«Το γράμμα, το περίμεναν με λαχτάρα…». Με αυτή τη φράση, ο αντιπρόεδρος του Πανελληνίου Συλλόγου Συνταξιούχων ΕΛΤΑ, Ιωσήφ Δόμβρος, περιγράφει στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού/Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 FM» την προσμονή των ανθρώπων που συναντούσε καθημερινά ως ταχυδρομικός διανομέας. Τριάντα χρόνια «όργωνε» την Καλαμαριά, την Πολίχνη το Τσινάρι και άλλες περιοχές της Θεσσαλονίκης και στο πρόσωπο του, οι παραλήπτες της αλληλογραφίας αναγνώριζαν τον άνθρωπο που θα τους έφερνε τα νέα, ευχάριστα ή δυσάρεστα. Σε μια εποχή, που η επικοινωνία «περνούσε» μέσα από τα γράμματα στο χαρτί και όχι αυτά που φτάνουν, σήμερα, στην οθόνη του υπολογιστή.
Άλλωστε, την επανάσταση στην επικοινωνία έφερε, κατά τον 20ο αιώνα, η ανάπτυξη και η διάδοση της τηλεφωνίας. Μέχρι τότε, ο κόσμος επικοινωνούσε με τηλέγραφο και με γραπτή αλληλογραφία. Οι επιστολές ήταν η βασική μορφή απομακρυσμένης επικοινωνίας, το κυρίαρχο μέσο για να εκφραστούν ιδέες, σκέψεις, να μεταδοθούν νέα, να έρθουν σε επαφή όσοι είχαν χωριστεί και βρίσκονταν μακριά ο ένας από τον άλλον. Γι’ αυτό και η ανθρωπότητα θέλει να θυμάται και να τιμά αυτή την προσφορά με τη σημερινή Παγκόσμια Μέρα Ταχυδρομείων.
Ο κ. Δόμβρος εργάστηκε ως ταχυδρόμος από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 και ανέφερε στο «Πρακτορείο FM» αρκετά περιστατικά από τη δουλειά του, για ανθρώπους που γνώρισε και συνδέθηκε μαζί τους παραδίδοντάς τους επιστολές, για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες γινόταν η μεταφορά της αλληλογραφίας, από γειτονιά σε γειτονιά, από σπίτι σε σπίτι.
«Μου άρεσε να δουλεύω σε συνοικίες με χαμηλά σπίτια, όχι τόσο στο κέντρο και σε γειτονιές με πυκνή καθ’ ύψος δόμηση. Στις πολυκατοικίες είχαν τοποθετηθεί γραμματοκιβώτια, δεν υπήρχε η στενή επαφή, όπως με τους κατοίκους των μονοκατοικιών. Εκεί, στις γειτονιές, ο ταχυδρόμος ήταν μέσα σε όλα τα σπίτια, κυριολεκτικά», ανέφερε ο κ. Δόμβρος και συνέχισε: «Όλοι περίμεναν τον ταχυδρόμο για να πάρουν το γράμμα, τη σύνταξη, τους λογαριασμούς. Στην Καλαμαριά, εκείνη την εποχή δεν είχε αρχίσει η ανοικοδόμηση, δύο και τρεις οικογένειες έβλεπαν στην ίδια αυλή. Όλοι είχαν να του πουν και από κάτι. Τον καημό, τον πόνο, τα ευχάριστα. Με το που έπαιρναν στα χέρια το γράμμα, ο ταχυδρόμος έβλεπε στα πρόσωπα τους, την αντίδραση τη χαρά, τη θλίψη, την προσδοκία».
Τη δεκαετία του 1970, η αστική ανάπτυξη στη χώρα είχε αρχίσει να ανεβαίνει με γοργούς ρυθμούς, αλλά πολλά σπίτια ακόμη δεν διέθεταν σταθερό τηλέφωνο. Οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις ήταν ακριβές, τα υπεραστικά πανάκριβα και οι κλήσεις εξωτερικού ακόμη πιο ακριβές. Και τα τηλεγραφήματα το ίδιο καθώς χρεώνονταν με τις λέξεις. Όλα αυτά σε μια εποχή, που είχε αρχίσει να αυξάνεται κατακόρυφα, με αλματώδεις ρυθμούς, η ανάγκη για επικοινωνία. Αρκετοί νέοι, ο «ανθός» της ελληνικής κοινωνίας, είχαν ήδη μεταναστεύσει στη Γερμανία και σε άλλες χώρες της Βόρειας Ευρώπης, αναζητώντας εργασία και καλύτερη τύχη. Άλλοι είχαν χωριστεί από τον Εμφύλιο και αλληλογραφούσαν με συγγενείς. «Από το δεκαετία του 1970 κι έπειτα άρχισε να ανεβαίνει το τηλέφωνο, δεν είχαν όλοι. Ο ΟΤΕ μας έδινε τα νούμερα που εγκαθιστούσε στα σπίτια για να ξέρουμε τις διευθύνσεις, όταν αναλάβαμε τη διανομή λογαριασμών του. Με βάση αυτές βγάζαμε και το δρομολόγιο. Διαρκώς και πλήθαιναν οι κάτοχοι τηλεφώνων και αυξάνονταν και η δική μας δουλειά», υπογράμμισε ο συνταξιούχος, πρώην υπάλληλος των ΕΛΤΑ. «Το τηλέφωνο», σημείωσε, «κέρδιζε μέρα με τη μέρα έδαφος, αλλά ήταν ακόμη το γράμμα, τότε, από το παιδί στη μάνα και στον πατέρα, από το σύζυγο στη σύζυγο, από αδελφό σε αδελφό, από τον αγαπημένο στην αγαπημένη, που έφερνε τα νέα».
Η προσωπική επαφή, την οποία αποκτούσε ο ταχυδρόμος χρόνο με τον χρόνο, με τα μέλη κάθε οικογένειας, τον καθιστούσε ακόμη πιο υπεύθυνο στη συμπεριφορά του προς αυτούς. Ύστερα από κάποιο διάστημα, τον γνώριζαν και προσωπικά. Ήξερε, από τους ίδιους, τι γινόταν μέσα σε κάθε οικογένεια. Του εκμυστηρεύονταν πράγματα και καταστάσεις. Αλλά, ο ίδιος έπρεπε να τηρεί τα υπηρεσιακά του καθήκοντα πρώτα, άψογα, ανεξάρτητα από φιλίες ή συμπάθειες. Ο ταχυδρόμος, ανέφερε ο κ. Δόμβρος, έπρεπε να είναι «εχέμυθος και διακριτικός», παρότι κέρδιζε την εμπιστοσύνη, να αποφεύγει να δημιουργεί προβλήματα στις οικογένειες.
«Οι περισσότερες προσωπικές επαφές γίνονταν με τα μεγαλύτερα μέλη μιας οικογένειας. Γνωρίζαμε τον νοικοκύρη και τη νοικοκυρά, τους παππούδες και τις γιαγιάδες και πολύ λιγότερο τους εφήβους, τους νεαρούς», σημείωσε και συνέχισε: «Δεν είναι, όμως, λίγες οι φορές που χρειάστηκε να παραδώσω γράμματα σε κάποια νεαρή κοπέλα, από τον αγαπημένο της. Εκείνη, ίσως να το είχε κρυφό από τους γονείς της, δεν μπορούσα να την εκθέσω. Όταν με ρωτούσαν οι γονείς, εάν υπήρχε γράμμα, τους απαντούσα ότι …δεν υπήρχε γράμμα για αυτούς. Ο δικός μου πελάτης ήταν ο παραλήπτης. Και ο παραλήπτης στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν η κοπέλα! Σε άλλες περιπτώσεις, κάποιοι μου ζητούσαν να τους παραδίδω τα γράμματα προσωπικά στα χέρια τους, χωρίς να το ξέρουν άλλα μέλη της οικογένειας».
Τα γράμματα «με αγάπη», από τη Ρωσία και τις ΗΠΑ
Ο κ. Δόμβρος θυμήθηκε με συγκίνηση περιστατικά με παραλήπτες επιστολών, με τους οποίους συνδέθηκε φιλικά μέσα στα χρόνια. Και ο ίδιος πολλές φορές ένιωσε έναν κόμπο να ανεβαίνει στον λαιμό του ή να δακρύζει κι αυτός, όταν οι παραλήπτες της αλληλογραφίας αντιδρούσαν φορτισμένα ή του αποκάλυπταν το περιεχόμενό της.
«Στην Πολίχνη ήταν μια ηλικιωμένη γυναίκα, που άναβε το εικονοστάσι και καθόταν μπροστά, περιμένοντας το γράμμα από τον γιο της. Ήταν η μεγάλη της χαρά και η παρηγοριά της. Εκεί την έβρισκα κάθε φορά που πήγαινα. Μια άλλη μητέρα με περίμενε στο πλατύσκαλο να πάρει γράμμα από τον γιο της, τον οποίο είχε αποχωριστεί στον Εμφύλιο, μόλις δεκαεπτά ετών. Από τότε ο γιος της παρέμενε στη Ρωσία, τότε ΕΣΣΔ, χωρίς να μπορεί να γυρίσει στη χώρα. Έκανε οικογένεια αλλά ήταν αδύνατο να επικοινωνήσουν διαφορετικά, παρά μόνο με αλληλογραφία και τα γράμματα έκαναν μέρες να έρθουν. Όταν επέστρεψε ο Δημήτρης -τον γνώρισα και προσωπικά- κάπου το 1992, η μητέρα του είχε πεθάνει, δεν πρόλαβε να την ξαναδεί».
«Επίσης, θα μου μείνει αξέχαστη η περίπτωση μιας γυναίκας, που σε νηπιακή ηλικία είχε δοθεί για υιοθεσία σε οικογένεια στις ΗΠΑ -ήταν στο λεγόμενο καράβι της Φρειδερίκης- μαζί με άλλα παιδιά που στάλθηκαν τότε για υιοθεσία σε ζευγάρια Αμερικανών», συνέχισε ο πρώην ταχυδρομικός υπάλληλος και πρόσθεσε: «Έστελνε από τις ΗΠΑ γράμματα στον φυσικό της πατέρα, στην Ελλάδα, όταν μεγάλωσε. Ήρθε μετά και τον συνάντησε, ήμουν κι εγώ εκεί, ένιωσα τη συγκίνησή τους».
Ο πρώην ταχυδρομικός υπάλληλος βλέπει ότι και η σημερινή εποχή είναι δύσκολη για τα ταχυδρομεία, με την ανάπτυξη της ψηφιακής τεχνολογίας και με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Νομίζω ότι γίνεται και πάλι με τα ταχυδρομεία ό,τι είχε αρχίσει να γίνεται στα ταχυδρομεία όταν άρχισε να ανεβαίνει το σταθερό τηλέφωνο, στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Είχαν τεθεί σε δεύτερο ρόλο. Μετά, βέβαια, ήταν οι λογαριασμοί που ανατέθηκαν σε εμάς από τον ΟΤΕ, τη ΔΕΗ, την ύδρευση και η διανομή των συντάξεων, αλλά και τα διαφημιστικά φυλλάδια επιχειρήσεων, που μας ανέβασαν πάλι», λέει.
Ο κ. Δόμβρος εργάστηκε σε αστικές περιοχές. Καθημερινά, με τη βαριά υπηρεσιακή τσάντα στον ώμο, διέσχιζε πεζός μια διαδρομή κατά, μέσο όρο, οκτώ με οκτώμισι χιλιόμετρα. Στην Κρήνη αναζητούσε τους παραλήπτες πολλές φορές κάτω στην παραλία. Ήταν οι ψαράδες, που τον περίμεναν. «Με κερνούσαν πάντοτε, όταν πήγαινα, μεζεδάκια, ψαράκια… κάθε φορά έφευγα από εκεί ευδιάθετος, έχοντας πιει και λίγο αλκοόλ». Εκείνο που του έκανε μεγάλη εντύπωση είναι ότι την περίοδο της δικτατορίας πολλές οικογένειες στην Καλαμαριά δε δίσταζαν να του εκμυστηρευτούν τα πολιτικά τους πιστεύω. «Τόση εμπιστοσύνη, μου είχαν. Ήξεραν, φυσικά, πως δεν υπήρχε περίπτωση να πω τίποτε παραέξω», τονίζει ο συνταξιούχος πρώην υπάλληλος των ΕΛΤΑ.
Στις επαρχίες υπήρχε ακόμη ο αγροτικός ταχυδρομικός διανομέας και πολλοί μέχρι και τη δεκαετία του 1970 έκαναν ακόμη τη διαδρομή με άλογο ή με ποδήλατο και αργότερα και με μηχανάκι. Ο κ. Δόμβρος θυμήθηκε συναδέλφους του, που βρίσκονταν στην περιφέρεια και πήγαιναν με το άλογο από χωριό σε χωριό.
«Ο αγροτικός ταχυδρομικός διανομέας ήταν κάτι σαν κινητή τράπεζα», συνεχίζει ο κ. Δόμβρος και προσθέτει: «Μοίραζε γράμματα, λογαριασμούς, συντάξεις, μέχρι επιταγές που έστελναν από την πόλη ή από το εξωτερικό, τα πάντα… πολλές φορές σε μεγάλες αποστάσεις, με κρύο, με βροχή, με χιόνι. Ο άνθρωπος που έφτανε σε όλα τα σπίτια της υπαίθρου, όσο μακριά κι αν βρισκόταν από κατοικημένες περιοχές, εκείνος που περίμεναν όλοι για να τους δώσει την αλληλογραφία τους. Ο αγροτικός ταχυδρομικός διανομέας ήταν ο πραγματικός ήρωας των ταχυδρομείων!».
Φάνης Γρηγοριάδης – Αναστασία Τελιανίδου