Παρά την κόπωση, ο Φερνάντο Νταγιάν Χόρχε Ενρίκες, ξυπνά από τα ξημερώματα για να προπονηθεί σε ένα κανάλι στο Cape Coral της Φλόριντας. Σε λίγες εβδομάδες, ο Ολυμπιονίκης του κάνοε καγιάκ θα συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς Αγώνες, ως μέλος της ομάδας προσφύγων, δύο χρόνια μετά την φυγή του από την Κούβα.
Το 2021 στο Τόκιο, ο Κουβανός αθλητής κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες, στα 1000 μέτρα σπριντ του διθέσιου κάνοε, μαζί με τον συμπατριώτη του, Σεργκέϊ Τόρες Μαδριγάλ.
Στα 22 χρόνια του, έκανε το όνειρό του πραγματικότητα. Όμως η θριαμβευτική επιστροφή στην πατρίδα, διαδέχθηκε την «προσγείωση» στην πραγματικότητα και στην χειρότερη οικονομική κρίση, που περνά η Κούβα, μετά την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ.
«Εζησα όπως όλοι οι Κουβανοί και δεν ήμουν πια στην αθλητική φούσκα», δηλώνει ο Ενρίκες, ο οποίος ανακάλυψε το κάνοε σε ηλικία 11 ετών, μαζί με τον πατέρα του και προσθέτει: «Ηθελαν να με στρατολογήσουν στο κυβερνητικό καθεστώς και αρνήθηκα. Εγκατέλειψα την χώρα μου».
Οι ελλείψεις κάθε είδους και οι επαναλαμβανόμενες διακοπές ρεύματος στην Κούβα, έχουν οδηγήσει σε ένα άνευ προηγουμένου κύμα μετανάστευσης.
Τον Μάρτιο του 2022, ο Ενρίκες αξιοποίησε μία εκπαίδευση στο Μεξικό για να προσπαθήσει να μεταβεί μαζί με την σύζυγό του στη Φλόριντα, μια πολιτεία στα νοτιοανατολικά των Ηνωμένων Πολιτειών με μεγάλη κουβανική κοινότητα. Και μαζί μ΄έναν συναθλητή του, αρχίζει ένα δεκαπενταήμερο ταξίδι στα σύνορα από το αεροδρόμιο της μεξικανικής πρωτεύουσας.
«Προσπαθήσαμε να κρύψουμε ποιοι ήμασταν γιατί κάποιος θα μπορούσε να μας είχε απαγάγει και να ζητήσει λύτρα», διηγείται ο Ενρίκες.
Το να διασχίσεις το Rio Bravo, το τελευταίο εμπόδιο που πρέπει να ξεπεράσεις, δεν είναι εύκολο. Ο νεαρός αθλητής δεν προλαβαίνει να πάρει… ανάσα στην αμερικανική όχθη όταν άκουσε κραυγές, καθώς το έντονο ρεύμα εμπόδιζε έναν άνδρα να σώσει την γυναίκα του, που πάλευε να μην πνιγεί, στην μέση του ποταμού. Ξαναβουτάει και την βοηθά να φθάσει στην ξηρά, όπου την περιμένει το κοινό ταξίδι όλων των μεταναστών, οι οποίοι προσπαθούν να εισέλθουν παράνομα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Μετά από δύο εβδομάδες κράτησης, αφέθηκε ελεύθερος ενώ περίμενε να εξετασθεί το αίτημά του για άσυλο από τις αρχές. Τελικά, καταφέρνει να έρθει με την γυναίκα του στο Μαϊάμι, αλλά η δοκιμασία δεν έχει τελειώσει.
Ζει υπό τον φόβο των αντιποίνων κατά της οικογένειάς του πίσω στην Κούβα και πρέπει να κάνει διάφορες εργασίες, όπως συντηρητής ή υδραυλικός, συνδυάζοντας τις προπονήσεις.
«Σηκώθηκα στις 4 το πρωί για να προπονηθώ, συνέχισα με οκτώ ώρες δουλειάς πριν πάω σπίτι, για να επιστρέψω στην προπόνηση», τονίζει ο Ενρίκες.
Μια ημέρα, σε ένα οικογενειακό πάρτι στο Μαϊάμι, γνώρισε τον Αλέν Νογκέρας, επίσης Κουβανό, ο οποίος του προσέφερε εργασία στην εταιρεία του, με ευέλικτο ωράριο.
Η μόνη προϋπόθεση είναι να μετακομίσετε στο Cape Coral, μια άλλη πόλη της Φλόριντας, με τα κανάλια της, ένα ιδανικό γήπεδο προπόνησης.
Σχεδόν αμέσως, ο Ενρίκες επικράτησε στο εθνικό πρωτάθλημα πριν κατακτήσει το χάλκινο μετάλλιο στο παγκόσμιο πρωτάθλημα.
Οι Αγώνες είναι ακόμα μακριά, αλλά η ζωή του χαμογελά, καθώς εξασφαλίζει άσυλο και καταφέρνει να φέρει τους γονείς του στη Φλόριντα.
Μετά από ένα χρόνο αναμονής, η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ) τον δέχτηκε στην ομάδα προσφύγων, που θα έχει 36 αθλητές από ένδεκα χώρες στο Παρίσι, συμπεριλαμβανομένου ενός άλλου Κουβανού, του αρσιβαρίστα, Ραμίρο Μόρα. Αξίζει να σημειωθεί, ότι από το 2022, περίπου 200 Κουβανοί αθλητές έχουν αυτομολήσει.
«Εσκασα από χαρά, θα φορέσω αυτά τα χρώματα με μεγάλη υπερηφάνια», τονίζει ο Ενρίκες, ενώ χάρη στα 1.500 δολάρια που χορήγησε η ΔΟΕ και την βοήθεια αρκετών φίλων, μπορεί πλέον να αφοσιωθεί στο πάθος του.
Ένα πρωί του Ιουλίου, με το ένα γόνατο στο κάνοε και το άλλο λυγισμένο, συνέχισε την προπόνηση παρά το έντονο κρύο. Κάτω από το βλέμμα του προπονητή του, σφίγγει τα δόντια του.
Ελπίζει σε νέο μετάλλιο στο Παρίσι, αυτήν την φορά σε ατομικό επίπεδο. Και το 2028 στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες, ίσως να είναι μέλος της αμερικανικής Ολυμπιακής ομάδας: «Δεν βάζω κανένα εμπόδιο στον εαυτό μου, ειδικά μετά από όλα όσα έχω ζήσει από τότε που έφθασα εδώ».
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΙΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ