Του Γ. Χαβιανίδη
Από επίσημη αγαπημένη, επίσημη… παρατημένη! Η εθνική ομάδα μπάσκετ παρουσιάστηκε κατώτερη των προσδοκιών και αποχαιρέτησε πρόωρα το Παγκόσμιο Κύπελλο της Κίνας. Την ίδια ώρα, η -πρωταθλήτρια Ευρώπης του 2004- εθνική ομάδα ποδοσφαίρου, αδυνατεί να νικήσει ακόμη και το Λιχτενστάιν…
Η εθνική μπάσκετ κατέβηκε νωρίς από το… τρένο του Μουντομπάσκετ. Η εθνική ποδοσφαίρου, πάλι, δεν επιβιβάστηκε καν στην αντίστοιχη… αμαξοστοιχία με προορισμό την τελική φάση του Euro 2020. Η αποτυχία και στις δύο περιπτώσεις είναι μεγάλη και καθιστά επιτακτική ανάγκη την εξέταση του «μαύρου κουτιού». Αν δεν διαγνώσεις το πρόβλημα, εξάλλου, αυτό με μαθηματική ακρίβεια θα βρεθεί και πάλι μπροστά σου.
Ο Giannis και οι άλλοι
Η αισιοδοξία για την πορεία της εθνικής ομάδας μπάσκετ στα γήπεδα της Κίνας ήταν διάχυτη πριν την έναρξη του τουρνουά. Ας μην λησμονούμε, ότι το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα είχε στις τάξεις της τον MVP του NBA, Γιάννη Αντετοκούνμπο. Ο σούπερ σταρ των Μιλγουόκι Μπακς αναδείχτηκε πολυτιμότερος παίκτης της σεζόν στο κορυφαίο πρωτάθλημα του πλανήτη και πολλοί πίστεψαν ότι η παρουσία του θα ήταν αρκετή να οδηγήσει την Εθνική σε μία διάκριση. Οι προσδοκίες τους, ωστόσο, διαψεύστηκαν.
Ο Giannis έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του. Σε αρκετές περιπτώσεις, ωστόσο, φαινόταν απελπιστικά μόνος. Όταν οι αντίπαλοι της Εθνικής ήταν διαβασμένοι και έριχναν το βάρος στην αντιμετώπισή του, αυτομάτως δημιουργούνταν χώροι και προϋποθέσεις για περιφερειακά σουτ. Αξιόπιστοι σουτέρ, όμως, δεν υπήρχαν στη διάθεση του Θανάση Σκουρτόπουλου. Η ελληνική ομάδα ήταν ουσιαστικά ακίνδυνη από τα 6,75μ, κάτι που κατάλαβαν και εκμεταλλεύτηκαν οι αντίπαλοί της.
Τα λάθη του Σκουρτόπουλου
Πάντοτε έπειτα από μία αποτυχία, τα «πυρά» (σχεδόν) όλων στρέφονται κατά του προπονητή. Εν προκειμένω, του Θανάση Σκουρτόπουλου. Αυτό που του χρεώνουν οι περισσότεροι, και όχι αδίκως, είναι το γεγονός ότι δεν κατάφερε να εκμεταλλευτεί το μεγάλο «όπλο» που είχε στη διάθεσή του: τον Γιάννη Αντετοκούνμπο.
Ουσιαστικά, τον εγκλώβισε σε άμυνες τις οποίες δεν έχει συνηθίσει να αντιμετωπίζει στο NBA, τον άφησε να «παλεύει» με δύο ή τρεις αντιπάλους και απέτυχε να βρει τις απαραίτητες εναλλακτικές στην περιφέρεια. Δεν κατάφερε, επί της ουσίας, να στήσει μία ομάδα γύρω από το στυλ, τις ικανότητες και τις αγωνιστικές ανάγκες του πιο ταλαντούχου καλαθοσφαιριστή της.
Παράλληλα, φάνηκε να επιμένει υπερβολικά στην αξιοποίηση του διδύμου Παπανικολάου – Παπαπέτρου στις θέσεις 2-3 και να μην εμπιστεύεται το δίδυμο Καλάθη – Σλούκα, που τα είχαν πάει περίφημα στο Ευρωμπάσκετ του 2017. Γενικότερα, «έχτισε» μία ομάδα με τα καλύτερα διαθέσιμα «υλικά» και όχι με τους αθλητές που ενδεχομένως θα ταίριαζαν περισσότερο στο στυλ παιχνιδιού που θα έπρεπε να είχε η ομάδα του.
Η επόμενη μέρα
Ασφαλώς, το πρόβλημα της Εθνικής είναι βαθύτερο. Προκειμένου να ελπίζουμε σε καλύτερες πορείες στο μέλλον, θα πρέπει στην ΕΟΚ να καταρτίσουν και να θέσουν σε εφαρμογή ένα πλάνο ανανέωσης, με έμφαση στο αναπτυξιακό πρόγραμμα. Για να «θερίσεις» ταλέντα, πρέπει πρώτα να «σπείρεις» και να φροντίσεις για την «καλλιέργεια» σε σωστές βάσεις. Μόνο έτσι μπορεί να ελπίζεις ότι θα βρεις έναν νέο Διαμαντίδη, Σπανούλη ή Παπαλουκά.
Το δράμα της εθνικής ποδοσφαίρου
Αν θεωρήσουμε ότι η εθνική ομάδα μπάσκετ είναι άρρωστη, δεν θα είναι υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι η αντίστοιχη του ποδοσφαίρου είναι σε… κώμα και διασωληνωμένη. Ο προπονητής άλλαξε, αλλά τα αρνητικά αποτελέσματα εξακολουθούν να διαδέχονται το ένα, το άλλο. Η ήττα από τη Φινλανδία και η ισοπαλία με το αδύναμο Λιχτενστάιν έδιωξαν γρήγορα την όποια αισιοδοξία είχε δημιουργηθεί μετά την αποχώρηση του Άγγελου Αναστασιάδη.
Με πρωτοκλασάτους ποδοσφαιριστές, όπως οι Παπασταθόπουλος και Μανωλάς, να μοιάζουν κορεσμένοι, και κάποιους άλλους που υπό διαφορετικές συνθήκες δεν θα περνούσαν ούτε… έξω από το προπονητικό κέντρο της Εθνικής, το έμψυχο δυναμικό της ομάδας δείχνει υπερβολικά φτωχό. Και σε αυτήν την περίπτωση, θα πρέπει να δοθεί βάρος στις υποδομές, ώστε να προκύψουν τα ταλέντα του αύριο. Παράλληλα, θα πρέπει οι κλήσεις στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα και η αξιοποίηση ποδοσφαιριστών να γίνονται με αντικειμενικά κριτήρια, χωρίς να μας απασχολεί ο σύλλογος στον οποίο αγωνίζονται ή ο… μάνατζέρ του. Ωστόσο, αν οι παράγοντες του ποδοσφαίρου δεν φροντίσουν να αναβαθμίσουν συνολικά το «προϊόν» τους, το μέλλον του πρωταθλήματος και κατ’ επέκταση της Εθνικής αναμένεται ζοφερό.