Στις παραμονές των Χριστουγέννων του 2022, στο Μαρκόπουλο Αττικής, δύο γυναίκες κρατούν με λευκά γάντια στα χέρια τους λέξεις που παραμένουν ανεξίτηλες πάνω από έναν αιώνα. Ο λόγος για 14 ανέκδοτες επιστολές του Νίκου Καζαντζάκη, οι οποίες απευθύνονται στους γονείς και τις δύο αδελφές του, τις οποίες έστειλε μεταξύ 1904 και 1925 από διάφορα σημεία, όπως την Αθήνα, το Παρίσι και την παγωμένη Μόσχα. Αυτές οι επιστολές αποπνέουν την νοσταλγία του συγγραφέα για τους κοντινούς του ανθρώπους και για τις γεύσεις της Κρήτης. Οι δύο γυναίκες, που βρίσκονται στο ίδιο τραπέζι ενθύμησης όπου ο μεγάλος Κρητικός και η σύντροφός του Ελένη μοιράζονταν σκέψεις, είναι η Κατερίνα Ζωγραφιστού, πρόεδρος της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Νίκου Καζαντζάκη (ΔΕΦΝΚ), και η Νίκη Σταύρου, κληρονόμος του Νίκου Καζαντζάκη, η οποία έχει διαθέσει το αρχείο με τις επιστολές του συγγραφέα.
Πώς είναι άραγε ν’ αγγίζεις επιστολές που έγραψε ο νεαρός και αργότερα ώριμος Καζαντζάκης; «Εργαστήκαμε πάνω στο τραπέζι που χρησιμοποίησαν ο Καζαντζάκης και η Ελένη στην καθημερινότητά τους, και αυτή η εμπειρία με συγκλόνισε. Φορούσαμε γάντια για να πιάσουμε το υλικό, και μια στιγμή η Νίκη (Σταύρου) μου έδειξε τη γραφομηχανή της Ελένης (Καζαντζάκη), κι έτσι χτύπησα μερικά πλήκτρα, γνωρίζοντας ότι εκεί γράφτηκαν κλασικά έργα όπως η “Οδύσσεια”. Πόσο μεγάλη ήταν η συγκίνηση!» σημειώνει η Κατερίνα Ζωγραφιστού, αναφερόμενη στις επιστολές που δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στην τετράγλωσση έκδοση «Le Regard Crétois», την επιθεώρηση της ΔΕΦΝΚ, και από την οποία άντλησε το Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων. Σύμφωνα με την κυρία Ζωγραφιστού, οι επιστολές προς τον πατέρα του Καζαντζάκη, Μιχάλη, χαρακτηρίζονται από σεβασμό και είναι πιο τυπικές και σύντομες, ενώ οι επιστολές προς τη μητέρα του Μαργή Χριστοδουλάκη και τις αδελφές του, Αναστασία και Ελένη, είναι πιο προσωπικές και θερμές, γραμμένες με τρυφερότητα και συχνά με χιουμοριστική διάθεση.
«Χθες ήλθεν στας Αθήνας ο Βενιζέλος, αλλά δεν ανακατεύομαι καθόλου εις τα πολιτικά και να μείνετε ήσυχος»
Είναι τέλη Νοεμβρίου ή αρχές Δεκεμβρίου του 1904 όταν ο 21χρονος Καζαντζάκης, φοιτητής στην Αθήνα, γράφει στη μητέρα του για τους κουραμπιέδες που του έστειλε από την Κρήτη (παρόλο που χρησιμοποιεί το μονοτονικό σύστημα αντί του πολυτονικού, στο κείμενο αυτό διατηρείται η επιμέλεια του συγγραφέα, η ορθογραφία και η σύνταξή του): «Ξέρετε πώς φάγαμε 17 κουραμπιέδες; Εγώ κι ο Γραμματικός. Αυτά τα δύο. Σε 5 λεπτά μαλώναμε ποιος θα πάρει τα ψιχάλια. Τότε φτάνει λαχανιασμένος ο Στεφανίδης. Ένα χαμπέρι του ήρθε για τους κουραμπιέδες και τρέχει ο καημένος. Κα να σας πάρει ο διάολος, δεν μ’ αφήκετε ψιχάλι; Τούδωκα την κούτα κι την εγλύψε. Το ωραιότερο πράγμα δεν έχω φάει ποτέ μου. Αριστούργημα». Η επιστολή συνεχίζει με ερωτήσεις για τις επιθυμίες των αδελφών του και περιγράφει την φοιτητική ζωή του, μιλώντας για το δωμάτιό του με το κόκκινο βάψιμο και τα «πράσινα παράθυρα στον δρόμο».
Έναν χρόνο αργότερα, στις 29 Νοεμβρίου του 1905, ενημερώνει τον πατέρα του για τη φοιτητική του πραγματικότητα και τον καθησυχάζει σχετικά με τα πολιτικά: «Μένω στο ίδιο σπίτι γιατί μου αρέσει πολύ και είναι άνετο για το Πανεπιστήμιο. Είμαι πολύ καλά και μη στενοχωριέστε καθόλου. Χθες ήλθεν στας Αθήνας ο Βενιζέλος, αλλά, όπως σας έγραφα, δεν ανακατεύομαι καθόλου εις τα πολιτικά και να μείνετε ήσυχος». Σε μία άλλη, αχρονολόγητη επιστολή προς τον πατέρα του, αρχές του Ιουνίου, εκφράζει την ανησυχία του για τα κρητικά καθώς το κρητικό ζήτημα είναι σε αναζήτηση λύσης, και με ρωτήξεις καλείται από τον πατέρα του: «Είναι κλειστό το Πανεπιστήμιο αυτό το καλοκαίρι. Ανησυχούμε για τα κρητικά κάθε ώρα και στιγμή. Δεν μου είπατε αν έπαθαν τίποτα τα αμπέλια μας. Μη στενοχωριέστε, προφυλάσσομαι πολύ από όλα».
«Περιμένω γράμμα σας, τις αράδες να τις κάνετε πιο πυκνές»
Τον Νοέμβριο του 1907, ο 24χρονος πλέον Καζαντζάκης βρίσκεται στο Παρίσι και δείχνει έντονη νοσταλγία για την οικογένεια του: «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά για μένα από το να λαμβάνω γράμμα σας. Πολλές φορές σκέφτομαι πως δεν υπάρχει κανείς στον κόσμο που να αγαπά τόσο πολύ τη μητέρα και τις αδέλφες του. Προχτές, όταν έλαβα το γράμμα σας και πήγα ύστερα στο Πανεπιστήμιο, ένας γάλλος φίλος μου με ρώτησε καθώς μόλις με είδε: Τι έχεις; Τι σου συνέβη; Έλαβα γράμμα από το σπίτι! Από τη μητέρα μου, από τις αδελφές μου!». Στο γράμμα αυτό, αναφέρει επίσης στις αδελφές του ότι θα ρωτήσει για τα ασπρόρουχα στο Παρίσι και πως περνά τη μέρα του στην πόλη: «Από το πρωί ως το μεσημέρι και από τη 1 1/2 ως τις 6 είμαι στο Πανεπιστήμιο. Το βράδυ μελετώ στο σπίτι ή στη βιβλιοθήκη έως τις 10 γενικώς κοιμάμαι νωρίς. Τρώγω την ίδια τροφή που λέω στις γάτες, αλλά οι γάτες εδώ καταδέχονται να φάνε, μα είναι καταπληκτικά φαγητά (…). Όταν χρειάζομαι γράμμα σας, νιώθω ευτυχής. Περιμένω γράμμα σας, κάντε τις αράδες πιο πυκνές».
Παράλληλα, εκφράζει με άλλο γράμμα την ανησυχία του για την έλλειψη συχνής επικοινωνίας: «Τι τεμπελιά σκέφτεστε και δε μου γράφετε; (…) Γράφετέ μου τι κάνει η οικογένεια, ποια παντρεύτηκε και ποιος πέθανε. Όλα τα θέλω. Μπορείτε να φανταστείτε τη εντύπωση που μου προκαλεί εδώ, όπου ακούω ξένες γλώσσες, φωνές παράξενες, και η φωνή της Αναστασίας ή της Ελένης είναι σαν να σας βλέπω μπροστά μου». Αμέσως μετά, σκέφτεται την ανάγκη εκτόνωσης για καβγάδες μεταξύ των αδερφών του στην Κρήτη: «Και εγώ, που λέω ότι είμαι φιλόσοφος, είμαι δίπλα σας, και σας λέω: Ησυχάσετε, ησυχάσετε! (…) Δεν θα περάσω όλη μου την ώρα στα καυγάδια σας. Έχω σπουδαία να μιλήσω με τη μητέρα».
Στο τέλος Σεπτεμβρίου του 1916, ο Καζαντζάκης, πλέον 33 ετών, αναφέρει προφητικά όνειρα: «Ήξερα ότι κάτι κακό θα συνέβαινε στο σπίτι μας επειδή σας έβλεπα στον ύπνο μου. Αγαπητέ Πατέρα, δοξάζω τον Θεό που δεν επάθατε τίποτα, και θα διορθώσω ότι χρειαστεί, γιατί αυτό το πράγμα με έχει στοιχίσει ίσα με θάνατο (…) Αν μπορέσω να μάθω τους υπεύθυνους, θα τιμωρηθούν όσο δεν το περιμένουν».
«Θα περάσω τη μάβρη θάλασσα κ’ ύστερα θα κάνω πολύ στον σιδερόδρομο»
Εν έτει 1925, στις «6 Οχτώβρη», ο 42χρονος συγγραφέας, ενώ ακόμα δεν έχει γράψει τα σπουδαία έργα του (το πρώτο, «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» θα δημοσιευτεί το 1946, και το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» θα ακολουθήσει το 1948), περιγράφει τα ταξιδιωτικά του σχέδια προς τον πατέρα του (την εποχή που ταξιδεύει πολύ ως δημοσιογράφος), αναφερόμενος και στην ελληνική γραφειοκρατία: «…ετοιμάζουμε ενός ταξιδιού, έχω στείλει να ετοιμάσουν τα διαβατήριά μου στο Ηράκλειο, αλλά καθυστερούν στον χρόνο. Θέλω πριν φύγω για την Αίγυπτο να παρατείνω για τρεις μήνες στη Ρωσία ώστε να εξετάσω την κατάσταση. Στη συνέχεια θα κάνω το ταξίδι μου στην Αίγυπτο και ελπίζω να σας δω για λίγες ημέρες».
Λίγες ημέρες αργότερα, περιγράφει ξανά στον πατέρα του τις προετοιμασίες για τον βαρύ χειμώνα της Ρωσίας: «Αυτή τη στιγμή φεύγω για τη Μόσχα. Έχω προμηθευτεί μια γούνα πανωφόρι, μάλλινες κάλτσες και γάντια, όλα απαραίτητα για το κρύο της περιοχής. Μη σας ανησυχεί καθόλου. Θα κάνω δέκα μέρες μέχρι να φτάσω, θα διασχίσω τη μάβρη θάλασσα και ύστερα θα μπλέκω πολύ στον σιδερόδρομο. Θα παραμείνω τρεις μήνες στη Μόσχα και μετά θα γυρίσω».
Έναν μήνα αργότερα, στις 28 Νοεμβρίου, ο συγγραφέας αναφέρεται στο «φοβερό κρύο» της Μόσχας και τις συνθήκες ζωής εκεί: «Οι δρόμοι είναι πάντοτε καλυμμένοι με χιόνι, αυτή τη στιγμή έχουμε 10 βαθμούς κάτω από το μηδέν, και τον Δεκέμβρη θα φτάσω τους 35 βαθμούς κάτω από το μηδέν. Όμως, δεν υποφέρω καθόλου. Έχω πολύ παχιά γούνα, και το σπίτι όπου μένω είναι θερμαινόμενο μέρας-νύχτας, ώστε μπορεί κανείς να φορά μόνο το πουκάμισο. Η ζωή εδώ είναι πολύ διαφορετική από τις άλλες χώρες. Γράφω στην εφημερίδα μου σχετικά με αντιλήψεις μου, και ελπίζω κάποια μέρα να τις διαβάσετε. Σκοπεύω να μείνω εδώ δύο μήνες ακόμα. Θα ήθελα να μείνω παραπάνω, όμως η ζωή είναι πάρα πολύ ακριβή και δε μπορώ».
Χρόνια νωρίτερα, το 1902, ο Καζαντζάκης γράφει το αποχαιρετιστήριο του κείμενο προς τον γυμνασιάρχη του σχολείου του κατά την αποφοίτησή του: «Λέξεις άψυχοι δεν εκφράζουν ζωντανά αισθήματα» σημειώνει ο νεαρός Καζαντζάκης. Ωστόσο, (και) μέσα στις επιστολές του οι λέξεις έχουν ψυχή…