Η ανάμνηση των Ολυμπιακών αγώνων της Αθήνας, είπε η Γιάννα Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη, παραλαμβάνοντας το βραβείο «Ολυμπία» από τον πρόεδρο της Διεθνούς Ολυμπιακής Ακαδημίας Ισίδωρο Κούβελο, «είναι το ανέβασμα σε μια ψηλή κορυφή». «Κι εγώ μέσα από όλα αυτά που έζησα», προσέθεσε, «πιστεύω ότι μπορούμε σαν χώρα να ανέβουμε ξανά και ξανά, όποια κορυφή θέλουμε».
Η κ. Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη μίλησε στην 64η Σύνοδο της Διεθνούς Ολυμπιακής Ακαδημίας για νέους Ολυμπιακούς Πρεσβευτές, την έναρξη της οποίας κήρυξε σήμερα στην Αθήνα η Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Σακελλαροπούλου και στο πλαίσιο της οποίας της απενεμήθη το βραβείο «Ολυμπία», για την συμβολή της, ως πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής, στους Αγώνες του 2004. «Παραλαμβάνω αυτό το βραβείο», είπε η κ. Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη, «όχι για δικό μου λογαριασμό, μα για λογαριασμό και στο όνομα δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων που εργάστηκαν ή στρατεύθηκαν ως εθελοντές στους αγώνες της Αθήνας. Στο όνομα εκατομμυρίων Ελληνίδων και Ελλήνων που έκαναν την επιτυχία των αγώνων προσωπικό του ο καθένας τους στοίχημα».
Σχετικά με τους Ολυμπιακούς του 2004, η κ. Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη επισήμανε ότι εκείνο το καλοκαίρι «η Ελλάδα έκανε ένα δώρο στο παγκόσμιο ολυμπιακό κίνημα. Οι σύγχρονοι αγώνες επανασυνδέθηκαν ηθικά με την ιστορική τους ρίζα». Αλλά και οι αγώνες, προσέθεσε ήταν ένα δώρο για την Ελλάδα. «Το δώρο ήταν η γιορτή, στην οποία όλη η χώρα πήρε μέρος. Το δώρο ήταν η αυτοπεποίθηση που μας χάρισε η επιτυχία της διοργάνωσης. Το δώρο ήταν το κύρος που απέκτησε η χώρα ως σύγχρονη χώρα, όχι μόνον ως κληρονόμος μιας λαμπρής ιστορίας. Το δώρο ήταν η ανάπλαση της Αθήνας και των υποδομών της- αεροδρόμιο, αττική οδός, μετρό, παραλιακό μέτωπο κλπ. Κι ήταν επίσης οι αγώνες ένα δώρο στην εθνική οικονομία, η οποία ωφελήθηκε πολλαπλά και θα είχε ωφεληθεί ακόμη περισσότερο αν υπερασπιζόμασταν καλύτερα την κληρονομιά των αγώνων. Η επέτειος των 20 χρόνων μας δίνει την ευκαιρία να ξαναπιάσουμε το νήμα, να αξιοποιήσουμε την κληρονομιά αυτή».
Ολόκληρη η ομιλία της κυρίας Αγγελοπούλου
«Εξοχοτάτη Κυρία Πρόεδρε της Ελληνικής Δημοκρατίας,
Κύριε Πρόεδρε της Ακαδημίας, αγαπητέ Ισίδωρε,
Κύριε Υπουργέ Επικρατείας, κ. Βορίδη,
Αγαπητή Ντόρα Μπακογιάννη,
Αγαπητέ κ Διοικητά της Τράπεζας της Ελλάδας,
Κυρίες και Κύριοι, μέλη της Μεγάλης Ολυμπιακής Οικογένειας,
Μπορείτε, πιστεύω, να μαντέψετε την χαρά και την συγκίνησή μου, που έχω την ευκαιρία σήμερα να βρίσκομαι και πάλι ανάμεσά σας. Ανάμεσα σε εκείνες και εκείνους που θα γίνουν οι νέοι λαμπαδηδρόμοι μιας αιώνιας ιδέας, της ολυμπιακής ιδέας. Αλλά και ανάμεσα σε παλιούς συνταξιδιώτες, με τους οποίους μοιραστήκαμε την αξέχαστη εμπειρία της προετοιμασίας και της διοργάνωσης των Ολυμπιακών αγώνων της Αθήνας.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος το είπε πολύ ωραία πριν λίγες ημέρες. Εκείνο, είπε, ήταν “το ωραιότερο καλοκαίρι της ζωής μας”. Εσείς, όμως, όλοι ξέρετε, πόσον ιδρώτα, πόση αγωνία, πόσα ξενύχτια και πόση αφοσίωση πόσων χιλιάδων ανθρώπων, χρειάστηκαν για να φτάσουμε ως το μαγικό καλοκαίρι του 2004.
Έπρεπε να πείσουμε τους δύσπιστους φίλους μας στην διεθνή κοινότητα να μας εμπιστευθούν. Έπρεπε να εμπνεύσουμε τις Ελληνίδες και τους Έλληνες να συμμετέχουν. Έπρεπε το ελληνικό δημόσιο να γυρίσει τον διακόπτη, να αλλάξει, να μπει σε mode αποτελεσματικής λειτουργίας. Κι έπρεπε εμείς, η μικρότερη χώρα που τόλμησε ποτέ να διεκδικήσει Ολυμπιακούς αγώνες, να οργανώσουμε στην εντέλεια την πιο μεγάλη, την πιο δύσκολη και πολύπλοκη ανθρώπινη διοργάνωση σε καιρό ειρήνης.
Τα καταφέραμε. Εκείνο το καλοκαίρι, πριν 20 χρόνια, η Ελλάδα έκανε ένα δώρο στο παγκόσμιο ολυμπιακό κίνημα. Οι σύγχρονοι αγώνες επανασυνδέθηκαν, όχι γεωγραφικά απλώς αλλά και ηθικά, με την ιστορική τους ρίζα. Αλλά οι αγώνες ήταν ένα μεγάλο δώρο και για την Ελλάδα.
Το δώρο ήταν η γιορτή, στην οποία όλη η χώρα πήρε μέρος. Το δώρο ήταν η αυτοπεποίθηση που μας χάρισε η επιτυχία της διοργάνωσης. Το δώρο ήταν το κύρος που απέκτησε η χώρα ως σύγχρονη χώρα, όχι μόνον ως κληρονόμος μιας λαμπρής ιστορίας. Το δώρο ήταν η ανάπλαση της Αθήνας και των υποδομών της- αεροδρόμιο, αττική οδός, μετρό, παραλιακό μέτωπο κλπ. Κι ήταν επίσης οι αγώνες ένα δώρο στην εθνική οικονομία, η οποία ωφελήθηκε πολλαπλά και θα είχε ωφεληθεί ακόμη περισσότερο αν υπερασπιζόμασταν καλύτερα την κληρονομιά των αγώνων. Η επέτειος των 20 χρόνων μας δίνει την ευκαιρία να ξαναπιάσουμε το νήμα, να αξιοποιήσουμε την κληρονομιά αυτή.
Προσωπικά είμαι υπερήφανη που ήμουν μέρος εκείνης της υπέροχης περιπέτειας. Και παραλαμβάνω αυτό το βραβείο, που είχατε την καλοσύνη να μου απονείμετε σήμερα, με αίσθημα τιμής και ευγνωμοσύνης. Δεν το παραλαμβάνω, όμως, για δικό μου λογαριασμό. Αυτό το βραβείο το παίρνω για λογαριασμό και στο όνομα δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων που εργάστηκαν ή στρατεύθηκαν ως εθελοντές στους αγώνες της Αθήνας. Στο όνομα εκατομμυρίων Ελληνίδων και Ελλήνων που έκαναν την επιτυχία των αγώνων προσωπικό του ο καθένας τους στοίχημα. Χωρίς αυτούς, δεν θα είχαμε φθάσει ποτέ στην επιτυχία. Η ανάμνηση των αγώνων, πιστεύω για όλους, είναι το ανέβασμα σε μια ψηλή κορυφή την οποία πατήσαμε όλοι μαζί. Κι εγώ πιστεύω, από όλα αυτά που έζησα, ότι εμείς σαν χώρα μπορούμε να ανέβουμε ξανά και ξανά, όποια κορυφή θέλουμε.
Σας ευχαριστώ».