Η Μαρί Ζοζέ Περέκ άκουγε πάντα τη γιαγιά της, που την αποκαλούσε “Mémère”, να της μιλά για τον Μοχάμεντ Αλι από την κουζίνα της στο Basse-Terre. Όταν ο θρυλικός πυγμάχος άναψε τον Ολυμπιακό Βωμό στην Τελετή Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Ατλάντα το 1996, η Μαρί Ζοζέ Περέκ ένιωσε “πιο δυνατή από τον Θεό”.
“Επειδή είμαι μαύρη, επειδή είμαι η σημαιοφόρος της γαλλικής αποστολής, επειδή βρισκόμαστε στην Ατλάντα, πρέπει να γράψω Ιστορία. Τίποτε δεν πρόκειται να μου συμβεί. Τα 400 μέτρα είναι μία τυπική διαδικασία”, είχε δηλώσει η Γαλλίδα δρομέας.
Και η Περέκ φρόντισε να… επαληθεύσει θριαμβευτικά τις δηλώσεις της, καθώς έκανε ένα εντυπωσιακό “νταμπλ” επικρατώντας στα 200μ και στα 400 μέτρα. Το πρώτο χρυσό μετάλλιο ήλθε με επίδοση 48.25 και αφήνοντας στη δεύτερη θέση την Αυστραλή, Κάθι Φρίμαν, ενώ η επικράτηση στα 200 μέτρα, αποτέλεσε έκπληξη, δεδομένου ότι δεν ήταν ανάμεσα στα φαβορί.
Μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, η Περέκ αρρώστησε βαριά και απουσίασε από το 1998 έως το 1999. Στη συνέχεια, άλλαξε προπονητή και προετοιμάστηκε για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ. Η μονομαχία της με την Φρίμαν θα ήταν μία από τις καλύτερες στιγμές της διοργάνωσης. Η Αυστραλή, που ανήκει στη μειονότητα των Αβορίγινων, είναι είδωλο και σύμβολο συμφιλίωσης για τους Αυστραλούς. Και η Περέκ, νιώθοντας να έχει απέναντι της μια ολόκληρη χώρα, φεύγει από το Σίδνεϊ στις 20 Σεπτεμβρίου 2000, χωρίς να ενημερώσει κανέναν.
“Τα 400 μέτρα του Σίδνεϊ δεν ήταν ένας αγώνας ενάντια στην Κάθι Φρίμαν, ήταν ένας αγώνας ενάντια σε ένα ολόκληρο έθνος που είχε τα προβλήματά του”, είπε αργότερα η Περέκ…