Κανένας συγγραφέας στις ημέρες μας, σε όποιο βάθρο κι αν έχει υπερυψωθεί, δεν μπορεί να παραμείνει ανέγγιχτος, αποζητώντας τον θρόνο του ιερού τέρατος.
Αυτό είναι το συμπέρασμα από το καινούργιο μυθιστόρημα του Βαγγέλη Ραπτόπουλου με τον μακρόσυρτο τίτλο «Ο Θεός φταίει, που έκανε τον κόσμο τόσο ωραίο. Αλληγορίες από τον Καζαντζάκη». Το βιβλίο κυκλοφορεί από τον Κέδρο και εντάσσει στις σελίδες του πάνω από 250 αλληγορίες του παγκοσμίως αναγνωρισμένου Κρητικού.
Ο Ραπτόπουλος δεν θέλει, βεβαίως, να υπονομεύσει τον Καζαντζάκη. Aλλά το ακριβώς αντίθετο: να τον προβάλει σε νεόκοπα συμφραζόμενα και να τον αποθεώσει. Δηλώνοντας ανοιχτά τον θαυμασμό του για το καζαντζακικό έργο, που όπως δηλώνει στο επίμετρό του, έχει επηρεάσει τη συγγραφική του πορεία, ακόμα κι αν κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολα ορατό, ο Ραπτόπουλος δοκιμάζει, παρόλα αυτά, να παρέμβει ευθέως και κατά ρητό τρόπο στα χωρία, τα οποία επιλέγει: από τη μια εγκλιματίζοντας τη γλώσσα τους στο σύγχρονο εκφραστικό αίσθημα και από την άλλη τροποποιώντας τη σύνθεση και τη δομή τους. Τα χωρία εμπλουτίζονται επιπροσθέτως με ένα νεότευκτο μυθοπλαστικό πρόσωπο, το οποίο δεν είναι άλλο από τον ίδιο τον Καζαντζάκη.
Να υπενθυμίσω πως ο Ραπτόπουλος έχει συνομιλήσει κατ’ επανάληψη με συγγραφικά αρχέτυπα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Στο μυθιστόρημα «Η απίστευτη ιστορία της Πάπισσας Ιωάννας» (2000) επανέρχεται στον Εμμανουήλ Ροΐδη ενώ στο μυθιστόρημα «Μοιρόλα3» (2014) κοιτάζει προς την Πηνελόπη Δέλτα. Και να μην παραλείψουμε το μυθιστόρημα «Αρχαία συνταγή: Ηρόδοτος, Ηράκλειτος, Λουκιανός» (2006) και τις ιστορίες του Ηροδότου, τους διαλόγους του Λουκιανού και τα ηρακλείτεια αποσπάσματα που εγγράφονται στο εσωτερικό του. Στο μυθιστόρημα «Ανέγγιχτη» (2022) ο Ραπτόπουλος αρχίζει έναν ακόμα κύκλο ενδολογοτεχνικών συνομιλιών, παραλλάσσοντας ή μετατονίζοντας καζαντζακικά μυθιστορήματα όπως τα «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», «Αναφορά στον Γκρέκο», «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Ο Καπετάν Μιχάλης» και «Ο τελευταίος πειρασμός». Θα πρέπει επίσης να προσθέσουμε επιστολές και αποσπάσματα ημερολογίου του Καζαντζάκη, αντλημένα από το βιβλίο της Ελένης Καζαντζάκη «Ο ασυμβίβαστος» ή να συνυπολογίσουμε το πλάγιο φως που πέφτει στην προσωπικότητα της Γαλάτειας Καζαντζάκη, πρώτης συζύγου του Καζαντζάκη.
Η περίτεχνη και δύσκολη δημοτική του Καζαντζάκη με τις επινοημένες λέξεις και δυσπρόφερτες λέξεις της τόσο στην «Ανέγγιχτη» όσο και στο «Ο Θεός φταίει, που έκανε τον κόσμο τόσο ωραίο» αποκτά καθημερινή και σχεδόν φυσική ανάσα, δείχνοντας μια από τις πιθανές αιτίες για τη διεθνή και πολύχρονη επιτυχία των καζαντζακικών μυθιστορημάτων. Κι έτσι, όχι μόνο παίρνουμε μια ιδέα για το πώς μπορεί να είναι ο Καζαντζάκης απαλλαγμένος από τη βαριά γλωσσική του αρματωσιά, αλλά και έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε την τύχη του σε ένα σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα βασισμένο στα μυθιστορηματικά και τα ταξιδιωτικά του κείμενα ή στα γράμματα, τα οποία αντήλλασσε με διαφόρους. Παραμύθια, ανέκδοτα, παράξενα αστεία, μύθοι, συγκαλυμμένα διεθνή ζητήματα, παραδοσιακά νήματα ή ονειρικές καταστάσεις με παραπομπές στην ελληνική αρχαιότητα, στη νεότερη ελληνική ιστορία και στην τοπική ιστορία των επαναστάσεων της Κρήτης – κι ακόμα, ιστορίες από τους βίους αγίων.
Τα χωρία έχουν υψηλό βαθμό αυτονομίας και η τυχαία διαδοχή τους δεν επηρεάζει τη λειτουργικότητά τους, αν δεν τους δίνει ένα ξεχωριστό βάρος, μια και τοποθετημένα σε άλλα συμφραζόμενα δεν αποκλείεται να έχουν διαφύγει από την προσοχή του αναγνώστη.
Τι έχουν να μας πουν οι αλληγορίες του Καζαντζάκη; Μα, περίπου όσα ξέρουμε και από τον συγγραφικό του κόσμο, κόσμο ο οποίος απόκτησε σάρκα και οστά ήδη από την «Ασκητική». Ο Καζαντζάκης δεν πιστεύει στο αγαθό θεϊκό πρόταγμα της χριστιανοσύνης, μολονότι ο Χριστός επανέρχεται τακτικά στον νου του. Ο Θεός βρίσκεται μέσα στον εγκόσμιο βόρβορο (δεν φοβάται την αταξία, τη διάλυση, τη φθορά και την πτώση του), έλκοντας από αυτόν τη δύναμή του. Επιπλέον, ο Θεός δεν είναι υπόσταση, αλλά διάχυτη ζωική ενέργεια και έκσταση. Ο άνθρωπος καλείται τον Θεό μα και τον εαυτό του. Φυσικά, ο δρόμος που θέλει να χαράξει ο Καζαντζάκης για τον άνθρωπο είναι ανηφορικός (δεν είναι τυχαίο πως και το ανέκδοτο μυθιστόρημά του, που κυκλοφόρησε το 2022 από τη Διόπτρα τιτλοφορήθηκε «Ο ανήφορος»).
Η ανηφορική διαδρομή, η αίσθηση μιας επικής μοναξιάς, αλλά και οι μετακομμουνιστικές ιδέες περνούν, αν και με μετριοπαθέστερη ορμή, στις μεταγραφές του Ραπτόπουλου μαζί με την ουτοπία μιας πολιτείας του Χριστού και του Μαρξ, η οποία ευαγγελίζεται ως απαραβίαστα ιδανικά της την ανακούφιση των βασανισμένων, αλλά και την ικανότητα της αρσενικής ομορφιάς να πετάγεται διαρκώς προς τα μπρος σε ένα σύμπαν όπου ο Θεός μοιάζει εκ των προτέρων νεκροζώντανος. Ο Καζαντζάκης θα υπερπροβάλει εν κατακλείδι το όραμα της τέλειας τέχνης και της τέλειας ομορφιάς, που διασώζεται ακέραιο, όπως και το σύνολο του συγγραφικού του πνεύματος, στο «Ο Θεός φταίει, που έκανε τον κόσμο τόσο ωραίο». Εδώ, ωστόσο, θα διεκδικήσει την ίδια ώρα και μια νεωτερική ή μεταμοντέρνα χροιά. Κι αυτό είναι το σημαντικότερο.