Ήταν 4 Αυγούστου του 1936, στο νέο Ολυμπιακό στάδιο του Βερολίνου, κατάμεστο από χιλιάδες φιλάθλους και γεμάτο από σημαίες με την σβάστικα. Ο 22χρονος μαύρος Αμερικανός αθλητής, Τζέσι Οουενς μόλις είχε κατακτήσει το χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο στο άλμα εις μήκος με επίδοση οκτώ μέτρα κι έξι εκατοστά.
Ο νεαρός πρωταθλητής, επικράτησε στον τελικό του βασικού αντιπάλου του, που ήταν ο αγαπημένος του κοινού, ο Γερμανός, Λουτζ Λονγκ, ένας ψηλός, ξανθός και με γαλάζια μάτια αθλητής.
Καταστρέφοντας την ελπίδα του ναζιστικού καθεστώτος να επιδείξει την ανωτερότητα της «άριας φυλής», ο Οουενς υποχρέωσε τον έξαλλο Χίτλερ να φύγει από το στάδιο, την ώρα που ο Λονγκ συγχαίρει τον μαύρο Αμερικανό, πέφτοντας στην αγκαλιά του.
Τελευταίο από τα ένδεκα παιδιά μιας οικογένειας από την Αλαμπάμα κι εγγονός σκλάβων, ο Οοουενς κατέκτησε ακόμη τρία χρυσά μετάλλια με χαρακτηριστική ευκολία (σ.σ. 100μ, 200μ και 4×100μ, σημειώνοντας παγκόσμια ρεκόρ). Και όπως ήταν φυσικό, έγινε ο ήρωας των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων, που μεταδόθηκαν τηλεοπτικά.
Αν και γνώρισε την αποθέωση κατά την επιστροφή του, σε μια Αμερική ακόμη σε μεγάλο βαθμό διαχωρισμένη, ο διάσημος -πλέον- Ολυμπιονίκης, δεν έγινε δεκτός από τον πρόεδρο, Φρανκλίνο Ρούσβελτ.
Ο Οουενς, έπρεπε να περιμένει μέχρι το 1975 για να τιμηθεί από τον Λευκό Οίκο. «Ο Τζέσι Όουενς πέτυχε ένα κατόρθωμα που κανένας πολιτικός, κανένας δημοσιογράφος, κανένας στρατηγός δεν θα μπορούσε να έχει πετύχει: Ανάγκασε τον Αδόλφο Χίτλερ να φύγει από το στάδιο», δήλωσε με νόημα ο Τζέραλντ Φορντ.
Μετά το Βερολίνο, ο κορυφαίος πρωταθλητής γύρισε γρήγορα σελίδα στην καριέρα του και αναγκάσθηκε να κάνει διάφορες εργασίες, ενώ πέθανε το 1980 σε ηλικία 66 ετών από καρκίνο του πνεύμονα.