Υπάρχουν καφέ αγελάδες που παράγουν …γάλα κακάο; Από πού πήρε το όνομά του το σπαθόχορτο; Πώς το κατάλευκο βαμβάκι μπορεί να μαυρίσει την ψυχή του παραγωγού; Θέλει η φύση «κανάκεμα» για να δώσει γλυκούς καρπούς; Απαντήσεις σ’ αυτά αλλά και πολλά άλλα ερωτήματα, με τα οποία συχνά έρχεται αντιμέτωπος ένας παραγωγός, επιχειρεί να δώσει, μέσα από το βιβλίο του «Αγροτικές Ιστορίες», ο Χρήστος Γκόντιας, αγρότης από το Φωτολίβος Δράμας.
«Οι ασπρόμαυρες αγελάδες δίνουν άσπρο γάλα, όπως και οι καφέ. Καμία δεν παράγει κακάο», λέει με χιούμορ ο κ. Γκόντιας, που τα περισσότερα από τα 51 χρόνια της ζωής του τα έχει περάσει καλλιεργώντας τη γη.
Μέσα από τις γραμμές των ιστοριών που ξεκίνησε να γράφει χρόνια πριν -και συνεχίζει έως σήμερα- περνούν όλα τα στάδια στη ζωή ενός αγρότη αλλά και κάποιες από τις πιο δύσκολες κι απαιτητικές εργασίες, όπως το αλώνισμα. «Το αλώνισμα αποτελεί μία περιπέτεια για τους ανθρώπους της γης. Αφορά μια σοβαρή και υπεύθυνη εργασία, γιατί ο κόπος μιας ολόκληρης χρονιάς εδώ θα φανεί, δεν πρέπει να πάει χαμένο ούτε σπυρί», εξηγεί, μιλώντας στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο κ. Γκόντιας.
«Μιλάει» ακόμη μέσα από το βιβλίο του για τα «παρεξηγημένα» βούρλα, που μπορεί να τα βρει κάποιος σε αφθονία μέσα σε ποτιστικά κανάλια και οπουδήποτε αλλού έχει άφθονη υγρασία. «Από τα φύλλα των βούρλων παλιά πλέκανε τα καλάθια τους οι άνθρωποι, πριν την εποχή του πλαστικού, όπως και διάφορα άλλα διακοσμητικά είδη», αναφέρει κι εξηγεί ότι «όσες φορές και να καούν, άλλες τόσες βγαίνουν με παραπανίσια όρεξη».
Μεταξύ των ιστοριών του αγρότη από τη Δράμα συγκαταλέγονται αυτές για το σπαθόχορτο, που πήρε το όνομά του επειδή γιάτρευε τα τραύματα των πολεμιστών κι όταν μαζεύεται δεν πρέπει να ξεριζώνεται «για να έχει και για το χρόνου», αλλά και για το βαμβάκι, που παρά το λευκό του χρώμα «μαυρίζει την ψυχή των παραγωγών εάν δεν πάει καλά η χρονιά».
«Νιώθω δέος μπροστά σε αυτό το δέντρο», είναι ο τίτλος της αγροτικής ιστορίας με το νούμερο 60, στην οποία με τη φράση «τι να πεις και τι να γράψεις, είναι σαν να μιλάς για την Ελλάδα!», ο Χρήστος Γκόντιας μιλάει για το δέντρο με το οποίο κέρδισε την Αθήνα η θεά Αθηνά, φυτεύοντας την πρώτη ελιά στο βράχο της Ακρόπολης. «Με τα κλαδιά της γίνονταν τα στεφάνια για τους Ολυμπιονίκες μας, όλου του κόσμου σήμερα!», σημειώνει με περισσή περηφάνια. «Είναι η ελιά που έκανε γνωστή την Ελλάδα στα πέρατα του κόσμου», λέει, εξηγώντας πως με τον καρπό και το λάδι της βρισκόμαστε στην πρώτη γραμμή των εξαγωγών, από τότε ακόμα.
Την ιστορία της ελιάς την έγραψε πριν από μερικά χρόνια, το 2017, σε μια εποχή που πολλοί, για διάφορους λόγους ο καθένας, μιλούσαν για αναδιάρθρωση καλλιέργειας. «Βλέπω τον τελευταίο καιρό μία προσπάθεια από κάποιους να ξηλωθούν παραδοσιακοί ελαιώνες αιώνων,για να εκσυγχρονιστούμε. Ακούστε το μια και καλή. Αυτά είναι ζωντανά μουσεία, δεν θέλουμε τέτοιον εκσυγχρονισμό που τσαλακώνει την ιστορία μας και δεν σέβεται τον πολιτισμό μας, δεν ανταλλάσσονται όλα με λεφτά. Χρέος μας είναι να σταθούμε στα πόδια μας!!!», γράφει χαρακτηριστικά.
Από τις αγροτικές ιστορίες του Χρήστου Γκόντια δεν λείπει και ο τρύγος. «Συναντάς τσαμπιά που δεν θες να τα κόψεις, να τα χαϊδέψεις θες και να τα καμαρώνεις! Όμορφα και νόστιμα, σαν γυναίκες που στολίστηκαν για έξοδο, παίρνουν τον δρόμο τους για τα βαρέλια, και από εκεί για ό,τι τραβάει η ψυχή του καθενός!», αναφέρει.
Στο βιβλίο του, ο κ. Γκόντιας δεν καταπιάνεται μόνο με θέματα τα οποία κατέχει, αφού «χρέος» του, όπως λέει χαρακτηριστικά, είναι να μιλήσει για όλους τους ανθρώπους του πρωτογενούς τομέα. Έχει γράψει ιστορίες -μεταξύ άλλων- για μελισσοκόμους που προσφωνούν τα μελίσσια τους «τα κορίτσια μου», την καρακάξα που, όπως εξιστορεί, «είναι ένα παμφάγο, πανέξυπνο κλεφτρόνι που κάνει ζημιές στα χωράφια» και τους κτηνοτρόφους «που μέσα σε όλα αναλαμβάνουν και χρέη γυναικολόγου, ξενυχτώντας για να ξεγεννήσουν αγελάδα που είναι πρωτάρα, αλλά και τις γίδες και τις προβατίνες μέσα στη στάνη».
Με τις ιστορίες του, ο Χρήστος Γκόντιας σχολιάζει, με τον δικό του χιουμοριστικό τρόπο, την πολιτική σκηνή και τις εξελίξεις, εντός κι εκτός ελληνικών συνόρων και πάντα σε συνάρτηση με τον πρωτογενή τομέα, ενώ «σκάρωσε» κι ένα ποίημα για τον κορονοϊό!
Η αρχή που έγινε το 2017 και το βιβλίο που θα κυκλοφορήσει τέλος Φεβρουαρίου
Καθημερινά, από την 1η Ιουλίου του 2017, ο Χρήστος Γκόντιας, αξιοποιώντας τη δύναμη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, γράφει ιστορίες. Είναι σαν να κρατά ένα ημερολόγιο για όλους τους ανθρώπους του πρωτογενούς τομέα. Στην αρχή ήταν λίγες γραμμές και σκόρπιες λέξεις, που όμως στην πορεία έγιναν μακροσκελή κείμενα, στα οποία βήμα βήμα ο αναγνώστης καλείται να «βιώσει» την καλλιέργεια, με την οποία κάθε φορά καταπιάνεται ο δραστήριος αγρότης.
Η πρώτη ιστορία που «πόσταρε» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ήταν στις 11/7/2017, στις 13.32 και δεν είχε τίτλο. «Μετά εξελίχθηκα κι έβαζα», λέει χαμογελώντας κι εξηγεί πως η δική του αγαπημένη ιστορία είναι αυτή με τίτλο «Μου λείπεις», που είναι αφιερωμένη στον πατέρα του, ο οποίος τού έμαθε όλα όσα γνωρίζει για τον πρωτογενή τομέα, χωρίς σπουδές και πτυχία. «Τη γη εάν δεν την ακούς και δεν τη νιώθεις δεν θα μάθεις ποτέ τα δώρα που έχει να σου προσφέρει», ήταν μία από τις πολύτιμες συμβουλές του.
Οι 150 αγροτικές ιστορίες του Χρήστου Γκόντια έχουν συμπυκνωθεί σ’ ένα βιβλίο, 168 σελίδων, το οποίο τέλος Φεβρουαρίου θα βρίσκεται στα ράφια βιβλιοπωλείων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ενώ θα «φιγουράρει» και τα καταστήματα αγροτικών εφοδίων. Στόχος είναι να δείξει και σ’ εκείνη τη μερίδα του κόσμου που έχει συνδέσει τους αγρότες με τα μπλόκα άλλων εποχών, την πλευρά αυτή που έχει να κάνει με τη φροντίδα της γης. «Την ανάποδη πλευρά μας τη γνωρίζει όλη η ελληνική κοινωνία, πρέπει όμως -το οφείλουμε στην ελληνική γη που φροντίζουμε να μένει ζωντανή- να γνωρίσουν και την καλή μας», λέει.
«Είσαι ο λόγος που θα μπω σε βιβλιοπωλείο φίλε Χρήστο», τού είπε ένας καλλιεργητής με το που ενημερώθηκε για την έκδοση του βιβλίου, ενώ άλλος του ανέφερε με νόημα: «τη διεύθυνσή μου την ξέρεις, θέλω τουλάχιστον δέκα αντίτυπα».
Ο Χρήστος Γκόντιας δεν είναι συγγραφέας και μπορεί να τελείωσε το σχολείο με καλό βαθμό, αλλά έβγαλε την τρίτη λυκείου με «τονωτικές ενέσεις», όπως λέει χαριτολογώντας. «Από μικρό παιδί, το όνειρό μου ήταν να γίνω αγρότης. Να καλλιεργώ τη μάνα γη, να τη φροντίζω και να προσφέρω τα δώρα της απλόχερα. Άλλωστε, εμείς οι αγρότες είμαστε ο ομφάλιος λώρος της ανθρωπότητας και ας το λησμονάτε πολλές φορές», τονίζει.
Αφιερώνει, δε, το βιβλίο του σε όλους τους ανθρώπους της γης και ομολογεί πως «κι εγώ ο ίδιος, γράφοντας για τον κλάδο μας μαγεύτηκα ακόμη περισσότερο απ’ αυτόν κι ας ξέρω ότι είναι δύσκολη υπόθεση να είσαι αγρότης».
Έλενα Αλεξιάδου