Συνέντευξη στη Μαρία Βλάχου
Μεγάλωσε σε πολιτικό περιβάλλον και έχει πλήρη συνείδηση ότι κουβαλά ένα «βαρύ» όνομα που συνδέεται με την ιστορία της Θεσσαλονίκης. Η Ιωάννα Κοσμοπούλου, η πρωτότοκη κόρη του αείμνηστου δημάρχου Θεσσαλονίκης Ντίνου Κοσμόπουλου, δηλώνει παρούσα στις επερχόμενες δημοτικές εκλογές και τονίζει πως θέλει οι πολίτες να ταυτίσουν την υποψηφιότητά της με το προφίλ ενός ανθρώπου που θα δουλέψει σκληρά και με ανιδιοτέλεια για την πόλη.
H κ. Κοσμοπούλου, Δρ Βιοχημείας-τ. επίκουρη καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ, εξηγεί στο politik.gr γιατί αποφάσισε να είναι υποψήφια δημοτική σύμβουλος με το συνδυασμό του Κωνσταντίνου Ζέρβα «Ναι στη Θεσσαλονίκη», ασκεί κριτική στη διοίκηση Μπουτάρη και εκφράζει τη βεβαιότητα πως ο πατέρας της θα ήταν απόλυτα σύμφωνος με αυτή της την απόφαση.
-Ποια είναι η Ιωάννα Κοσμοπούλου;
Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη το 1960. Απόφοιτος της Γερμανικής Σχολής, συνέχισα τις σπουδές μου στο Τμήμα Βιοχημείας του Πανεπιστημίου του Αννοβέρου με υποτροφία του Γερμανικού Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών (DAAD). Το 1985 επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη και εκπόνησα τη διδακτορική μου διατριβή στο Εργαστήριο Βιολογικής Χημείας της Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ με υποτροφία του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ). Παράλληλα με την εκπόνηση της διατριβής μου δίδαξα στην Επαγγελματική Σχολή Παστέρ. Το 1990 εκλέχτηκα Λέκτορας της Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ και το 1996 έγινα Επίκουρη Καθηγήτρια. Συνταξιοδοτήθηκα το 2014.
Την εμπειρία μου στα ζητήματα του δήμου Θεσσαλονίκης την απέκτησα συμμετέχοντας από το 1991-1998 σε διάφορες θέσεις, είτε ως άμισθη συνεργάτης στο Γραφείο Επαγγελματικής Κατάρτισης και Διαχείρισης Προγραμμάτων ΕΕ και αργότερα στη Δημοτική Εταιρεία Επαγγελματικής Κατάρτισης και Μελετών (ΔΕΕΚΜΕ), είτε ως μετακλητή Ειδική Γραμματέας στο Γραφείο δημάρχου Θεσσαλονίκης μετά από άδεια άνευ αποδοχών από το ΑΠΘ.
Γνωρίζω άριστα τη Γερμανική, Αγγλική και Γαλλική γλώσσα. Νομίζω όμως ότι το μεγαλύτερο «συν» στο βιογραφικό μου είναι τα τρία μου παιδιά, ο Γιώργος, ο Θοδωρής και η Αλίκη. Κι εύχομαι σύντομα ο Γιώργος να με κάνει και γιαγιά. Αυτό θα είναι για μένα η μεγαλύτερη χαρά της ζωής.
-Πότε και γιατί πήρατε την απόφαση να ασχοληθείτε με τα κοινά και να είστε υποψήφια δημοτική σύμβουλος;
Θα μπορούσα να πω ότι αυτή ήταν μια επιθυμία «θαμμένη» μέσα μου εδώ και πολλά χρόνια. Από τότε που δούλεψα στο πλάι του πατέρα μου κι αγάπησα την πόλη και με μια άλλη διάσταση. Όταν την είδα από τη σκοπιά του ανθρώπου που έρχεται αντιμέτωπος με τα προβλήματά της και νιώθει ότι για πολλά από αυτά μπορεί να έχει τις λύσεις. Η οριστική απόφαση όμως πάρθηκε μέσα μου πριν τρία περίπου χρόνια, όταν πια «ξεπαίδιασα», έβαλα σε τάξη τα οικογενειακά ζητήματα και ήμουν πια έτοιμη να αφοσιωθώ σ’ αυτό που πάντα ήθελα.
-Τι σας οδήγησε να επιλέξετε τον συνδυασμό του Κωνσταντίνου Ζέρβα;
Η γνωριμία μου με τον Κωνσταντίνο ήταν η θρυαλλίδα για τη λήψη της απόφασής μου. Ήταν η αφορμή που περίμενα για να πάρουν σάρκα και οστά τα όνειρά μου για τη Θεσσαλονίκη. Γιατί, όπως είπα και παραπάνω, ναι μεν ήθελα, αλλά έπρεπε να βρεθεί και ο κατάλληλος υποψήφιος που θα στηρίξω. Και γιατί ο Κωνσταντίνος ήταν ο κατάλληλος; Γιατί είναι ένας άνθρωπος ευφυής, ακέραιος, εργατικός, με πείσμα, με βαθιά γνώση των θεμάτων της πόλης, αλλά κυρίως με όραμα γι’ αυτήν. Ένας άνθρωπος που θα σηκώσει τα μανίκια και θα δουλέψει ακούραστα με στόχο να βγάλει την πόλη από το τέλμα στο οποίο πλέον βρίσκεται. Μ’ ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό και χαμηλών τόνων προφίλ, που μου ταιριάζει απόλυτα. Κι επιπλέον από την αρχή της γνωριμίας μας με εμπιστεύτηκε και με επέλεξε να είμαι δίπλα του.
-Τι είναι αυτό με το οποίο θέλετε ή δεν θέλετε οι πολίτες να ταυτίσουν την υποψηφιότητά σας;
Αυτό με το οποίο θέλω οι πολίτες να ταυτίσουν την υποψηφιότητά μου είναι με το προφίλ ενός ανθρώπου που θα δουλέψει σκληρά και με ανιδιοτέλεια για την πόλη, γιατί είναι γέννημα-θρέμμα της, την αγαπάει βαθιά και την γνωρίζει καλά. Χωρίς προσωπικές φιλοδοξίες και σκοπιμότητες. Με πείσμα και μεράκι. Θα’ θελα ακόμη να με “συνδυάσουν” με τις μνήμες που έχουν από τον πατέρα μου ως προς την ηθική του ακεραιότητα, την απλότητα και προσήνεια του χαρακτήρα του και το γεγονός ότι δεν δέχθηκε ποτέ να χρησιμοποιήσει την πόλη ως σκαλί για πολιτική ανέλιξη. Παρέμεινε μόνο δήμαρχός της. Θα ήθελα όμως -παρά την αδυναμία μου για εκείνον- να με δουν οι συμπολίτες μου ως αυθύπαρκτη προσωπικότητα με το δικό της όραμα και άποψη για την πόλη. Θα ήθελα να με γνωρίσουν και να με επιλέξουν γι’ αυτό που πιστεύουν ότι εγώ μπορώ να προσφέρω.
-Πως κρίνετε το έργο της διοίκησης Μπουτάρη;
Το έργο της διοίκησης Μπουτάρη κατ’ αρχήν νομίζω ότι κρίνεται καθημερινά από τους δημότες. Ο δήμαρχος στο πλαίσιο ενός σύγχρονου και «εξωστρεφούς» μοντέλου διοίκησης, φόρτωσε κυριολεκτικά στον «κόκορα» ως old-fashioned όλες τις παραδοσιακές δραστηριότητες μιας δημοτικής αρχής, όπως η αποκομιδή των απορριμμάτων, η ανακύκλωση, ο ηλεκτροφωτισμός δρόμων και πλατειών, η περιποίηση των χώρων πρασίνου, οι μικρές αναπλάσεις που δίνουν χρώμα και λειτουργικότητα στις γειτονιές της πόλης, οι εκδηλώσεις για τον πολύ κόσμο. Αντίθετα επέλεξε τα ταξίδια, την τουριστική προβολή, τα δίκτυα πόλεων, τις εκδηλώσεις για «λίγους», τις μελέτες επί μελετών και κυρίως το ρόλο του «διαφωτιστή». Δεν λέω, καλά και αυτά. Έλα όμως που όταν το σπίτι μας μπάζει από παντού νερά, είναι άβαφο, με διαλυμένα πατώματα και δεν δουλεύουν τα ηλεκτρολογικά του, δεν έχει ανάγκη από τζακούζι και πισίνες. Και κυρίως από διαφωτιστικά κηρύγματα…
-Ποια θεωρείτε πως είναι τα κυριότερα προβλήματα του δήμου Θεσσαλονίκης;
Το κυριότερο πρόβλημα είναι κατά γενική ομολογία η καθαριότητα. Η πόλη είναι πιο βρώμικη από ποτέ. Οι κάδοι μονίμως ξέχειλοι με σκουπίδια πεταμένα τριγύρω. Ογκώδη συσσωρευμένα επί μέρες ακόμη και στα πιο κεντρικά σημεία της πόλης. Ανακύκλωση ανύπαρκτη. Γειτονιές που θυμίζουν τις πυκνοκατοικημένες περιοχές της Βομβάης. Το σκηνικό της εγκατάλειψης κυρίως στις εκτός κέντρου περιοχές ολοκληρώνεται από την παντελή έλλειψη ηλεκτροφωτισμού σε κάποιους δρόμους, καθώς και από τους παραμελημένους χώρους πρασίνου που έχουν μετατραπεί σε σκουπιδότοπους. Και να σκεφτεί κανείς ότι τα τέλη καθαριότητας και φωτισμού για τις κατοικίες της α’ ζώνης είναι τα υψηλότερα του πολεοδομικού και τα δεύτερα υψηλότερα όλου του νομού.
Το άλλο μεγάλο πρόβλημα που βασανίζει τους πολίτες είναι το κυκλοφοριακό, για το οποίο οφείλουμε να πούμε ότι ο δήμος Θεσσαλονίκης δεν φέρει την αποκλειστική ευθύνη. Οι προβληματικές αστικές συγκοινωνίες, οι καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση του μετρό (για τις οποίες βέβαια ο δήμαρχος προσωπικά μόνο άμοιρος ευθυνών δεν είναι), η έλλειψη υπόγειων χώρων στάθμευσης δημιουργούν μία αφόρητη κατάσταση, την οποία ο δήμος Θεσσαλονίκης δεν κατάφερε να αμβλύνει με την σχετικά πρόσφατη εφαρμογή του συστήματος ελεγχόμενης στάθμευσης. Και το κυριότερο, ο δήμαρχος απέτυχε να παίξει τον ρόλο της «κεφαλής» της πόλης που θα συντονίσει τους φορείς, ώστε να βρεθούν οι λύσεις για την αντιμετώπιση του τεράστιου αυτού προβλήματος.
-Το γεγονός ότι προέρχεστε από «πολιτικό τζάκι» είναι πλεονέκτημα ή αποτελεί πρόβλημα;
Σαφώς και είναι πλεονέκτημα. Για πολλούς λόγους. Θήτευσα επί 8 χρόνια δίπλα σ’ έναν επιτυχημένο και αποτελεσματικό δήμαρχο, ιδιαίτερα αγαπητό στους πολίτες κι έμαθα πώς είναι να βάζεις στην άκρη προσωπική και οικογενειακή ζωή και να προτάσσεις την πόλη. Είδα πώς ασκείται διοίκηση, έμαθα τα προβλήματα αλλά και τις λύσεις τους. Γνώρισα πρόσωπα και διαδικασίες κι απέκτησα εμπειρία.
Σίγουρα κουβαλάω ένα «βαρύ» όνομα που ταυτίστηκε με τη Θεσσαλονίκη κι αυτό επίσης αποτελεί πλεονέκτημα. Μου προσδίδει αναγνωρισιμότητα, αλλά και αντανακλά στο πρόσωπό μου την αγάπη που οι Θεσσαλονικείς είχαν για τον πατέρα μου. Ίσως όμως η κληρονομιά αυτή να είναι και μειονέκτημα. Γιατί θα γίνουν αναπόφευκτα συγκρίσεις κι επειδή ο κόσμος κουράστηκε να βλέπει «γόνους» στην πολιτική ζωή του τόπου. Κι αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα. Να μην απογοητεύσω τον κόσμο για την εμπιστοσύνη που εύχομαι να μου δείξει.
– Πιστεύετε πως ο πατέρας σας θα συμφωνούσε με αυτή σας απόφαση; Τι θα σας συμβούλευε;
Είμαι σίγουρη πως ο πατέρας μου θα συμφωνούσε. Ήταν άλλωστε κάτι που πάντα ήθελε πολύ. Να μας δει να ασχολούμαστε με την πόλη. Από μικρά κοριτσάκια μας πέρασε στο πετσί μας την αγάπη του γι’ αυτήν. Μας δίδαξε πώς μπορείς να διοικήσεις με συναίνεση και σεβασμό την οικογένεια, που αργότερα έγινε ολόκληρη η πόλη. Μας δίδαξε την απλότητα και την έλλειψη αλαζονείας. Μας δίδαξε πως πρέπει να ενώνεις κι όχι να διχάζεις, να συνθέτεις κι όχι να διαχωρίζεις ή να αντιπολιτεύεσαι. Και πάνω απ’ όλα μας δίδαξε τη συνέπεια και την ηθική. Δεν θα είχε λοιπόν και πολλά να με συμβουλεύσει με τα λόγια, γιατί ό,τι είχε να μου δώσει μου το έδωσε με το παράδειγμά του και τις πράξεις του. Άλλωστε δεν συνήθιζε να νουθετεί. Το μόνο που θα μου έλεγε θα ήταν «Προχώρα κορίτσι μου και μη φοβάσαι. Όλα θα πάνε καλά.» Δεν θα μπορούσε μόνο πια να προσθέσει «Εγώ είμαι εδώ».