ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΛΛΙΑΡΑΣ/EUROKINISSI

Κουτσιανικούλης για ΠΑΟΚ: «Είναι πραγματικά μια πόλη μια ομάδα, άσχετα αν είναι μεγάλος αντίπαλος κι ο Άρης»

Συνέντευξη σε μεγάλη αθλητική ιστοσελίδα παραχώρησε ο Βασίλης Κουτσιανικούλης ο οποίος μίλησε για όλη του την ζωή και για την μεταγραφή του στον ΠΑΟΚ.

Αναλυτικά όσα είπε στο gazzetta.gr:

propoli

Πώς θυμάσαι την παιδική σου ηλικία στη Λάρισα;

«Εδώ γενήθηκα και μεγάλωσα μέχρι τα 18 μου που έφυγα. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι στάνταρ είχαμε και τότε, όπως και τώρα, φουλ καφετέριες. Είμαι ένα παιδί που μεγάλωσε στα όρια της Λάρισας, οπότε έμαθα στο στιλ “μπάλα στη γειτονιά”. Τα Σαββατοκύριακα βγαίναμε για έναν καφέ στο κέντρο. Λέγαμε “θα πάμε στο κέντρο”».

Η μπάλα πότε σου κόλλησε;

«Να πω την αλήθεια μέχρι τα έξι μου δεν είχα ακουμπήσει μπάλα. Εκανα πολύ σκι, με πήγαινε ο πατέρας μου. Από 3,5 ετών ήμουν πάνω σε πέδιλα και έκανα σκι. Στα 6, στο σχολείο, έπαιζα μπάλα όπως τ’ άλλα παιδιά. Είχα κι έναν φίλο που ήταν στον Άρη Λάρισας και μου λέει “έλα στην ομάδα να παίξεις”. Φαγώθηκα και ‘γω, έλεγα στον πατέρα μου “πήγαινέ με, πήγαινέ με” κι έτσι γράφτηκα, μου άρεσε και… κόλλησα».

Στην οικογένεια ασχολούνταν κάποιος με τη μπάλα;

«Ο πατέρας μου έπαιζε ερασιτεχνικά, αλλά μετά λόγω δουλειάς και υποχρεώσεων δεν ασχολήθηκε επαγγελματικά. Είχα έναν θείο, ξάδερφο του πατέρα μου, ο οποίος είχε καλό όνομα στα τοπικά και μου έλεγαν ότι έμοιασα παικτικά σ’ αυτόν. Οριακά τον πρόλαβα στα τελειώματά του. Ήμουν 16 ετών όταν έπαιξα εγώ σε αντρική ομάδα».

Στο σπίτι υποστηρίζατε κάποια ομάδα; Να φανταστούμε ΑΕΛ;

«Λοιπόν, το ’88 όταν πήρε το πρωτάθλημα η Λάρισα, ήταν έγκυος σε μένα η μάνα μου, ήταν “φούσκα” και είχε πάει στο γήπεδο. Ο αδερφός της μάνας μου ήταν άρρωστος Ολυμπιακός. Και επειδή ήμουν το πρώτο αγόρι στην οικογένεια, με είχε με κουβέρτες Ολυμπιακού, ποτήρια Ολυμπιακού, κασκόλ Ολυμπιακού και έλεγε “να τον πάμε στον Ολυμπιακό”… Να πω την αλήθεια τον υποστήριζα. Τότε είχαμε τρομερές κόντρες με τις ομάδες. Στο δημοτικό υποστηρίζαμε οι περισσότεροι Ολυμπιακό, Παναθηναϊκό και ΑΕΚ. Δεν ξέρω πώς είναι σήμερα».

Ακόμα και στη Λάρισα… 

«Ναι, ακόμα και εδώ δεν ασχολούνται. Η ομάδα για πολλά χρόνια ήταν Γ’ Εθνική και στη γενιά μας έλεγες ποιος είναι στην Α’ Εθνική; Είναι ο Ολυμπιακός, ο Παναθηναϊκός, η ΑΕΚ. Επιλέγεις μια ομάδα και υποστηρίζεις. Ε, μέχρι που πήγα στον ΠΑΟΚ και από τότε μέχρι σήμερα υποστηρίζω ΠΑΟΚ».

Εκεί έγινες ΠΑΟΚ, δηλαδή.

«Ναι, με τράβηξε όλο αυτό».

Τι σε τράβηξε;

«Με τράβηξε η ατμόσφαιρα και το πάθος της ομάδας, του κόσμου. Μου άρεσε όλο αυτό. Είναι πραγματικά μια πόλη μια ομάδα, άσχετα αν είναι μεγάλος αντίπαλος κι ο Άρης. Νομίζω υπερτερεί ο ΠΑΟΚ».

Πότε κατάλαβες ότι είσαι για το κάτι παραπάνω;

«Όλες τις χρονιές πήγαινα και στις μικτές Λάρισας. Παίζαμε με μικτές άλλων νομών, πήγαμε και στον τελικό. Θα σας γελάσω, δεν θυμάμαι αν το πήραμε κιόλας. Είχαμε βάλει στόχο με τον πατέρα μου: Πρώτος στόχος ήταν να με επιλέξουν στη μικτή Λάρισας και μετά να πάω στις μικρές Εθνικές. Μετά απ’ αυτό το κομμάτι και αφού πήγα και στην Δ’ Εθνική, κατάφερα να πάω στην Εθνική Νέων όπου προπονητής ήταν ο Νιόπλιας. Αυτός με κράτησε στην ομάδα».

Η ομάδα στο τοπικό ποια ήταν;

«Ήταν ο Άρης Λάρισας που με κράτησε στο αντρικό, ήταν στο Α’ τοπικό και μετά πήγα στον Ηρακλή Χάλκης στη Δ’ Εθνική, όπου έμεινα για δύο χρονια. Λίγο πριν κλείσω τα 19 μου, έφυγα και πήγα στον Εργοτέλη».

Ο Παπουτσάκης ήταν τότε στην ομάδα;

«Όχι δεν είχε πάει ακόμη. Ήταν ο Τζώρτζογλου με τον Σουλτάτο».

Το τρομερό είναι ότι δεν πήγες στην Λάρισα, όπως αρκετά παιδιά από τον νομό.

«Υπήρχαν με τον Νίκο Λυράκη κάποια ραντεβού, είχαμε πολλές συζητήσεις αλλά δεν συμφωνούσαμε σε πολλά πράγματα. Συγκεκριμένα, με ήθελε για τη μικρή ομάδα, ενώ εγώ ήθελα να πάω κατευθείαν στην πρώτη και είχαν μια άλλη φιλοσοφία για το πώς θα εκμεταλλευτούν τα παιδιά. Δεν μου άρεσε το σκεπτικό τους και έτσι σηκώθηκα και έφυγα για να πάω στην Κρήτη».

Πολλά παιδιά έχουν καταγγείλει ότι τους έχουν ζητήσει χρήματα για να τα βάλουν να παίξουν. Σου έχει τύχει ποτέ εσένα αυτό;

«Δεν μου έτυχε ποτέ αλλά δεν το κοίταξα κιόλας. Παντού γίνονται αυτά όμως, όχι μόνο στο ποδόσφαιρο, αλλά εμένα δεν μου έτυχε».

Στον Εργοτέλη πως ήταν τα πράγματα;

«Ήταν η πρώτη μου φορά που έφευγα από το σπίτι μου και μάλιστα πήγα κάπου μακριά.

Το πρώτο εξάμηνο ξυπνούσα και έλεγα “πω πω τι κάνω εδώ”; Η πρώτη μου χρονιά ήταν πιο πολύ για να προσαρμοστώ. Ήμουν σε μια ομάδα που στόχος ήταν η παραμονή, γιατί μόλις είχε βγει. Ήταν πολύ περίεργο συναίσθημα για εμένα. Είχα παίξει μόνο σε 12 ματς τότε, αλλά κάναμε τρομερό ντεμαράζ. Ενώ ήμασταν τελευταίοι και πέφταμε, η ομάδα σώθηκε τελευταία αγωνιστική με τον Καραγεωργίου προπονητή. Την δεύτερη σεζόν ήμουν βασικός από τα φιλικά, στο πρωτάθλημα ήμουν από τους πρωταγωνιστές, εξελίχθηκα και μετά έκανα τη μεταγραφή».

Τι θυμάσαι από τις συμβουλές του Καραγεωργίου και πώς σε βοήθησε στην εξέλιξή σου;

«Ήταν σημαντικό το ότι δεν με πίεσαν στο κομμάτι “πρέπει να παίξεις και να αποδείξεις”. Νομίζω ότι με τον τρόπο που με διαχειρίστηκε μού έκανε πολύ καλό, γιατί μπήκα στις αγωνιστικές απαιτήσεις της Super League χωρίς άγχος. Η ομάδα είχε απαιτήσεις, έπρεπε να σωθεί και δεν ήταν εύκολο».

Πώς σε φώναζε; «Κούτσια»;

«Δεν θυμάμαι καθόλου».

Tο «Μέσι» πότε στο κόλλησαν;

«Τη δεύτερη χρονιά όταν άρχισα να παίζω».

Από ποιους ξεκίνησε; Από τους συμπαίκτες σου; Από τον κόσμο; Από τους δημοσιογράφους;

«Ξεκίνησε από μια συνέντευξη που είχα κάνει στην Κρήτη που όταν με ρώτησαν ποιο είναι το πρότυπό μου, είπα τον Μέσι. Ετσι ξεκίνησε όλο αυτό».

Πώς το διαχειρίστηκες όλο αυτό; Σου προκάλεσε πίεση το «Ελληνας Μέσι»;

«Αν και στην αρχή μου άρεσε πάρα πολύ αυτός ο χαρακτηρισμός, μετά όχι. Όταν δηλαδή πια είχε φύγει από την πλευρά μου όλο αυτό και έλεγαν “Μέσι, Μέσι”, “ο Ελληνας Μέσι”, “ο Μέσι των φτωχών” κι όλα αυτά».

Υπήρξε στιγμή που σε ειρωνεύτηκαν στο δρόμο και αντέδρασες;

«Όχι, δεν αντέδρασα ποτέ».

Ειρωνικά στο δρόμο στο έλεγαν;

«Όχι δεν υπήρχε τέτοιο θέμα. Σε τόσο ακραίο κομμάτι δεν πήγε, αλλά όταν βρέθηκα στον ΠΑΟΚ, έγινε προσπάθεια για να το βγάλουμε όλο αυτό από πάνω μου».

Από Εργοτέλη τι θυμάσαι; Με Ογκονσούτο, Λεάλ…

«Ο Λεάλ ήρθε μετά. Την πρώτη χρονιά ήταν ο Ογκονσούτο κι ο Μπούντιμιρ που έπαιζε σέντερ φορ.

Στις πλευρές παίζαμε εμείς, είχαμε τον Ρομάνο, τον Τζούνιορ. Είχαμε μια πολύ καλή ομάδα. Είχαμε τον Ογκιένοβιτς. Παίκτες ονόματα με μεγάλα συμβόλαια για ομάδα που ήθελε την παραμονή».

Τον Παπουτσάκη τον πρόλαβες;

«Ναι, ναι… Ήμουν στην αλλαγή του πρώτου εξαμήνου, που πουλήθηκε στην ομάδα του Απόστολου Παπουτσάκη.

Εμένα με αγκάλιασε αμέσως, με είχε σαν παιδί του. Πολύ καλός άνθρωπος, μπήκε σε λάθος χώρο. Προσπάθησε να “καθαρίσει” το ποδόσφαιρο, την επόμενη σεζόν μπήκε και στην προεδρία της Super League και νομίζω ότι εκεί έφαγε μεγάλο πόλεμο και μεγάλη πίεση».

Θυμάσαι κάποια ωραία ιστορία μαζί του;

«Αυτό που μου έχει μείνει είναι την δεύτερη φορά μου στον Εργοτέλη, όταν γύρισα μετά τον ΠΑΟΚ. Μου είχε πει: “Θα σε ξαναπουλήσω”. Ήταν η χρονιά που πέθανε και ουσιαστικά πέθανε κι ο Εργοτέλης. Βασικά, με… γύρισε στην ομάδα ο Παπουτσάκης και την επόμενη χρονιά πέθανε».

Αυτή η κουβέντα που σου είπε σε ανέβασε;

«Ναι, με πίστευε και με αγαπούσε πάρα πολύ. Ήθελε να γυρίσω πάρα πολύ».

«Ο Τζώρτζογλου είπε στον Ολυμπιακό: 600.000; Τόσο δίνω την αφίσα του”»

Όταν ήρθε η στιγμή να πας στον ΠΑΟΚ πως θυμάσαι εκείνες τις μέρες; Ήταν και σημαντικά τα λεφτά που είχαν δοθεί. 

«Ναι, είχε δοθεί ένα ποσό γύρω στα 1,2 εκατ. ευρώ για τη μεταγραφή, ένα φιλικό με τον Εργοτέλη να παίρνει τα έσοδα από τα εισιτήρια και είχε και ποσοστό (10-15%) από ενδεχόμενη μεταγραφή μου στο μέλλον. Δεν θυμάμαι, δεν είμαι σίγουρος. Θυμάμαι ότι ήμουν με έναν φίλο μου σε κάτι νεροτσουλήθρες στην Κρήτη πριν φύγω. Ήταν καλοκαίρι, την άλλη μέρα ουσιαστικά τα μάζεψα κι έφυγα και επέστρεψα στη Λάρισα. Ήμουν με το γιο του Τζώρτζογλου στις νεροτσουλήθρες, τον Γιάννη. Είχαμε πολύ καλές σχέσεις. Είχαμε μιλήσει το προηγούμενο βράδυ και είχε δρομολογηθεί η δουλειά. Ήταν κουμπάροι ο Νίκος Τζώρτζογλου με τον Γκαγκάτση. Είχαν κάνει ένα ραντεβού».

Υπήρχε άλλη ομάδα που ενδιαφέρθηκε τότε για σένα;

«Είχε μπει στη μέση κι ο Ολυμπιακός, αλλά είχαν κολλήσει στα λεφτά της μεταγραφής. Ο Ολυμπιακός δεν άγγιξε το ποσό του ΠΑΟΚ».

Ισχύει ότι δεν σε ήθελε ο Ίλια Ίβιτς στον Ολυμπιακό;

«Όταν ήμουν στην προεπιλογή της Εθνικής είχαμε κάνει μια γνωριμία. Τη χρονιά που είχαμε έρθει 3-3 στο Εργοτέλης-Ολυμπιακός, είχε πει ο Ολυμπιακός να έδινε ένα ποσό 600.000 ευρώ και τους είπε ο Τζώρτζογλου: “Τόσο δίνω την αφίσα του”».

Τότε, στον Εργοτέλη, είχες ψωνιστεί;

«Γενικά ήμουν χαμηλών τόνων. Εκεί που μπορώ να πω ότι ξέφυγα λίγο λόγω αναγνωρισιμότητας και οικονομικών ήταν στον ΠΑΟΚ. Εκεί του έδωσα να καταλάβει, το είχα δει αλλιώς, υπήρχε οικονομική άνεση. Ήμουν 20-21 ετών και βέβαια ήταν δύσκολα τα χρόνια του ΠΑΟΚ. Υπήρξαν καθυστερήσεις πληρωμών, είχε θέματα η ομάδα. Αυτή ήταν η τύχη μας: Φύγαμε και μετά ήρθε ο Σαββίδης. Αυτή ήταν η γκίνια μου ακόμα κι εκεί».

«Δεν είχα φρένο στον ΠΑΟΚ, το πήγα αντιδραστικά»

Ο πρώτος προπονητής σου στον ΠΑΟΚ ήταν ο Σάντος. Πες μας γι’ αυτόν.

«Τεράστιος προπονητής, πιεστικός φουλ. Δύσκολος στη συνεργασία γιατί εγώ ήμουν πιο ατίθασος στο παιχνίδι μου και στη συμπεριφορά μου. Μου κακοφάνηκε στην αρχή γιατί υπήρχαν πολλές απαιτήσεις, είχε πίεση η ομάδα γιατί είχε κάνει άλμα στις μεταγραφές με Μουσλίμοβιτς κι άλλους παίκτες. Χρονιά με τρελό ρεκόρ στα διαρκείας, υπήρχαν απαιτήσεις για πρωτάθλημα. Τότε πηγαίναμε για προετοιμασία 20-25 μέρες στην Ολλανδία. Εκεί ζορίστηκα λίγο. Είχα ξεκινήσει καλά στο πρωτάθλημα με γκολ και ασίστ στον Λεβαδειακό. Ξεκίνησα πολύ καλά αν σκεφτεί κανείς ότι ήταν τα πρώτα μου βήματα στην ομάδα. Στην πορεία δεν έπαιζα, αν και ήμουν στην Εθνική. Είχα 6 κλήσεις αν θυμάμαι καλά επί Ρεχάγκελ. Δεν είχα συμμετοχή βέβαια γιατί ο Ρεχάγκελ ήταν περίεργος με τους νέους. Παίζαμε προκριματικά για το Μουντιάλ της Αφρικής. Την επόμενη χρονιά αγωνίστηκα μόνο σε οκτώ παιχνίδια. Νομίζω τέσσερα στους ομίλους και άλλα τόσα στο πρωτάθλημα. Χαρακτηριστικό ήταν το παιχνίδι στην Τούμπα με τον Ολυμπιακό, όταν έβαλα και το γκολ. Μετά όπως πήγε η κατάσταση το πήγα κι εγώ τελείως αντιδραστικά. Δεν έπαιζα, δεν με ένοιαζε. “Μην με βάζετε αν δεν θέλετε”. Αυτό σκεφτόμουνα. Πέρασε έτσι μια χρονιά χαμένη».

Μετάνιωσες για τη συμπεριφορά σου;

«Ήθελε τελείως διαφορετική διαχείριση. Αν έχεις κάποιον να σε κατευθύνει, ειδικά σε αυτήν την ηλικία… Εμένα ο πατέρας μου ήταν της δουλειάς, δεν ήταν του ποδοσφαίρου για να μου πει ότι “θα το πας έτσι, άλλαξε συμπεριφορά. Με άφησε φλου”. Εγώ 20-21 ετών στον ΠΑΟΚ, στη Θεσσαλονίκη, με μεγάλη μεταγραφή και χρήματα, κάπου το χάνεις. Είναι φυσιολογικό. Δεν είχα φρένο σε όλα τα κομμάτια, στο ποδοσφαιρικό και έξω απ’ αυτό. Μαθήματα είναι αυτά».

«Ο Σάντος με έκανε αλλαγή στο 23′ και τσακώθηκα μαζί του στα Ιωάννινα»

Προσπάθησε κανείς από τον ΠΑΟΚ να σε συμβουλέψει; Ίσως να σου πει να αλλάξεις συμπεριφορά;

«Ο Ζήσης Βρύζας με είχε από κοντά, αλλά και ο Ζαγοράκης. Προσπάθησαν να με βοηθήσουν, αλλά όχι στον βαθμό που έπρεπε. Πολύ περιστασιακά».

Θυμάσαι να τσακώθηκες με τον Σάντος;

«Ο μόνος ουσιαστικός τσακωμός μου με τον Σάντος ήταν στα Ιωάννινα, με έκανε αλλαγή στο 23′, όταν χάναμε 4-0. Σε ένα βούρκο, λασπομαχία. Πιστεύω ότι επειδή ήμουν πιο μικρός, το εύκολο θύμα, με αντικατέστησε θέλοντας κάτι να αλλάξει. Βγήκα και αντί να πάω δεξιά στον πάγκο, εγώ έφυγα αριστερά. Μου φώναζε κι εγώ με χαρακτηριστική χειρονομία του έκανα να με αφήσει. Πήγα στα αποδυτήρια. Ως ποινή ήθελαν να με στείλουν στην Κ19 και θυμάμαι που ο Βρύζας αρνήθηκε να γίνει κάτι τέτοιο».

Με ποιον παίκτη στον ΠΑΟΚ έκανες περισσότερη παρέα;

«Εκανα παρέα με τον Θανάση Παπάζογλου. Ήμασταν μαζί και στην Εθνική και στον ΠΑΟΚ, κάναμε πολλή παρέα. Στον ΠΑΟΚ, βέβαια, θα έλεγα ότι όλοι μεταξύ μας κάναμε πολλή παρέα. Τέλειωνε η προπόνηση και θα πίναμε όλοι μαζί καφέ. Με τον Βιεϊρίνια επίσης, με τον Κλάους κάναμε παρέα τη δεύτερη χρονιά γιατί την πρώτη ήταν δανεικός στον Πανσερραϊκό. Εμεινα δύο χρόνια στον ΠΑΟΚ κι έφυγα».

Ποιο περιστατικό θυμάσαι περισσότερο κατά τη θητεία στον ΠΑΟΚ;

«Την πρώτη χρονιά που βγήκαμε πρώτοι στα play offs. Είχαμε νικήσει μέσα στο Καραϊσκάκης. Περάσαμε στα προκριματικά του Champions League, ο κόσμος περίμενε στο αεροδρόμιο μέχρι έξω λες και είχαμε πάρει το πρωτάθλημα. Δεν θα ξεχάσω το ματς με τη Φενέρ στην Πόλη. Έπαιξα κιόλας στο 1-1, με το γκολ του Μουσλίμοβιτς. Δεν θα ξεχάσω το τι έγινε μετά. Συγκλονιστικό, μοναδικές στιγμές για την ομάδα».

Κάτι προσωπικό που θυμάσαι έντονα;

«Θυμάμαι που δεν έπαιζα καθόλου και με βάζουν μέσα στην Τούμπα με τον Ολυμπιακό. Χάνουμε 0-1 και περίπου στο 45′ βάζω γκολ. Το γήπεδο ήταν “κόλαση”. Μου είχε μείνει έντονα αυτό το ματς, είχα ξεσπάσει έντονα στον πανηγυρισμό γιατί δεν έπαιζα καθόλου και ήθελα να δείξω, να φανώ».

«Ηταν κι αυτό το βάπτισμα ως “Μέσι”. Επρεπε να αποδεικνύω κάθε φορά»

Υπήρξαν συμπαίκτες σου στον ΠΑΟΚ που ενδεχομένως να μην σε αντιμετώπισαν όπως θα ήθελες;

«Για να πω την αλήθεια οι μεγάλοι δεν ασχολούνται και πολύ. Τη δεύτερη χρονιά ο Σαλπιγγίδης, ο Φωτάκης, ήταν περισσότερο κοντά μου αλλά με τους ξένους δεν είχα και τους ιδιαίτερους δεσμούς».

Τα χρήματα που έδωσε ο ΠΑΟΚ στον Εργοτέλη ήταν ιδιαίτερα μεγάλο. Αυτό σε έκανε να νιώσεις ένα ιδιαίτερο βάρος;

«Όχι, αν και είχα μπει στη διαδικασία να αποδείξω από την πρώτη στιγμή που πήγα. Το ποσό δεν το σκεφτόμουν, ήταν κι αυτό το βάπτισμα ως “Μέσι”. Επρεπε να αποδεικνύω κάθε φορά, να κάνω πολλά πράγματα μέσα στο γήπεδο. Αυτό το βάρος ένιωσα περισσότερο».

Το κουβαλούσες καιρό αυτό το βάρος ή μόνο στον ΠΑΟΚ;

«Μπορώ να πω μέχρι και την πρώτη χρονιά που επέστρεψα στον Εργοτέλη. Από εκεί τη σεζόν και μετά μπορώ να πω ότι λύθηκα τελείως. Μέχρι τότε ένιωθα κάπως».

Άλλο είναι το μέγεθος του ΠΑΟΚ κι άλλο του Εργοτέλη. Ενιωσες ότι έκανες πισωγύρισμα επιστρέφοντας στην ομάδα του Ηρακλείου;

«Ναι το ένιωσα πάρα πολύ. Δεν ήμουν και πολύ χαρούμενος όταν επέστρεψα. Βέβαια στην πορεία, με τα ματς, με τις νίκες το προσπέρασα. Φανταστείτε ότι τότε η ομάδα είχε βλέψεις για 5άδα, είχε κάνει μεταγραφές και τελικά υποβιβαστήκαμε. Μετά ήρθε και το πρόβλημα υγείας του κύριου Παπουτσάκη και για μετά ουσιαστικά εκεί τελείωσε ο Εργοτέλης. Από τη στιγμή που έσβησε αυτός ο άνθρωπος έσβησε κι όλο αυτό που υπήρχε. Ήταν πολύ δυνατός κι ως άνθρωπος και οικονομικά. Ό,τι project είχε στα χέρια του το στήριζε. Ήταν και τελείως διαφορετικό το σκεπτικό του για το πως είναι μια ομάδα. Ήθελε να υπάρχει υγεία στο σύλλογο και να μην υπάρχει παρασκήνιο. Όταν είχε μπει πρόεδρος στη Super League θυμάμαι ότι είχε μαλώσει σχεδόν με όλους τους προέδρους των άλλων ομάδων».

Όταν πέθανε εσύ που ήσουν; Πως ενημερώθηκες για το θάνατό του;

«Ήμουν ήδη στην ομάδα. Έλεγε ο άνθρωπος ότι θα ανεβάσει πάλι τον Εργοτέλη. Υποστήριζε ότι είχε κάποια χαρτιά στη διάθεσή του με βάση τα οποία θα έπεφτε ο Πανιώνιος και θα μέναμε εμείς στην κατηγορία. Δεν θυμάμαι ακριβώς τι χαρτιά ήταν αυτά. Είχε διατηρήσει έναν κορμό στην ομάδα. Όταν μάθαμε για το θάνατό του με τους συμπαίκτες μου, μας ήρθε κεραμίδα. Είχε ξαναμπεί στο νοσοκομείο, νομίζω είχε θέμα στα νεφρά του. Μας είχαν πει ότι είναι δύσκολη η κατάστασή του λόγω μίας μόλυνσης, ενός μικροβίου. Δεν άντεξε πολύ».

Θυμάσαι κάποια στιγμή που ήρθε και σας μίλησε στα αποδυτήρια; Κάποια ομιλία του που σου έχει μείνει στο μυαλό;

«Πάντα ερχόταν και μας μιλούσε με αγάπη, είχε υγεία η ομάδα. Δεν είναι άνθρωπος που θα ερχόταν και σου έλεγε ασυναρτησίες – κάτι που γίνεται παντού. Ήταν πάντα με τον καλό λόγο. Να μας βοηθήσει, να μας λύσει τα προβλήματα που είχαμε. Τέτοιος άνθρωπος ήταν.

Δυστυχώς, τον εκμεταλλεύτηκε όλος ο χώρος και τον έφαγε ξεκάθαρα. Τον έσκασε τον άνθρωπο στην κυριολεξία επειδή ήταν συναισθηματικός, παρασύρθκε στο κομμάτι της υγείας του, το άφησε σε δεύτερη μοίρα για να είναι όλα καλά με την ομάδα. Φανταστείτε ότι είχε υπογράψει μόνος του για να βγει από το νοσοκομείο και να “τρέξει” την ομάδα. Αυτό το πράγμα τον έφαγε. Τον έφαγε ο χώρος. Τέλος».

Για σένα πότε τελείωσε ο Εργοτέλης;

«Μετά το θάνατό του τελείωσε και για μένα. Κατάλαβα ότι δεν υπήρχε καμία τύχη, η ομάδα υποβιβάστηκε στη Β’ Εθνική. Το συμβόλαιό μου ήταν τεράστιο για την ομάδα, δεν το συζητάμε. Όταν έφυγα από τον ΠΑΟΚ, είχα υπογράψει για τέσσερα χρόνια στον Εργοτέλη. Από εκεί και πέρα άβυσσος. Μετά, κατηφόρα σε όλα όσον αφορά στο προσωπικό επίπεδο. Σε συμβόλαια, σε επιλογές, σε όλα… Μου είχε δώσει μια άδεια η ομάδα προκειμένου να βρω λύση.

Πήγα για 10 μέρες να δοκιμαστώ στη Χαλ. Ήταν το διάστημα που είχε ανέβει στην Premier League, δεν μου έκατσε να μείνω αν και δοκιμάστηκα και τις δέκα μέρες. Εμενα σ’ ένα ξενοδοχείο που μου είχε κλείσει η ομάδα, έπαιξα σ’ ένα φιλικό. Τρομερός ο ρυθμός, άλλο επίπεδο, δεν υπάρχουν πουθενά αυτά εδώ. Οι συνθήκες ήταν φοβερές, πρωτόγνωρες συνθήκες για έναν Έλληνα.

Όποιος Έλληνας δεν έχει πάει στο εξωτερικό δεν μπορεί να τα φανταστεί, αν δεν τα ζήσεις δεν μπορείς να καταλάβεις. Πήγαινα στις 10 το πρωί και έφευγα στις 18.00 το απόγευμα. Ξεκινάμε από εκεί. Με τα πρωινά μου, με τα γυμναστήριά μου, την προπόνησή μου, το φαγητό μου μετά την προπόνηση. Μπορεί να είχε και δεύτερη προπόνηση το απόγευμα και μετά έφευγες».

«Ο Αναστόπουλος μας έλεγε: “Δεν παίζω εγώ, αν έπαιζα εγώ θα κονομάγατε”»

Ποιος μάνατζερ σου είχε κανονίσει τη μεταγραφή σου στη Χαλ;

«Ο Νίκος Λυράκης».

Και γιατί τελικά δεν έγινε η μεταγραφή στη Χαλ;

«Γιατί δεν με θεώρησαν έτοιμο για ενδεκάδα. Ήθελαν μια πιο σίγουρη επιλογή. Επειδή ήταν το πρόγραμμά μας τελείωσες διαφορετικό σε σχέση με το δικό τους, ουσιαστικά θα γινόταν μια τεράστια αλλαγή κι όπως ξέρετε η Αγγλία έχει ξύλο. Στο “γκαπ” σταματάνε, δεν έχει “μα – μου”. Αυτό φοβήθηκαν. Θα είχα και μεγάλο συμβόλαιο, θα το κάλυπταν ολόκληρο. Δεν ήθελαν να μπουν στη διαδικασία να πάρουν κι άλλο παίκτη στη θέση μου. Εκείνη τη χρονιά ανέβηκαν κατηγορία. Είχαν πολύ δυνατό σύνολο, στόχευαν ξεκάθαρα στον πρωταθλητισμό. Εκεί δεν έχουν το “έλα και βλέπουμε”. Παίζεις, τέλος. Δεν παίζεις; Πας σε άλλη ομάδα. Δεν ήθελαν να ρισκάρουν αν και θεωρώ ότι είχα αφήσει καλές εντυπώσεις. Είχα διαβάσει και κάποια άρθρα στον τοπικό Τύπο τα οποία ήταν θετικά για εμένα. Τώρα το τι ακριβώς έγινε, δεν το γνωρίζω. Γύρισα στον Εργοτέλη, διαπραγματεύτηκα τη λύση του συμβολαίου μου και υπέγραψα στον ΟΦΗ για τρία χρόνια. 

Η πρώτη χρονιά ήταν με πολλά προβλήματα απ’ ό,τι θυμάμαι. Ήταν η χρονιά με Πουλινάκη και Αναστόπουλο. Υπήρχε τεράστιο πρόβλημα, αλλά πήγαμε πολύ καλά. Ήταν η χρονιά που είχαν μαζευτεί παίκτες την τελευαία στιγμή. Μας βγήκε σε καλό, κάναμε αρκετά καλή σεζόν με νέα παιδιά που δεν είχαν παίξει Super League.

Τη δεύτερη χρονιά, αν θυμάμαι καλά, ήρθε ο Σα Πίντο και τερματίσαμε έκτοι. Στους «4» του Κυπέλλου αποκλειστήκαμε στην παράταση από τον Παναθηναϊκό στη Λεωφόρο. Είχα κάνει σέντρα στον Νούνιες κι η κεφαλιά του πήγε στο δοκάρι, αν το βάζαμε θα περνούσαμε εμείς στον τελικό. Θα το παίρναμε! Ο ΠΑΟΚ είχε “φάει” στον τελικό τέσσερα γκολ από τον Μπεργκ».

Ποιο περιστατικό θυμάσαι χαρακτηριστικά από την πρώτη σου χρονιά στον ΟΦΗ;

«Υπήρχε τεράστιο θέμα, ήμασταν πάρα πολύ πίσω. Είχα κάνει και μια προσφυγή για 220.000 ευρώ. Ακόμη εκκρεμεί αυτή η υπόθεση. Ήταν το κόλπο που έπεφτε η ομάδα στη Γ’ Εθνική και σβήνονταν τα χρέη. Ήταν η τελευταία ομάδα, με την ΑΕΚ, την ΑΕΛ και τον Άρη που σβήνονταν τα χρέη. Είχαμε κινηθεί νομικώς στα πολιτικά δικαστήρια. “Στην Ελλάδα βρισκόμαστε έχει ο Θεός”, έλεγα».

Ο Αναστόπουλος τι προπονητής ήταν;

«Μου έκανε restart. Είχα έξι ασίστ και πέντε γκολ στην πρώτη μου χρονιά ύστερα από μια νεκρή περίοδο για εμένα. Το καλοκαίρι υπήρχε ενδιαφέρον να πάω σε Ξάνθη, ΑΠΟΕΛ αλλά καλώς ή κακώς δεν έκανα κίνηση να πάω σε κάποια απ’ αυτές τις ομάδες. Μάλλον έπαιξαν ρόλο τα νούμερα στα χαρτιά άσχετα αν δεν πήραμε ποτέ αυτά τα χρήματα. Την τελευταία χρονιά διαλυθήκαμε κιόλας, δεν κατεβήκαμε να παίξουμε στο Γεντί Κουλέ με τον ΠΑΣ Γιάννινα. Εκεί τελειώσαμε ως ομάδα».

Θυμάσαι κάποια ωραία ιστορία με τον Αναστόπουλο;

«Ήταν πολύ ευδιάθετος προπονητής, είχε χαβαλέ, έλεγε όλο ατάκες. Κάναμε στατικές φάσεις και μας έλεγε “δεν παίζω εγώ, αν έπαιζα εγώ θα οικονομάγατε”. Μου έλεγε εμένα: “Θα κλείσεις μέσα, θα πάρουμε πέναλτι” και ‘γω παραδόξως έμπαινα μέσα και παίρναμε πέναλτι. Μου έλεγε: “Ρε, πέθαναν οι σέντρες, μέσα θα μπαίνεις”. Και εγώ του απαντούσα: “Μέσα θα μπαίνω, τι να κάνω;”. Είχαμε πολύ καλή σχέση και συνεργασία».

«Μανιακός με το κορόιδο ο Γκατούζο. Του έκανα μία ποδιά και την επόμενη με σήκωνε στο ένα μέτρο»

Ο Σα Πίντο;

«Άλλο επίπεδο προπονητή, απαιτητικός πολύ. Είχαμε πολύ καλούς παίκτες, είχε έρθει κι ο Γκαλέτι τότε, ο Νούνιες, ο Ντουντού. Τρομερή ομάδα. Κι αυτό φάνηκε από την τρομερή πορεία που κάναμε».

Απ’ αυτούς τους παίκτες τι θυμάσαι;

«Ο Γκαλέτι ήταν άλλο επίπεδο. Άσχετα με τα προβλήματα που είχε, τον είχα δει και πρόσφατα, του είχα μιλήσει».

Για πες μας για το «every day malakia» του Γκατούζο.

«Τρέλα ατελείωτη, τεράστια προσωπικότητα δεν το συζητάμε. Κάθε πρωί στις 7 που έφτιαχναν τα γήπεδα στο Βαρδινογιάννειο, έβριζε “porca Madonna” (γαμώτο).

Θυμάμαι ότι ήταν να πάρει την ομάδα και κάθε μέρα έβγαιναν όλο και περισσότερα χρέη. Αν θυμάμαι καλά κάπου στα 16 εκατ. ευρώ. Ενα βράδυ πήρε τη γυναίκα και τη βαλίτσα του και έφυγε. Απλά πράγματα. Είχε πει: “Πόσα είναι τα χρέη; Πέντε, έξι, επτά; Να τα δώσω”. Όμως, φύτρωσαν 16 γι’ αυτό έκανε και το ξέσπασμα με το “every day malakia”. Κάθε μέρα έβγαζαν και καινούργια πράγματα».

Τι άλλο θυμάσαι από τον Γκατούζο;

«Ήταν μανιακός με το κορόιδο. Του έκανα μία ποδιά και την επόμενη με σήκωνε στο ένα μέτρο. Πριν έρθει η μπάλα πάνω μου με σήκωνε στο Θεό».

Θεωρείς ότι ήταν καλός προπονητής;

«Είχε φοβερό προπονητικό τιμ. Πιστεύω ότι ήταν καλός, αλλά ήταν νέος και εμείς θέλαμε κάποιον με εμπειρία. Ήρθε βέβαια και σε μια ομάδα που δεν είχε καμία σχέση με το επίπεδο των ομάδων που βρισκόταν παλιότερα. Το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν το εκτιμούν έτσι κι αλλιώς στην Ευρώπη. Πώς λέμε εμείς: “Πάμε να βρούμε καμία ομάδα στην Ινδία”; Ε, έτσι έχουν κι αυτοί το ελληνικό ποδόσφαιρο. Λένε: “Πάμε στις μεγάλες ομάδες της Ελλάδας να πάρουμε τα λεφτά κι ό,τι γίνει”. Όταν έρθουν εδώ θα σου πουν: “Ωραία χώρα, ήλιος, έξω, καφές”… Για ποιο ποδόσφαιρο να μιλήσουν; Υπάρχει ποδόσφαιρο; Ανεξαρτήτου κατηγορίας».

«Με 13 παίκτες στον ΟΦΗ κάναμε σερί, τέσσερις παίκτες είχαμε βάλει 60-70 γκολ»

Μετά τον ΟΦΗ;

«Αν θυμάμαι διαλυθήκαμε Φλεβάρη, μείναμε χωρίς ομάδα και μετά πήγα στην ΑΕΛ. Την πρώτη χρονιά με την ΑΕΛ βγήκαμε κατηγορία, κάναμε καλή σεζόν. Τότε ανέβαιναν δύο ομάδες από τη Β’ κατηγορία, όχι όπως τώρα, που δίνεις 32 ματς για να παίξεις μπαράζ μετά. Βγήκαμε πρωταθλητές, έμεινα μία χρονιά στην Α’ Εθνική, αλλά υπήρξαν τα γνωστά προβλήματα με τον Κούγια. Τα μεγάλα συμβόλαια τον ταλαιπωρούσαν. Θυμάμαι ότι είχαμε χάσει στο Καραϊσκάκη 4-1 και την άλλη μέρα του έφταιγαν όλα, ξέσπασε πάνω μου πάλι. Το είχα πάρει απόφαση, δεν ήθελα να μείνω και να μαλώνω άλλο μαζί του. Έλυσα το συμβόλαιο και έφυγα. Ξαναγύρισα στον ΟΦΗ όταν ήταν στη Β’ Εθνική που ξαναβγήκαμε».

Ποιος σε είχε πάρει τηλέφωνο από τον ΟΦΗ;

«Ο Νίκος Παπαδόπουλος ο προπονητής. Είχαμε τον ίδιο δικηγόρο».

Πως χαρακτηρίζεις το δεύτερο πέρασμά σου από τον ΟΦΗ;

«Ήταν πιο συναισθηματικό, γιατί κλασικά ξεκινήσαμε με τα ίδια προβλήματα. Λεφτά δεν υπήρχαν, τον Γενάρη είχαμε τεράστιο οικονομικό πρόβλημα. Κάποια στιγμή τα μάζεψα και έφυγα. Μιλήσαμε στο τηλέφωνο, έγιναν κάποιες πληρωμές, επέστρεψα και με 13 παίκτες ξεκινήσαμε το σερί. Βγήκαμε πρώτοι, νικήσαμε τον Άρη στην Κρήτη. Τότε που έβαζε τα γκολ ο Μάνος. Είχαμε τον Ντίνα, τον Βουό. Τέσσερα άτομα είχαμε βάλει 60-70 γκολ και καμιά 40αριά ασίστ… Ανανέωσα για ακόμη έναν χρόνο, έμεινα στην Α’ Εθνική ώσπου τον Νοέμβριο πήρε την ομάδα ο Μπούσης. Είχε γίνει τότε το σκηνικό που πλακώθηκε ο Παπαδόπουλος με τον βοηθό του Δέλλα με αποτέλεσμα να φύγει από την ομάδα. Εφεραν τότε τους Χιλιανούς Βέρα και Ίσις και φτάσαμε να δώσουμε το μπαράζ με τον Πλατανιά. Εβαλε το γκολ ο Ναμπί στο 95′ και αυτός νόμιζε ότι πηγαίναμε παράταση. Εκτέλεσε το φάουλ, άνοιξε το τοίχος, πέρασε η μπάλα και μπήκε το γκολ».

Όταν έφυγες από τον ΟΦΗ που πήγες;

«Είχα μια πρόταση από το Μπακού, από τη Νέφτσι. Προσπάθησα να πάρω πιο πολλά χρήματα. Αρνήθηκαν και χάλασε η μεταγραφή».

Σου έδιναν καλό συμβόλαιο;

«Αν θυμάμαι καλά 80.000 δολάρια. Εγώ ζητούσα 100.000 δολάρια και δεν “περπάτησε”. Νόμιζα θα επανέλθουν, αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ. Τότε αποφάσισα να περιμένω μέχρι το Γενάρη μήπως έρθει τίποτα καλύτερο. Τελικά, με πίεσαν να μην μείνω ανενεργός και υπέγραψα στον Ολυμπιακό Βόλου».

Εκεί πως ήταν τα πράγματα;

«Κακή κατηγορία, πολύ χαμηλό το επίπεδο, κακή κι η επιλογή μου να πάω εκεί. Δεν είχα κίνητρο και πέρασε μια χρονιά “νεκρή”. Κάποια λεφτά τα έχασα, κάποια άλλα τα πήρε. Βασικά, κάποια χρήματα τα χάρισα κι όλα καλά. Πέρυσι στη Δόξα Δράμας που σωθήκαμε τελευταία αγωνιστική. Δύσκολος αγώνας, άθλος και εκεί. Πάλι με οικονομικά θέματα. Το καλοκαίρι με πήρε τηλέφωνο ο Περικλής Αμανατίδης. Μου είπε ότι θα κάνουμε δυνατή ομάδα, ότι θα χτυπήσουμε άνοδο και δεν θα μας περίμενε κανένας. Είχαμε τρομερή σχέση, του είπα: “Σε εμπιστεύομαι με κλειστά μάτια, θα έρθω στην ομάδα σου”».

Δείτε επίσης: ΠΑΕ ΠΑΟΚ: Νέα αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ύψους 4,5 εκ. ευρώ – Καλύπτει όλο το ποσό ο Σαββίδης – Πάνω από 160 εκ. η συνολική επένδυση

Loading