Το περασμένο Σάββατο, ο Μαξίμ Μπαντά επρόκειτο να αγωνισθεί με την εθνική ομάδα ράγκμπι της Ιταλίας, στην αναμέτρηση με την Αγγλία. Σύμφωνα με τους σχετικούς υπολογισμούς, στον αγώνα της Ρώμης, θα έδιναν το «παρών» περίπου 60.000 φίλαθλοι, όμως η πανδημία του κορονοϊού υποχρέωσε τους διοργανωτές να αναβάλουν τη συνάντηση.
Αυτή, θα ήταν η 21η συμμετοχή του Μπαντά με την Ιταλία, όμως τελικά ο έμπειρος άσος βρέθηκε από την τρίτη γραμμή της ομάδας του (σ.σ. θέση στο ράγκμπι) στην θέση του οδηγού ενός ασθενοφόρου! Ο Ιταλός αθλητής, είναι πρωταγωνιστής σε μία από τις πολλές ανθρώπινες ιστορίες, που διαδραματίζονται τις τελευταίες ημέρες ανά την υφήλιο, εξ΄ αιτίας της πανδημίας του κορονοϊού.
Φορώντας την απαραίτητη προστατευτική μάσκα στο πρόσωπο και την ειδική στολή του παραϊατρικού προσωπικού, ο Μπαντά προσφέρθηκε εθελοντικά να υπηρετήσει ως οδηγός ασθενοφόρου, προκειμένου να βοηθήσει με τον τρόπο του, τις προσπάθειες του «Κίτρινου Σταυρού», που δραστηριοποιείται στην Εμίλια Ρομάνα, μία από τις περιοχές που έχουν πληγεί σφόδρα από την Covid-19.
«Όταν ακυρώθηκαν τα πάντα στο ράγκμπι, αναρωτήθηκα πώς θα μπορούσα να βοηθήσω, ακόμη και χωρίς να διαθέτω ιατρικές ικανότητες», εξηγεί ο Μπαντά, που συμπλήρωσε τέσσερις ημέρες στο τιμόνι του ασθενοφόρου και πρόσθεσε: «Βρήκα τον “ Κίτρινο Σταυρό”, ο οποίος είχε μία υπηρεσία μεταφοράς για φάρμακα και φαγητό σε ηλικιωμένους. Αλλά μετά από μια ημέρα με παραδόσεις προστατευτικών μασκών, φαγητού και ιατρικών συνταγών, αναζήτησα κάτι στο οποίο θα ήμουν πιo χρήσιμος. Έτσι, βρέθηκα να διακομίζω ασθενείς από το ένα νοσοκομείο στο άλλο και από την μία περιοχή στην άλλη. Όποτε χρειάζεται, βοηθώ και με το φορείο και με την παροχή οξυγόνου. Το 95% των δομών του νοσοκομείου είναι αφιερωμένο σε ασθενείς με κορονοϊό. Αυτό που βλέπω, είναι άνθρωποι όλων των ηλικιών, αναπνευστήρες, οξυγόνο, γιατροί και νοσηλευτές που εργάζονται για 20 ή 22 ώρες και οι οποίοι δεν κοιμούνται ούτε ένα λεπτό».
Συνεχίζοντας την αφήγηση της εμπειρίας που βιώνει, ο 26χρονος Μπαντά είναι… αποκαλυπτικός: «Εάν οι άνθρωποι έβλεπαν αυτό που βλέπω στα νοσοκομεία, δεν θα υπήρχε ούτε μια γραμμή αναμονής στα σούπερ μάρκετ. Θα το σκέφτονταν δύο, τρεις ή τέσσερις φορές πριν εγκαταλείψουν το σπίτι τους. Θα ήθελα να πω ότι η κατάσταση εδώ είναι στο όριο. Υπάρχουν τμήματα, όπου κυριαρχεί ο θάνατος. Είναι απερίγραπτο το συναίσθημα όταν βλέπεις τα μάτια τους. Ακόμη κι εάν δεν μπορούν να μιλήσουν, επικοινωνούν με τα μάτια. Και λένε πράγματα που δεν μπορείτε να φανταστείτε. Ακούν τους συναγερμούς, τους γιατρούς και τους νοσηλευτές που τρέχουν από το ένα τμήμα στο άλλο. Ο πρώτος άνθρωπος που βρήκα από το νοσοκομείο μου είπε ότι έφτασε πριν από τρεις ώρες, όταν πέθανε ο γείτονάς του. Και κατά τη διάρκεια της νύχτας, δύο άλλες γυναίκες πέθαναν στο δωμάτιό τους. Ποτέ δεν είχε δει κάποιον να πεθαίνει», προσθέτει. «Όσο έχω δύναμη, θα συνεχίσω. Είμαι εδώ και θα παραμείνω.
Αλλά το τρομερό, είναι ότι κάθε φορά που τους αγγίζεις, πρέπει αμέσως να απολυμάνεις τα χέρια σου. Σύμφωνα με αυτό που βλέπω στις αίθουσες λοιμωδών νόσων, λέω στον εαυτό μου ότι δεν μπορώ να αισθανθώ κόπωση. Ο φόβος είναι φυσιολογικός. Αλλά υπάρχουν λίγα πράγματα που μπορούν να γίνουν με ασφάλεια, που θα παρέχουν μισή ώρα ή μια ώρα ανάπαυσης για όσους βρίσκονται στην πρώτη γραμμή. Για αυτούς, μια ώρα είναι απαραίτητη»…
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΙΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ