Του Γιάννη Συμεωνίδη
Τέτοιες ημέρες πριν τρία χρόνια η χώρα βρισκόταν σε αναβρασμό: η “περήφανη διαπραγμάτευση” Τσίπρα- Βαρουφάκη πλησίαζε το αδιέξοδο, την ώρα που το δημόσιο ταμείο στέρευε και η αβεβαιότητα για το αν η Ελλάδα θα παράμενε στο ευρώ ή θα ερχόταν το “Grexit” παρέλυε κάθε υποψία ανάκαμψης της πραγματικής οικονομίας.
Γύρω στους τρεις μήνες αργότερα, στα τέλη Σεπτεμβρίου 2015, η κατάσταση έμοιαζε εντελώς διαφορετική:
η “πρώτη φορά Αριστερά” είχε συναινέσει στο δικό της μνημόνιο, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε διασπαστεί κι ο Αλέξης Τσίπρας μας οδήγησε σε εκλογές τις οποίες κέρδισε πανηγυρικώς, σχηματίζοντας ξανά κυβέρνηση με τον Πάνο Καμμένο.
Στα τρία χρόνια που έχουν μεσολαβήσει ο πρωθυπουργός δεν είναι πλέον ο “αντάρτης που απειλούσε να αλλάξει την Ευρώπη”, αλλά το “αγαπημένο παιδί” της ευρωπαϊκής ελίτ, το οποίο εφάρμοσε με επιτυχία το δικό του μνημόνιο κι ετοιμάζεται για την ελληνική επιστροφή στις αγορές και στην “κανονικότητα”.
Σαν κερασάκι στην τούρτα, ο κ. Τσίπρας έλυσε- μέχρι αποδείξεως του εναντίον- και το Μακεδονικό, απαλλάσσοντας και την ΕΕ από ένα αγκάθι στην ολοκλήρωση της διεύρυνσής της στα δυτικά Βαλκάνια.
Τι συμβαίνει;
Ο Αλέξης συμβιβάστηκε όταν διαπίστωσε ότι ο ρόλος του Σίσυφου θα του στερούσε την πολιτική ηγεμονία;
Δεν είχε πιστέψει ποτέ στο “πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης” και κινήθηκε “καβαλώντας το κύμα”, το οποίο μανιπούλαρε κατά τα συμφέροντά του;
Οι παράγοντες μεταστροφής
Όσοι γνωρίζουν πρόσωπα και καταστάσεις αποκλείουν θεωρίες συνωμοσίας κι αποδίδουν τη μεταστροφή των Ευρωπαίων απέναντι στον Έλληνα πρωθυπουργό σε δύο παράγοντες.
Ο πρώτος σχετίζεται με το ότι η ριζοσπαστική ρητορική και πρακτική Τσίπρα έχει μαλακώσει πολύ σε σύγκριση με το 2015, εξέλιξη την οποία αποδίδουν περισσότερο στην απειρία του.
Ο δεύτερος με το ότι την ώρα που ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, έχει εξαπολύσει εμπορικό πόλεμο σε βάρος και της Ευρώπης και με την Ιταλία στα πρόθυρα της κατάρρευσης αποτελεί πολυτέλεια για τη Γηραιά Ήπειρο να ασχολείται με τη μικρή Ελλάδα.
Πολλώ δε μάλλον όταν η κυβέρνησή της έχει κατορθώσει να επιβάλει σχεδόν αναίμακτα νομοθετήματα που πριν τέσσερα χρόνια οδηγούσαν σε βίαιες συγκρούσεις.
Οι ίδιες κυβερνητικές πηγές διαβεβαιώνουν το Politik ότι δεν έλαβε χώρα κανένα παζάρι ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και στις Βρυξέλλες, το Βερολίνο και το Παρίσι στο στιλ “σου δίνω το χρέος, δώσε μου το όνομα για τα Σκόπια”.
“Η διπλωματία τού 21ου αιώνα δεν λειτουργεί πια με όρους μπακάλικου.
Προφανώς και η πολιτική βούληση και θάρρος που επέδειξε η Αθήνα έπαιξαν το ρόλο τους και για την καλή ρύθμιση του χρέους, ωστόσο αυτό δεν συνέβη με όρους ανταλλαγής.
Έχουμε αντιληφθεί για τα καλά ύστερα από τριάμισι χρόνια στην εξουσία ότι έχουμε περισσότερα να κερδίσουμε οικοδομώντας συμμαχίες παρά συσπειρώνοντας τους αντιπάλους μας εναντίον μας.
Κι αυτό σκοπεύουμε να συνεχίσουμε να πράττουμε”, προσθέτουν οι ίδιοι άνθρωποι.
Τι σημαίνει η τελευταία παρατήρηση, μεταξύ άλλων;
Ότι η Ελλάδα με αναβαθμισμένη την θέση της στοχεύει στην άμεση επίλυση- εντός των επόμενων τριών εβδομάδων- και του Αλβανικού, καθώς και στο να ξεκινήσει νέος κύκλος διαπραγματεύσεων για το πιο ακανθώδες από όλα τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, το Κυπριακό.
Σε σχέση με το Αλβανικό, άνθρωποι του Νίκου Κοτζιά απορρίπτουν κατηγορηματικώς στο Politik ότι υπάρχει έστω και σκέψη απεμπόλησης από την ελληνική πλευρά της ονομασίας “Βόρειος Ήπειρος”, ενώ μας προϊδεάζουν για επέκταση των χωρικών μας υδάτων στο “ευρύτερο” Ιόνιο, δηλαδή έως και νοτίως της Κρήτης, ακόμα και στη Ρόδο και στην Κάρπαθο!