Στον παλιό νερόμυλο στην Αραβησσό Πέλλας, ένα κορίτσι αφηγείται τη δολοφονία των γονιών της, που συνέβη κάπου ανάμεσα στο ’44 -’46, από πλιατσικολόγους ταγματασφαλίτες. Εκείνη είχε γλιτώσει κρυμμένη μέσα στο ποτάμι… Λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα, στα Γιαννιτσά, μέσα από τα μονοπάτια του προσωπικού -αλλά και συλλογικού- βιώματος, η πόλη αναμοχλεύει το παρελθόν της, εμπλουτίζοντας το παλίμψηστο της μνήμης. Σε μια άλλη κωμόπολη, στους πρόποδες του Πάικου, τη Γουμένισσα, στη μεταξοβιομηχανία «Χρυσαλίς» ξετυλίγεται το νήμα της μεταξωτής ιστορίας του τόπου. Σκηνές από ένα θέατρο …διαφορετικό, με πρωταγωνιστές τα ίδια τα μέλη της κοινότητας και ιστορίες βασισμένες σε κοινά βιώματα και μνήμες έρχονται στο προσκήνιο μέσα από τη δουλειά της θεατρολόγου, σκηνοθέτιδος κι ηθοποιού Αναστασίας Χατζηλιάδου, από τα Γιαννιτσά Πέλλας.
Το «κορίτσι του μύλου» δεν είναι επαγγελματίας ηθοποιός αλλά μέλος της κοινότητας της Αραβησσού, που συμμετείχε στη site-specific performance (τοποειδική επιτέλεση) «Μνήμες στον παλιό νερόμυλο», που σκηνοθέτησε χρόνια πριν η κ. Χατζηλιάδου. Όπως κάτοικοι της κοινότητας των Γιαννιτσών και της Γουμένισσας είναι όσοι συμμετείχαν στα άλλα δύο πρότζεκτ της: «Επέστρεφε συχνά, μια περιπατητική παράσταση στην πόλη των Γιαννιτσών» και «Μετάξι, ένα θεατρικό ντοκιμαντέρ για το μεταξουργείο Χρυσαλίς στη Γουμένισσα του Κιλκίς».
Πτυχιούχος του Τμήματος Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στη Δημόσια Ιστορία (ΕΑΠ), η Αναστασία Χατζηλιάδου επέλεξε μια site-specific performance για τον ελληνικό εμφύλιο («Όμως ο πόλεμος δεν τελείωσε ακόμα…») για το πρακτικό μέρος της διπλωματικής της. Το ερευνητικό ενδιαφέρον της κινείται πάνω στον άξονα Θέατρο -Κοινότητα- Ιστορία και επικεντρώνεται σε τοποειδικές παραστάσεις, τις οποίες αναπτύσσει με κώδικες από το θέατρο του πραγματικού και από το Θέατρο της Κοινότητας. Επιτελώντας (σ)την κοινότητα ανέπτυξε τα παραπάνω και πολλά άλλα πρότζεκτ, όπως: «Εγώ είμαι ο τόπος σου, site specific performance για την πόλη των Γιαννιτσών», «Καμπυλώνοντάς σε, εικαστική performance σε βιοτεχνικό χώρο κεραμοποιίας» κ.ά.
Τι είναι, όμως, το site-specific performance, η τοποειδική επιτέλεση ή παράσταση; «Αφορά στη δημιουργία έργων τέχνης (παραστατικές και εικαστικές επιτελέσεις), που σχεδιάζονται και επιτελούνται σε έναν συγκεκριμένο χώρο, είτε είναι σε χρήση, είτε όχι. Οπωσδήποτε, πάντως, εξαρτώνται ζωτικά από τις εκάστοτε χωρικές ποιότητες, όπως για παράδειγμα, τα ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά, την ιστορία ή και τις πολιτισμικές αναφορές, καθώς βρίσκονται σε διαρκή συνομιλία με αυτές. Η νοηματοδότηση των έργων τέχνης προκύπτει από την αλληλεπίδραση χώρου και δράσης που μια πιθανή μεταφορά τους σε άλλο χώρο θα άλλαζε και τη σημασία τους», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Χατζηλιάδου.
Στην περίπτωση της τοποειδικής επιτέλεσης στην Αραβησσό, η αφήγηση της νεαρής «ηθοποιού», που αναπαριστά το κορίτσι του μύλου, βασίστηκε στη μαρτυρία της κόρης των μυλωνάδων, που όταν πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη ήταν ήδη 80 ετών. Η Στέλλα, ως «κορίτσι του μύλου», ακούει τις ιστορίες και τα μυστικά, που μοιράζεται η κοινότητά της, περιφερόμενη χωροχρονικά, αναλαμβάνοντας «ρόλους» στις ιστορίες τους και λειτουργώντας ως συνδετικός και ταυτόχρονα συνεκτικός κρίκος στην κοινότητα. Κυρίως, προσπαθεί να δώσει απαντήσεις σ’ ερωτήματα του σήμερα, όπως: Ποια είμαι; Τι με συνδέει με την κοινότητά μου; Ποιους δεσμούς του παρελθόντος θα απορρίψω και ποιους θα κρατήσω;
«Η διαγενεακότητα είναι κάτι που με απασχολεί. Πιστεύω πως αν οι γενιές (παρελθοντικές, παροντικές και μέλλουσες) είναι δεμένες μεταξύ τους με μια αλυσίδα σχέσεων ευθύνης, αλληλεγγύης, δικαιοσύνης αλλά και εξιλέωσης, τότε, το να ζει κανείς στο παρόν και να μπορεί να οραματιστεί ένα καλό μέλλον, σημαίνει πως πρέπει να αναγνωρίσει, να κατανοήσει και να διαχειριστεί τις κληρονομιές του παρελθόντος, όσο τραυματικές κι αν είναι. Κι αυτό είναι μια δύσκολη εργασία, που απαιτεί την ενδυνάμωση του υποκειμένου και τη μετατροπή του από παθητικό δέκτη σε φορέα εμπρόθετης δράσης», επισημαίνει η κ. Χατζηλιάδου.
Το Θέατρο της Κοινότητας και η λειτουργία του
Η επαφή με την κοινότητα και η ουσιαστική συμμετοχή της στα πρότζεκτ της αποτελεί τον κορμό των όσων κάνει η Αναστασία Χατζηλιάδου. Όπως στην περίπτωση της θεατρικής performance «Εγώ είμαι ο τόπος σου», που είναι το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα ενός πρότζεκτ που ξεκίνησε με στόχο τη διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα σ’ έναν πολίτη και την πόλη του. Κατά τη διάρκεια των συναντήσεων – προβών, άνθρωποι της πόλης συγκέντρωσαν και μοιράστηκαν τις γνώσεις και τις εμπειρίες τους για την πόλη των Γιαννιτσών. Στην παράσταση, όπως εξηγεί η ίδια, οι περφόμερ, ως «διαμεσολαβητές» του παρελθόντος, προσπαθούν να συναισθανθούν τους ανθρώπους που πέρασαν από αυτήν την πόλη, από τη δημιουργία της μέχρι και σήμερα, ψάχνοντας για το «αποτύπωμα» τους σε αυτήν. Μοιράζονται τις ιστορίες – διαδρομές αυτών των ανθρώπων ως προϋπόθεση της δικής τους ύπαρξης, για να μπορέσουν τελικά, μέσω της συλλογικής μνήμης, να «δηλώσουν» και αυτοί τη δική τους παρουσία ως πολίτες τούτης της πόλης, εξηγεί η δημιουργός.
Στο ίδιο πνεύμα, το «Επέστρεφε συχνά…» είναι μια περιπλάνηση σε άγνωστες γωνιές, κρυφά μέρη αλλά και κεντρικά σημεία της πόλης των Γιαννιτσών, όλα ιδωμένα μέσα από ένα ιδιαίτερο πρίσμα: την προσωπική ματιά των περφόρμερ, οι οποίοι είναι κάτοικοι της πόλης και αναλαμβάνουν να υποδεχτούν και να ξεναγήσουν το κοινό στον θεατρικό αυτό περίπατο. «Όλοι μαζί μοιράζονται μια κοινή εμπειρία, που εξερευνά και εμπλουτίζει το παλίμψηστο της μνήμης. Πώς είναι να επιστρέφει κανείς σε έναν αγαπημένο τόπο και να αναμοχλεύει μνήμες, ιστορίες και μυστικά, δικά του αλλά και μιας ολόκληρης πόλης ή μιας ολόκληρης χώρας; Τι επιλέγει να θυμηθεί και τι να ξεχάσει; Με ποιον τρόπο το παρελθόν τροφοδοτεί το παρόν και πώς εκβάλλει στο μέλλον; Τι σημαίνει να κατοικείς, να ανήκεις, να χωράς, να τολμάς, να εγκαταλείπεις, να ονειρεύεσαι; Εντέλει, ποιοι είμαστε ή ποιοι θα θέλαμε να είμαστε;», σημειώνει η κ. Χατζηλιάδου.
Εξηγεί ακόμη πως το θέατρο της Κοινότητας αφορά σε ένα είδος θεάτρου, που κατά κύριο λόγο, διαχειρίζεται/επεξεργάζεται μέσω της τέχνης τούς προβληματισμούς μιας συγκεκριμένης κάθε φορά συλλογικότητας/κοινότητας που, είτε προϋπάρχει, είτε «χτίζεται» γύρω από το θέμα ενδιαφέροντος. «Πρόκειται για μια ευρεία έννοια που επιμερίζεται σε ποικίλες εκφάνσεις, που εκτείνονται από το θέατρο στην εκπαίδευση ή το θέατρο στο χώρο εργασίας έως το θέατρο μέσα από την κοινότητα και το θέατρο για την κοινότητα», σημειώνει.
Ο τρόπος που αντιλαμβάνεται η σκηνοθέτις το θέατρο της Κοινότητας σχετίζεται, κυρίως, με τις δυο τελευταίες κατηγορίες. Για την πραγματοποίηση των εγχειρημάτων, αλλά και ως μια γενικότερη αισθητική επιλογή, επιχειρεί τη δημιουργική σύνθεση των χαρακτηριστικών των δυο παραπάνω κατηγοριών. Επιλέγει, για παράδειγμα, να συνδυάσει επαγγελματίες του χώρου με καθημερινούς ανθρώπους της κοινότητας διατηρώντας από τη μία την ευαισθησία του θέματος, που απασχολεί την κοινότητα και φροντίζοντας από την άλλη και για το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Η εξασφάλιση ενός καλλιτεχνικού παραγόμενου έξω από το πλαίσιο του ερασιτεχνικού θεάτρου αποτελεί σημαντικό ζητούμενο και οι μεθοδολογικές επιλογές γίνονται και με αυτό το κριτήριο. «Το γεγονός ότι στην εκάστοτε ομάδα εργασίας συμμετέχουν επαγγελματίες του θεάτρου (σκηνοθέτης, θεατρολόγος, δραματουργός, σκηνογράφος – ενδυματολόγος κτλ), που συνεργάζονται με την κοινότητα, αποτελεί μια κάποια δικλείδα ασφαλείας ως προς την ποιότητα του καλλιτεχνικού αποτελέσματος», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Η παιδαγωγική λειτουργία αυτού του είδους θεάτρου είναι, επίσης, ένας από τους σημαντικούς στόχους του κάθε εγχειρήματος. «Η δουλειά μέσα σε μια συγκεκριμένη κοινότητα (όπως κι αν ορίζεται αυτή) στοχεύει να επηρεάσει την εξέλιξη της κοινότητας. Να δημιουργήσει συνθήκες για βαθύτερη και πολύπλευρη κατανόηση του θέματος που απασχολεί την κοινότητα και ταυτόχρονα να ενδυναμώσει και να ωθήσει τόσο τους συμμετέχοντες όσο και τους θεατές (τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας που επέλεξαν να μη συμμετέχουν στη διαδικασία αλλά και το ευρύ κοινό) να αναλάβουν ενεργή δράση. Εντέλει, σε κάθε περίπτωση και ανάλογα την κοινότητα ή συλλογικότητα με την οποία θα γίνει η συνεργασία και φυσικά λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε φορά, γίνονται και οι αντίστοιχες μεθοδολογικές και αισθητικές επιλογές έτσι ώστε να μπορέσουν να πραγματοποιηθούν, λίγο ή πολύ οι τρεις βασικές λειτουργίες του θεάτρου, η ψυχαγωγική (και με την έννοια της θεραπείας), η παιδαγωγική και η τελετουργική», προσθέτει.
Η έμπνευση από τη γιαγιά και το μεταπτυχιακό στη Δημόσια Ιστορία
Τι, όμως, παρακίνησε την κ. Χατζηλιάδου να ασχοληθεί με το θέατρο στην/για την κοινότητα; «Αρχικά και στο πλαίσιο των σπουδών μου στη σκηνοθεσία, στο Τμήμα Θεάτρου του ΑΠΘ, η επιθυμία διερεύνησης των ορίων του θεατρικού χώρου. Αρκετές φορές η ανάγκη. Δεν μου ήταν καθόλου εύκολο ν’ ακολουθήσω τους χρονικούς περιορισμούς τού μοναδικού θεατρικού χώρου που είχε η σχολή μου. Ξέρεις, οι περιορισμοί που συναντάς στη δουλειά σου, που τελικά γίνονται συνειδητή επιλογή», απαντά.
Αποκαλύπτει πως μεγάλη έμπνευση για την ίδια αποτέλεσε η γιαγιά της. «Με την αφηγηματική της δεινότητα και τη στοχαστική της ματιά στο παρελθόν, παρόλο που δεν είχε τελειώσει καν το Δημοτικό, με μύησε στην τέχνη της ενεργητικής ακρόασης, της ενσυναίσθησης και της χαράς του να αφουγκράζομαι τους ανθρώπους γύρω μου», σημειώνει κι εξηγεί πως οι δυο τους βρέθηκαν να κάνουν παρέα, όταν οι ανάγκες τους συναντήθηκαν ουσιαστικά. «Όταν η γιαγιά μου άρχισε να μεγαλώνει και ήθελε να μιλήσει και όταν εγώ, ψάχνοντας να βρω τη δική μου καλλιτεχνική φωνή έκφρασης μπορούσα να την ακούσω», θυμάται.
«Αυτές τις ιστορίες που σου λένε οι άνθρωποι παιδί μου, να τις κάνεις έργα», της έλεγε, «να μαθαίνει ο κόσμος, που δεν διαβάζει, τι γινότανε τότε, να μην γίνουν τα ίδια λάθη, να μην υποφέρετε».
Κομβικό ρόλο στην απόφασή της να στραφεί προς το θέατρο στην/για την κοινότητα έπαιξε και η επιλογή του μεταπτυχιακού Δημόσιας Ιστορίας στο ΕΑΠ. «Εκεί, πλέον, έγινε ακόμα πιο συνειδητή η επιλογή του ν’ ασχοληθώ με την κοινότητα και να συνδυάσω τη βασική μου πειθαρχία, δηλ. το θέατρο, με ζητήματα μνήμης και ταυτότητας στην κοινότητα», επισημαίνει.
«Νόρες: ένα διαγενεακό μοιρολόι», το νέο πρότζεκτ
Το νέο πρότζεκτ της κ. Χατζηλιάδου έχει τίτλο «Νόρες: ένα διαγενεακό μοιρολόι» και είναι εμπνευσμένο από το «Κουκλόσπιτο (Νόρα)» του Ίψεν.
«Η Νόρα εδώ είναι συλλογικό πρόσωπο. Το αφήγημα της ζωής της πλέκουν όλες οι αφηγήσεις – μαρτυρίες των γυναικών που λαμβάνουν μέρος στην παράσταση. Κυρίως, γιατί νιώθουν την ανάγκη ν’ αφηγηθούν τη ζωή τους, καθώς αυτή έχει υπάρξει, ως επί το πλείστον, τραυματική ως προς την εμπειρία του φύλου. Γυναίκες διαφορετικών ηλικιών θα μοιραστούν τις εμπειρίες τους σχετικά με το πώς μεγάλωσαν ή μεγαλώνουν και θα προσπαθήσουν με εργαλεία το πολυφωνικό μοιρολόι, τη φροντίδα και την αλληλεγγύη, να δημιουργήσουν εκείνες τις συνθήκες που θα τις απελευθερώσουν και θα τις ενδυναμώσουν», λέει η σκηνοθέτις.
Η κ. Χατζηλιάδου δεν παραλείπει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, να ευχαριστήσει τους/τις σταθερούς συνεργάτες/συνεργάτιδές της, που συγκροτούν τη δημιουργική ομάδα (κατά περίπτωση παράστασης/ανάλογα με τις ανάγκες). Αυτοί είναι οι: Παναγιώτα Κωνσταντινάκου: Θεατρολόγος – Δραματουργός/ Στάθης Μήτσιος: Visual Artist – Set & Installation Design, 3D Projection Mapping/ Χριστίνα Θαλασσά: Σκηνογράφος – Ενδυματολόγος – Εικαστικός/ Αγγελική Γαβριέλλα Σαμψωνίδου: Κοινωνιολόγος – Έρευνήτρια.
Κλείνοντας, λέει πως «η θεατρική πράξη, με τους όρους που εξηγήθηκαν παραπάνω, δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, έχει όμως τη δύναμη να σημαδεύσει ανεξίτηλα τη συνείδηση του θεατή». Κι απ’ αυτή τη δύναμη αντλεί και η ίδια έμπνευση και μεράκι για δημιουργία.
Σοφία Παπαδοπούλου