Αυξητική τάση παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια το φαινόμενο της παρενοχλητικής παρακολούθησης (Stalking), της εξακολουθητικής, δηλαδή, παρακολούθησης ανθρώπων, χωρίς τη χρήση βίας, που δημιουργεί ωστόσο φόβο και ανησυχία σε όσους υφίστανται αυτή τη συμπεριφορά. Το θέμα έχει απασχολήσει την επικαιρότητα μετά το περιστατικό με βιτριόλι, ενώ με την κύρωση της σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, η παρακολούθηση αυτής της μορφής αποτελεί από το 2018 ποινικό αδίκημα και στη χώρα μας.
Καθώς, άλλωστε, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δίνουν την δυνατότητα στον καθένα να έχει πρόσβαση σε προσωπικά δεδομένα των χρηστών, είναι πολύ εύκολο να προσεγγίσει κανείς κάποιον, να δημοσιεύει οτιδήποτε, να διατυπώνει απειλές ή συκοφαντίες. Τα παραπάνω αναφέρει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ η νομική σύμβουλος του Κέντρου Συμβουλευτικής Υποστήριξης Γυναικών του Δήμου Βέροιας, Σταυρούλα Λυμούση με αφορμή την αναγνώριση τέτοιων περιστατικών στο Κέντρο το τελευταίο τρίμηνο.
«Γυναίκες που απευθύνονται στο Κέντρο αντιμετωπίζουν πολύ συχνά τέτοιες συμπεριφορές, ακόμη και μετά από ένα διαζύγιο ή μετά από έναν χωρισμό από συντροφική σχέση. Σε αυτές τις περιπτώσεις εντοπίζουμε χαρακτηριστικά που δηλώνουν εμμονική συμπεριφορά, όπως για παράδειγμα το να πηγαίνει κάποιος στο χώρο εργασίας κάποιου άλλου, να επισκέπτεται το σχολείο των παιδιών χωρίς να έχει αυτό το δικαίωμα, να παρακολουθεί κάποιο άτομο με το αυτοκίνητο, να προσεγγίζει τους οικείους του. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα τέτοιας συμπεριφοράς ενώ το θύμα μπορεί να είναι γυναίκα αλλά και άνδρας, επώνυμος ή όχι. Η παρενοχλητική παρακολούθηση δεν έχει φύλο, δεν έχει ηλικία και δεν έχει να κάνει καθόλου με την κοινωνικοοικονομική κατάσταση κάποιου» σχολιάζει χαρακτηριστικά η κ. Λυμούση.
Η ίδια διευκρινίζει ότι, μέχρι τώρα, αυτές οι μορφές συμπεριφοράς αντιμετωπίζονταν κυρίως μέσα από το άρθρο για την απειλή ή τη συκοφαντική δυσφήμιση, ωστόσο μετά την αναγνώρισή τους από τον ποινικό κώδικα ως ποινικό αδίκημα, το τοπίο είναι πιο σαφές. Οποιοσδήποτε βιώνει μια τέτοια κατάσταση μπορεί να ζητήσει την παρέμβαση της αστυνομίας, εφόσον διαπιστωθεί ότι θεμελιώνεται το αδίκημα, συνυπάρχουν, δηλαδή, τα χαρακτηριστικά που περιγράφει ο νόμος: η επίμονη παρακολούθηση με επανάληψη, είτε με ηλεκτρονικό τρόπο είτε από κοντά, η πρόκληση ανησυχίας και φόβου, η δήλωση του θύματος ότι δεν επιθυμεί να συμβαίνει αυτό.
Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, το Stalking, συνυπάρχει και με την ενδοοικογενειακή βία, ή με περιστατικά σωματικής βίας, ψυχολογικής πίεσης ή λεκτικές απειλές. «Σε εμάς δεν έχει γίνει ακόμη κάποια καταγγελία για ποινικό αδίκημα, ωστόσο στο Κέντρο Συμβουλευτικής Υποστήριξης Γυναικών του Δήμου Βέροιας βλέπουμε γυναίκες και μέσα από τη συμβουλευτική γίνεται προσπάθεια να ενδυναμωθούν για να αντιμετωπίσουν μια κατάσταση. Σε κάθε περίπτωση παρουσιάζονται οι επιλογές που διαθέτει κανείς και σε νομικό επίπεδο. Το τελευταίο τρίμηνο, πάντως, υπήρξαν δύο περιπτώσεις που κατατάσσονται σε αυτή την κατηγορία, της παρενοχλητικής παρακολούθησης» επισημαίνει η κ. Λυμούση.
Σημειώνεται ότι το Συμβουλευτικό Κέντρο Γυναικών Βέροιας που λειτουργεί με ψυχολόγο, κοινωνική λειτουργό και νομική σύμβουλο, ανήκει σε ένα πανελλαδικό δίκτυο 62 δομών εκ των οποίων οι 42 είναι συμβουλευτικά κέντρα και οι 20 είκοσι, ξενώνες φιλοξενίας γυναικών. Το Δίκτυο ανήκει στη Γενική Γραμματεία Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων και το έργο υλοποιείται μέσω του Δήμου Βέροιας. Το Συμβουλευτικό Κέντρο στη Βέροια ξεκίνησε το έργο του το 2013 και απευθύνεται σε ενήλικες γυναίκες. Μέχρι το 2015 αντιμετώπιζε περιστατικά γυναικών που δέχονταν οποιαδήποτε μορφή βίας. Από το 2016 και μετά παρέχει ψυχολογική, κοινωνική και νομική στήριξη σε ενήλικες γυναίκες, αλλά εκτός από γυναίκες που δέχονται βία εξυπηρετεί και γυναίκες που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες, όπως άνεργες, μονογονείς, ΑΜΕΑ, μετανάστριες. Από το 2013 έχουν επισκεφθεί το Συμβουλευτικό Κέντρο πάνω από εξακόσιες γυναίκες.