Η αεροπυρόσβεση και οι ελληνικές πρακτικές

Η αεροπυρόσβεση και οι ελληνικές πρακτικές

Γιατί δεν αγοράζει η Ελλάδα έναν μεγαλύτερο αριθμό αεροσκαφών πυρόσβεσης; Πόσα χρειαζόμαστε στη μάχη με τις δασικές πυρκαγιές;

Στα ερωτήματα αυτά απαντά, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού-Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 FM» o αεροναυπηγός και επί 30 έτη διευθυντής του ειδικού περιοδικού «Πτήση και Διάστημα» Φαίδων Καραϊωσηφίδης, επισημαίνοντας πως η Ελλάδα βρίσκεται στη διεθνή πρωτοπορία, αφού «έχει μια εμπειρία αεροπυρόσβεσης που πηγαίνει πίσω στη δεκαετία του ’60».

Ο έμπειρος αεροναυπηγός περιγράφει τα δεδομένα στον συγκεκριμένο χώρο σε παγκόσμιο επίπεδο, επιχειρώντας να απαντήσει σε ενδεχόμενη απορία του γενικού κοινού για τη διάθεση τέτοιων ειδικών μέσων και για το σκοπό αυτό εκκινεί την ανάλυση από τις παγκόσμιες αναζητήσεις σε ζητήματα σχεδιασμού και δράσης αντιπυρικών μέσων. «Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα πυροσβεστικά αεροσκάφη είναι ένα εργαλείο. Δεν ισχύει το απλό θεώρημα ότι ένας εργάτης κάνει τη δουλειά σε δέκα ημέρες και εκατό εργάτες κάνουν τη δουλειά σε μια ημέρα, ενώ τα αεροσκάφη όπως και τα ελικόπτερα είναι βοηθητικά», τονίζει ο κ. Καραϊωσηφίδης.

Σημειώνει, δε, πως και να επιθυμούσαμε να αποκτήσουμε περισσότερα από αυτά τα ειδικά αεροσκάφη, αυτό δεν γίνεται εξαιτίας μιας ιδιάζουσας κατάστασης που έχει σχέση με την παύση της παραγωγής του τύπου, που έχει επιλεγεί εδώ και τρεις δεκαετίες ως ο κύριος τύπος για την αεροπυρόσβεση στην Ελλάδα από την Πολεμική Αεροπορία.

«Από το 2015 τα γνωστά μας “Canadair” δεν παράγονται. Πρόκειται για ένα πυροσβεστικό μέσο που πωλούνταν σε δύο γενιές (σ.σ. CL-215 και CL-415), ξεκίνησε να κατασκευάζεται στη δεκαετία του ’60 με γαλλική μάλιστα πρωτοβουλία και χρηματοδότηση, αν και είναι καναδικής προέλευσης, καθώς ο στρατηγός Ντε Γκωλ ήθελε να κάνει ένα άνοιγμα στις γαλλικές επαρχίες του Καναδά για πολιτικούς λόγους. Μάλιστα, ήταν η Ελλάδα η πρώτη χώρα που απέκτησε τον ειδικό τύπο μετά την ίδια τη Γαλλία», εξηγεί ο κ. Καραϊωσηφίδης, τονίζοντας πως και στην περίπτωση των υπολοίπων χωρών που λειτουργούν μεγάλους στόλους αεροπυρόσβεσης η εικόνα δεν διαφέρει από αυτή της Ελλάδας.

«Αν κοιτάξουμε τους στόλους γύρω μας θα δούμε πως χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία, χώρες που έχουν αντίστοιχα προβλήματα κάθε καλοκαίρι διαθέτουν περίπου αντίστοιχους στόλους με τους δικούς μας, ίσως μόνο κατά τι νεότερους, δεν διαθέτουν δηλαδή 50, 100 ή 200 αεροπλάνα», εξηγεί ο κ. Καραϊωσηφίδης και σημειώνει πως η πιο πρόσφατη εθνική απόφαση αφορούσε την τελευταία αγορά δέκα αεροσκαφών Canadair CL-415 που έγινε στις αρχές του 2000.

«Τα αεροσκάφη αυτά -αθάνατα σε μεγάλο βαθμό, εξαιρετικά σκληροτράχηλα, καθώς δεν είναι συμπιεζόμενα όπως τα γνωστά μας επιβατικά και έχουν κατασκευαστεί με στόχο την αντοχή, προστέθηκαν στον στόλο των παλαιότερων CL-215, τα οποία φέτος πετούν μετά από την ανακατασκευή των κινητήρων τους το μόνο τους “ευαίσθητο” τμήμα τεχνικά», λέει ο κ. Καραϊωσηφίδης, επισημαίνοντας πως το κύριο ζήτημα που προκύπτει σε έναν ενδεχόμενο επανασχεδιασμό μετά ενισχύσεως του στόλου των εναέριων μέσων είναι η παύση παραγωγής των αεροσκαφών. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, κατά τον κ. Καραϊωσηφίδη μια δύναμη πυροσβεστικών ενάεριων μέσων σε μια χώρα όπως η Ελλάδα «δεν μπορεί να είναι μεγάλη καθώς αυτά τα αεροσκάφη “γράφουν” πάρα πολύ λίγες ώρες, σε μια συγκεκριμένη περίοδο, ενώ η κάθε χώρα αγοράζει μικρό αριθμό και έτσι συνέβη και η προσπάθεια διατήρησης της παραγωγής κατέληξε πρόσφατα άγονη».

Το πλήρες τηλεγράφημα του Σωτήρη Κυριακίδη στη συνδρομητική ιστοσελίδα του ΑΠΕ-ΜΠΕ.

© ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ. Τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ.

Loading

Play