Βαρύτατος έπεσε ο «πέλεκυς» του CAS στον Σουν Γιανγκ, για το πολύκροτο επεισόδιο που είχε με ελεγκτές του WADA, τον Σεπτέμβριο του 2018. Το Διαιτητικό Δικαστήριο της Λοζάνης επέβαλε στον Κινέζο Ολυμπιονίκη της κολύμβησης ποινή οκταετούς αποκλεισμού, ανατρέποντας πλήρως την αρχική απόφαση της FINA, η οποία τον είχε απαλλάξει.
Η διαβόητη υπόθεση, που προκάλεσε εντονότατες αντιδράσεις στον χώρο της παγκόσμιας κολύμβησης, ξεκίνησε τη νύχτα της 4ης Σεπτεμβρίου 2018, όταν ο Σουν Γιανγκ υποβλήθηκε σε αιφνιδιαστικό έλεγχο από τον Διεθνή Οργανισμό κατά του Ντόπινγκ στο σπίτι του. Αν και αρχικά ο Κινέζος ήταν συνεργάσιμος, στο τέλος διαπληκτίστηκε με τους ελεγκτές και έσπασε το φιαλίδιο το οποίο περιείχε το δείγμα αίματος που προηγουμένως είχε δώσει. Η υπόθεση είδε το φώς της δημοσιότητας μετά από ρεπορτάζ της βρετανικής εφημερίδας Sunday Times, υποχρεώνοντας τη FINA να παραπέμψει τον Σουν Γιανγκ στην αρμόδια επιτροπή της για το ντόπινγκ.
Ο Κινέζος Ολυμπιονίκης υποστήριξε ότι οι ελεγκτές δεν του έδειξαν τα απαραίτητα πιστοποιητικά, ενώ και τα έγγραφα που κλήθηκε να συμπληρώσει περιείχαν λάθη. Έτσι, μετά από επικοινωνία με τον προπονητή, τον δικηγόρο του και αξιωματούχο της ομοσπονδίας, αποφάσισε να μην υπογράψει και εν συνεχεία πήρε ένα σφυρί και κατέστρεψε το φιαλίδιο.
Η επιτροπή της διεθνούς ομοσπονδίας υγρού στίβου δέχθηκε απόλυτα τους ισχυρισμούς του Σουν Γιανγκ και τον απάλλαξε από τις κατηγορίες, ξεσηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων. Ο Κινέζος, άλλωστε, είχε βρεθεί και παλιότερα «στη δίνη του κυκλώνα», καθώς το 2014 βρέθηκε θετικός σε απαγορευμένη ουσία, κατά τη διάρκεια του εθνικού πρωταθλήματος, αλλά τιμωρήθηκε με μόλις τρίμηνο αποκλεισμό, ο οποίος μάλιστα γνωστοποιήθηκε στη FINA αφού είχε λήξει.
Ο WADA προσέφυγε στο CAS κατά της απαλλαγής του Γιανγκ, ενώ ο τελευταίος βρέθηκε στο επίκεντρο διαμαρτυριών κατά το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Γκουανγκζού, το περασμένο καλοκαίρι. Ο Αυστραλός Μακ Χόρτον (ο οποίος είχε προηγούμενα με τον Σουν Γιανγκ από τους Ολυμπιακούς του Ρίο), αλλά και ο Βρετανός Ντάνκαν Σκοτ αρνήθηκαν να σταθούν δίπλα του στο πόντιουμ των νικητών για τις καθιερωμένες φωτογραφίες και καταδίκασαν με δημόσιες δηλώσεις τη συμμετοχή του, θεωρώντας ότι δεν θα έπρεπε να συναγωνίζεται “ καθαρούς” αθλητές. H FINA στήριξε τον 28χρονο πρωταθλητή μέχρι τέλους, κάνοντας υπέρ του παρέμβαση και στο CAS, όπου η υπόθεση καθυστέρησε χαρακτηριστικά, λόγω προβλημάτων με τη μετάφραση.
Τελικά, το Δικαστήριο της Λοζάνης ανακοίνωσε σήμερα (28/2) την απόφασή του, η οποία ουσιαστικά θέτει τέλος στην καριέρα του Σουν Γιανγκ, ενώ παράλληλα αναμένεται να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στην ηγεσία της FINA, που βάλλεται πολύπλευρα, κατηγορούμενη για ανοχή σε υποθέσεις ντόπινγκ.
Ο Σουν Γιανγκ έκανε τη δυναμική του εμφάνιση στις πισίνες το 2011, στο Παγκόσμιο της Σανγκάης, κατακτώντας το χρυσό μετάλλιο στα 800μ. και στα 1.500μ. ελεύθερο. Ένα χρόνο αργότερα, στο Λονδίνο, αναδείχθηκε «χρυσός» Ολυμπιονίκης στα 400μ. και στα 1.500μ., ενώ κατέκτησε επίσης το ασημένιο μετάλλιο στα 200μ. ελεύθερο και το χάλκινο στα 4Χ200μ. Το 2016 στο Ρίο ήταν πρώτος στα 200μ. και δεύτερος στα 400μ. (έχασε από τον Χόρτον), αλλά αποκλείστηκε στον προκριματικό των 1.500μ. Έχει συμμετάσχει συνολικά σε επτά Παγκόσμια Πρωταθλήματα (έκανε ντεμπούτο το 2007 στη Μελβούρνη, πριν καν συμπληρώσει τα 16 του χρόνια) και έχει κερδίσει έντεκα χρυσά, δύο ασημένια και τρία χάλκινα μετάλλια.
Γ. Δημητρόγλου