχεται η συγκυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ.

Μιλώντας στην Politik o βουλευτής Φθιώτιδας της ΝΔ και τομεάρχης Οικονομικών υποθέσεων του κόμματος καταλογίζει στο Μέγαρο Μαξίμου αδυναμία να «αιμοδοτήσει» την πραγματική οικονομία και κατηγορεί τον Αλέξη Τσίπρα ότι υπερφορολογεί συνειδητά νοικοκυριά και επιχειρήσεις προκειμένου να επιτύχει τους δημοσιονομικούς στόχους.

«Δυστυχώς, αντί για κανονικότητα έχουμε μια κατάσταση παραλυτικής στασιμότητας» παρατηρεί σε άλλο σημείο της συνέντευξης, προσθέτοντας ότι «η ιστορική, κοινωνική, πολιτική και οικονομική κρισιμότητα των στιγμών επιβάλλει δημιουργικές συνθέσεις και συγκλίσεις ως αναγκαία συνθήκη για την ομαλή και ανοδική πορεία της χώρας». Διευκρινίζει, ωστόσο, ότι αυτές πρέπει να χτίζονται διαχρονικά με όρους εθνικής ευθύνης και όχι ευκαιριακά με «λεόντειες» συμπεριφορές και «κουτοπόνηρες προσπάθειες» μετακύλισης ευθυνών.

-Γιατί η ΝΔ επιμένει ότι η περίφημη «καθαρή έξοδος» που υπόσχεται η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι ένα πολιτικό «βρώμικο ψέμα»;

«Γιατί η αλήθεια είναι ότι η επιθυμητή “καθαρή έξοδος”, με τις συνθήκες που δημιούργησε η κυβέρνηση, δεν είναι εφικτή. Και αυτό διότι, σε αντιδιαστολή με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη που βγήκαν με “καθαρό” τρόπο από τα μνημόνια, η κυβέρνηση έχει ήδη ψηφίσει πρόσθετα μέτρα λιτότητας ύψους 5,1 δισ. ευρώ για μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος, έχει δεσμευτεί στην επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων για πολλά χρόνια μετά το 2018, έχει συμφωνήσει η υλοποίηση των παρεμβάσεων για το χρέος να γίνει μετά το καλοκαίρι, έχει αποδεχθεί τον μηχανισμό ενισχυμένης και όχι μετα-προγραμματικής εποπτείας, ενώ έχει δεσμεύσει τη δημόσια περιουσία της χώρας για έναν αιώνα με εγγυητή του δανείου το υπερταμείο για λόγους εξασφάλισης των δανειστών».

-Πόσο σημαντική είναι η πιστοληπτική γραμμή στήριξης για να αντέξει η ελληνική οικονομία;

«Το πιο σημαντικό είναι η “καθαρή έξοδος” της χώρας από τα μνημόνια και η σταθερή χρηματοδότηση της οικονομίας με χαμηλό κόστους δανεισμού. Όπως όμως ήδη επεσήμανα, η “καθαρή έξοδος” δεν είναι εφικτή, ενώ και το χαμηλό κόστος δανεισμού δεν είναι εξασφαλισμένο. Εάν υπήρχε αξιοπιστία, σοβαρότητα και υπευθυνότητα, εάν είχε υλοποιηθεί ένα συνεκτικό πλαίσιο μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων, εάν είχαν αναληφθεί ήδη πρωτοβουλίες για τη βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους και εάν η χώρα είχε ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, τότε τα επιτόκια δανεισμού, με δεδομένο το ευνοϊκότερο ευρωπαϊκό περιβάλλον και την υψηλή διαθέσιμη ρευστότητα, θα ήταν ήδη χαμηλότερα και λογικά. Με αυτά τα δεδομένα, είναι αναγκαία η δημιουργία ενός “διχτυού ασφαλείας”. Η επιλογή της κυβέρνησης είναι το “χτίσιμο” ταμειακού αποθέματος, “στραγγαλίζοντας” την πραγματική οικονομία. Η δική μας πρόταση είναι η αξιοποίηση των αδιάθετων πόρων του δανείου, που εκτιμώνται στα 27 δισ. ευρώ μετά τη λήξη του προγράμματος, με δεδομένο μάλιστα ότι η κυβέρνηση έχει πάρει δημοσιονομικά μέτρα που εκτείνονται και για μετά τη λήξη αυτού, ενώ – μέσω του υπερταμείου – έχει ενεχυριάσει δημόσια περιουσία της χώρας».

-Με δεδομένο ότι οι Αλέξης Τσίπρας και Πάνος Καμμένος δεσμεύουν με τις υπογραφές τους τη χώρα για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι το 2022, επιμένετε ότι θα μπορέσετε να αλλάξετε το μείγμα της εφαρμοζόμενης πολιτικής;

«Πράγματι η κυβέρνηση έχει δεσμεύσει τη χώρα στην επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων για μεγάλο χρονικό διάστημα, ακόμη και για μετά το 2022, μάλιστα με ιδιαίτερα χαμηλούς και συρρικνωμένους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης. Εμείς πιστεύουμε ότι η άμεση υλοποίηση ενός συνεκτικού μεταρρυθμιστικού προγράμματος, με στοχευμένη μείωση φόρων, υλοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών και ενίσχυση της ρευστότητας στην οικονομία, θα οδηγήσει στην επίτευξη υψηλότερων ρυθμών μεγέθυνσης. Αυτή με τη σειρά της θα βελτιώσει τη βιωσιμότητα του χρέους, δίνοντας τη δυνατότητα για σταδιακή αποκλιμάκωση των ήδη υψηλών δημοσιονομικών στόχων, δημιουργώντας “βαθμούς ελευθερίας” για περαιτέρω μειώσεις φορολογικών συντελεστών και ασφαλιστικών εισφορών. Υπενθυμίζω ότι το 2014, μειώθηκαν φορολογικοί συντελεστές (π.χ. ΦΠΑ στη εστίαση, ΕΦΚ στο πετρέλαιο θέρμανσης, έκτακτη εισφορά αλληλεγγύης, ασφαλιστικές εισφορές κ.α.), χωρίς αυτό να προβλέπεται στο 2ο Μνημόνιο. Συνεπώς, κάτι αντίστοιχο σήμερα, με τεκμηριωμένο τρόπο, είναι εφικτό. Για να μειώσεις όμως τους φόρους, θα πρέπει και να το πιστεύεις. Δυστυχώς, ακόμη και σήμερα, ο αρμόδιος υπουργός όχι μόνο ιδεολογικά δεν το πιστεύει, αλλά και αιθεροβατεί υποστηρίζοντας ότι η φορολογία των πολιτών δεν είναι υψηλή».

«Η κυβέρνηση αδυνατεί να “αιμοδοτήσει” την πραγματική οικονομία»

-Επαναλαμβάνεται συνεχώς ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να ενισχύσει τη ρευστότητα στην πραγματική οικονομία. Γιατί το ισχυρίζεστε αυτό;

«Γιατί αυτή είναι η πραγματικότητα. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου διατηρούνται και εφέτος υψηλές, σχεδόν αμετάβλητες, παρά την εκταμίευση δόσεων για την αποπληρωμή τους, με αποτέλεσμα να καθυστερεί η εκταμίευση της υπο-δόσης από την προηγούμενη αξιολόγηση. Επιπρόσθετα, το “σκούπισμα” των ταμειακών διαθεσίμων σε φορείς του δημοσίου συνεχίζεται και διευρύνεται, με αποτέλεσμα τα ρέπος να έχουν ξεπεράσει πλέον τα 23 δισ. ευρώ, επιβαρύνοντας το επιτοκιακό προφίλ και – ελαφρώς – τη μέση σταθμική υπολειπόμενη φυσική διάρκεια του δημοσίου χρέους. Ενώ οι δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων παρουσιάζουν αρνητική απόκλιση έναντι του στόχου, με αυξητική μάλιστα τάση από μήνα σε μήνα. Είναι συνεπώς προφανές ότι η κυβέρνηση αδυνατεί να “αιμοδοτήσει” την πραγματική οικονομία».

 -Η κυβέρνηση πανηγυρίζει ότι υπερκαλύπτει τους δημοσιονομικούς στόχους και ότι επιστρέφουμε στην κανονικότητα. Κάτι που πρόσφατα δήλωσε και ο κ. Γιούνκερ. Συμμερίζεστε αυτήν την αισιοδοξία;

«Καταρχάς να αξιολογήσουμε πως επιτυγχάνονται οι δημοσιονομικοί στόχοι. Αυτό γίνεται με τη συνειδητή επιλογή της κυβέρνησης να υπερφορολογήσει νοικοκυριά και επιχειρήσεις, να επιδοθεί σε ανελέητο “κυνήγι” των πολιτών μέσω κατασχέσεων και αναγκαστικών μέτρων είσπραξης και να στερήσει πόρους από αναπτυξιακά κρίσιμους και κοινωνικά ευαίσθητους τομείς, όπως είναι το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και η χορήγηση συντάξεων σε δικαιούχους. Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής επιλογής είναι η αδυναμία επίτευξης των αναπτυξιακών στόχων και η διόγκωση του ιδιωτικού χρέους, με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές των πολιτών σε εφορίες και ασφαλιστικά ταμεία να είναι σήμερα αυξημένες κατά 57% σε σχέση με το τέλος του 2014. Σε ό,τι αφορά τον πυρήνα του ερωτήματός σας, δεν συμμερίζομαι αυτή την αισιοδοξία όταν εξακολουθούν να υφίστανται κεφαλαιακοί περιορισμοί, συνεχίζουν να επιβάλλονται νέοι φόροι και πρόσθετες περικοπές στις συντάξεις, έχουν διευρυνθεί οι ευέλικτες μορφές εργασίας, παραμένουν σταθερά υψηλές οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου, υποβαθμίζεται η ποιότητα των θεσμών διακυβέρνησης και το ονομαστικό ΑΕΠ της χώρας δεν έχει ακόμη φτάσει στο ύψος που ήταν το 2014. Δυστυχώς, αντί για κανονικότητα, έχουμε μια κατάσταση παραλυτικής στασιμότητας».

-Σας προβληματίζει το κλίμα ακραίας πόλωσης που διαμορφώνεται τα τελευταία χρόνια σχεδόν στο σύνολο της κοινωνίας μας;

«Πράγματι, το κλίμα πόλωσης μεγεθύνει τις διαφορές και αποτρέπει τις συγκλίσεις. Η ιστορική, κοινωνική, πολιτική και οικονομική κρισιμότητα των στιγμών επιβάλλει δημιουργικές συνθέσεις και συγκλίσεις ως αναγκαία συνθήκη για την ομαλή και ανοδική πορεία της χώρας. Όμως αυτές πρέπει να χτίζονται διαχρονικά, με όρους ειλικρίνειας και εθνικής ευθύνης. Δεν μπορούν να επιτευχθούν ευκαιριακά, με “λεόντειες” συμπεριφορές, με “κουτοπόνηρες” προσπάθειες διάχυσης και μετακύλισης ευθυνών, με καιροσκοπικές προσεγγίσεις και με μικροκομματικούς υπολογισμούς. Η εθνική συνεννόηση απαιτεί, από όλους, αυτογνωσία, αυτοκριτική, ειλικρίνεια προθέσεων και σαφήνεια θέσεων. Πάνω απ’ όλα απαιτεί αξιοπιστία και εμπιστοσύνη. Αυτά όμως είναι “είδη εν ανεπαρκεία” για τη σημερινή Κυβέρνηση. Η ΝΔ θα συνεχίσει να τηρεί, όπως διαχρονικά πράττει, στάση εθνικής ευθύνης. Δεν θα κερδοσκοπήσει πολιτικά πάνω στα προβλήματα της χώρας και των πολιτών».

«Το κόστος συνέχισης της σημερινής κυβερνητικής πολιτικής είναι πολύ μεγαλύτερο από το κόστος των εκλογών»

-Η Νέα Δημοκρατία ζητά επίμονα εκλογές. Αντέχει η χώρα πρόωρη προσφυγή στις κάλπες;

«Πράγματι, η Νέα Δημοκρατία ζητάει εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα τη διεξαγωγή εκλογών. Και τις ζητάει όχι για να επανέλθει μια ώρα αρχύτερα στη διακυβέρνηση της χώρας, αλλά γιατί πιστεύει ότι το κόστος συνέχισης της σημερινής κυβερνητικής πολιτικής είναι πολύ μεγαλύτερο από το κόστος διεξαγωγής εκλογών. Και αυτό γιατί αποδεικνύεται καθημερινά και επιβεβαιώνεται όλο και πιο έντονα και εμφατικά ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ αποτυγχάνει σε όλα τα πεδία της δημόσιας σφαίρας, όπως είναι ενδεικτικά αυτά της οικονομίας, της διαχείρισης του μεταναστευτικού/προσφυγικού προβλήματος, της ασφάλειας των πολιτών, της υπεύθυνης διαχείρισης της εξωτερικής πολιτικής, της παιδείας και της υγείας, της αξιοκρατίας στη δημόσια διοίκηση, της ποιότητας της δημοκρατίας. Με λίγα λόγια, η σημερινή κυβέρνηση αδυνατεί να οδηγήσει τη χώρα στην ιστορική της πορεία».

-Το άνοιγμα της ΝΔ προς το «μεσαίο χώρο» σε συνδυασμό με τη δυσαρέσκεια που υπάρχει σε αρκετά στελέχη του κόμματος για παρέκκλιση από τις αρχές του, είναι ένα ζήτημα που πιστεύετε ότι η αξιωματική αντιπολίτευση θα το βρει μπροστά της ενόψει εκλογών;

«Η ΝΔ, εκ της αρχικής κατασκευής της, αποτελεί τη μεγάλη πατριωτική, φιλελεύθερη, κοινωνική και ριζοσπαστική πολιτική δύναμη της χώρας, με εκτεταμένες και βαθιές ρίζες στις λαϊκές δυνάμεις. Παραμένει βαθιά δημοκρατική, πολυσυλλεκτική, συνθετική, συνεκτική, γνήσια προοδευτική και αντιλαϊκιστική. Είναι συνεπώς προφανές ότι δεν συμμερίζομαι σχετικές ανησυχίες, παρά μόνο αν κάποιοι θελήσουν να υπηρετήσουν προσωπικές στρατηγικές».

 


Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Politik την Παρασκευή 15 Ιουνίου 2018

Loading

Play