Κάθε χρόνο, ανήμερα της 31ης Οκτωβρίου, ο υπέργηρος (86 ετών) σήμερα Αλέξανδρος Διονυσιάδης, συμμετέχει στην εκδήλωση μνήμης στη Μόσχα για τα θύματα των γκουλάγκ του Στάλιν. «Φέτος είναι η πρώτη φορά που δεν θα πάω κι αυτό λόγω του κορονοϊού», λέει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, με αφορμή την έκδοση (ηλεκτρονικά και στην ελληνική γλώσσα) βιβλίου του, στο οποίο περιγράφει τη μαρτυρική διαδρομή της οικογένειας -και τη δική του- «Από τον Πόντο στην Κόλαση του Στάλιν».
Ο πατέρας του Διονυσιάδη συνελήφθη από την αστυνομία του Στάλιν για πρώτη φορά τη νύχτα της 15ης Δεκεμβρίου 1937 και εκτοπίστηκε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης έως τις αρχές του 1948 με την προσφιλή στο σταλινικό καθεστώς κατηγορία του «εχθρού του λαού», εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων. Πιάστηκε για δεύτερη φορά το φθινόπωρο του 1950 και μαζί με την οικογένειά του εξορίστηκε στη Σιβηρία, στο χωριό Zavodovka, Krasnoyarsk Territory. Ο δεκαπεντάχρονος τότε Αλέξανδρος ακολούθησε αναγκαστικά και έμεινε εξόριστος και αυτός έξι ολόκληρα χρόνια στην παγωμένη στέπα. «Έφτυνες και το σάλιο σου γινόταν, με το που έβγαινε από το στόμα, παγάκια…», λέει.
«Η ιστορία μας ξεκινά στη μακρινή Τραπεζούντα, απ’ όπου προέρχονται οι ρίζες μας και συνεχίζεται στη Γεωργία, την Ανατολική Σιβηρία, το Βόρειο Καζακστάν, τη Μόσχα και την Ελλάδα», αφηγείται ο συγγραφέας. «Ήταν χρέος μου να ενημερώσω τον κόσμο διά της ιστορίας της οικογένειάς μου για τον Γολγοθά που περάσαν οι Έλληνες – Πόντιοι», λέει και συνεχίζει: «Σύμφωνα με την έρευνα του φίλου Ιβάν Τζούχα (σ.σ. ιστορικός ερευνητής), 20.400 Έλληνες- Πόντιοι βρέθηκαν στις φυλακές του γκουλάγκ. Απ’ αυτούς, 80% των κρατουμένων εκτελέστηκαν, κάποιοι πέθαναν, άλλοι έμειναν στους τόπους εξορίας στη Σιβηρία κι επέστρεψαν πίσω μόνο το 10%».
Ο πατέρας του Αλέξανδρου, Νίκος Διονυσιάδης, ήταν απόφοιτος του φροντιστηρίου της Τραπεζούντας, πρόσφυγας στη Ρωσία, όπου έκανε 10 χρόνια φυλακή στο σοβιετικό γκουλάγκ. Μετά την αποφυλάκισή του, έζησε με την οικογένειά του μόνο έναν χρόνο και ξανά τον έστειλαν ως ανεπιθύμητο πολίτη για άλλα δέκα χρόνια, στα κάτεργα, στη Σιβηρία. Οι αρχές επέτρεψαν στη γυναίκα του Νίκου να μένει μαζί με την οικογένεια και τα παιδιά του στο μέρος της εξορίας του.
«Ήμουν παιδί, αλλά θυμάμαι πολύ καλά αυτό το βασανιστήριο τον χειμώνα. Το μεσημέρι, η θερμοκρασία ήταν μείον 50 βαθμούς, ενώ οι τουαλέτες – ξύλινες παράγκες εκτός σπιτιού… Εάν έφτυνες, τα σάλια γίνονταν παγάκια. Η μητέρα μου ακολούθησε τον πατέρα μας, αφήνοντας το ζεστό διαμέρισμα στη Μόσχα μόνο και μόνο να είναι κοντά, να ενωθούμε επιτέλους έστω σε συνθήκες απάνθρωπες», λέει ο Αλέξανδρος Διονυσιάδης στην τηλεφωνική μας συνομιλία από τη Μόσχα.
Η φωνή του ακούγεται χαρούμενη και μας εξηγεί τους λόγους: «Με πετύχατε σε μια ευτυχισμένη στιγμή γιατί τριγύρω μου κάθονται τα εγγόνια και τα δισέγγονα από τους δύο γιους μου!».
Μετά την αποκατάσταση των Ελλήνων και τον θάνατο του Στάλιν, το 1956, η οικογένεια επέστρεψε οριστικά στη Μόσχα. Ο Νίκος Διονυσιάδης, ο πατέρας του Αλέξανδρου, αμέσως βρήκε δουλειά στην Ελληνική Πρεσβεία της Μόσχας, στο Γραφείο Τύπου, και εργάστηκε ως διπλωμάτης.
«Θυμάμαι, όταν ο Νίκος Καζαντζάκης επέστρεφε από την Κίνα μέσω Μόσχας στην Ελλάδα, έμεινε στα διαμερίσματα της Πρεσβείας, όπου μέναμε κι εμείς. Ο πατέρας τον κάλεσε για φαγητό. Περάσαμε μαζί με τον μεγαλύτερο Έλληνα συγγραφέα όλη μέρα! (…) Πρέπει να είχαν συζητήσει πολλά θέματα, ενώ εμείς, η μητέρα και τα παιδιά, δεν ξέραμε τη γλώσσα για να καταλάβουμε τι έλεγαν αυτοί οι δυο άνδρες. Εγώ κράτησα στη μνήμη αυτή τη συνάντηση, ειδικά τη χαρά και την περηφάνια του πατέρα μου, που είχε κοντά του ολόκληρη μέρα τον Νίκο Καζαντζάκη!», λέει.
«Το βιβλίο αρχικά το είχα γράψει στα ρωσικά επειδή τα ελληνικά μου είναι λίγα. Μπορώ να μιλήσω και να διαβάζω, αλλά όχι να αποδώσω καλά αποτελέσματα στον γραπτό λόγο. Είχα μεγάλο όνειρο να μεταφραστεί στα ελληνικά. Τώρα που κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις “Αγαθάγγελος” νιώθω μια βαθιά ικανοποίηση», λέει ο 86χρονος.
Ο μεταφραστής του βιβλίου είναι ο συγγραφέας και μεταφραστής Δημήτρης Τριανταφυλλίδης, ο οποίος, μιλώντας στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων τόνισε: «Πρόκειται για την ιστορία ενός Έλληνα, παρόμοια με το περίφημο έργο του Αλεξάντερ Σολζενίτσιν “Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ”, που αποκαλύπτει όλη την αλήθεια της προσωπικής περιπέτειας στα χρόνια του οχλοκρατικού καθεστώτος στην πρώην ΕΣΣΔ».
«Υπάρχει», πρόσθεσε, «μεγάλη Ιστορία. Η Ιστορία των λαών, των κοινωνιών, των πολιτισμών. Υπάρχει, όμως, και η ανθρώπινη ιστορία, αυτή της διπλανής πόρτας, η ιστορία των αφανών κι αγνώστων. Είναι η ιστορία ως μία βελονιά στον μεγάλο καμβά που είναι φτιαγμένος με κόπο και ιδρώτα, με αίμα και δάκρυα, με τραγούδια χαράς και θρήνους, με ελπίδες και διαψεύσεις. Είναι η ιστορία που θα μπορούσε να είχε ζήσει ο καθένας από εμάς».
Ο Αλέξανδρος Διονυσιάδης άρχισε να γράφει το βιβλίο που διαδραματίζεται χρονικά έναν ολόκληρο αιώνα, στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και, όπως λέει, εμπνεύστηκε από την περιβόητη Περεστρόικα, «τυφλωμένος» από μία απερίγραπτη αισιοδοξία. «Ήθελα ν’ αφήσω στα εγγόνια μου μια παρακαταθήκη. Ήθελα τα εγγόνια μου να μάθουν την ιστορία της οικογένειάς μας και, από τα παιδικά τους χρόνια, να μην εμπιστεύονται τα σχολικά εγχειρίδια, τα οποία σε όλες τις χώρες είναι αμφιλεγόμενα, ενώ στις χώρες με αυταρχικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα απλά ψεύδονται», λέει.
Το βιβλίο, με πλήθος φωτογραφιών, είναι ένα μικρό απόσπασμα της ιστορίας των Ελλήνων του Πόντου που ξεκινάει με τον ξεριζωμό από την Τραπεζούντα. «Αν και το τίμημα ήταν βαρύ, μέσα από τις σελίδες της ζωής μου, αφήνω ένα μήνυμα στα παιδιά, αλλά και στη νέα γενιά για την ανεξίτηλη αξία της ελευθερίας και της δημοκρατίας!», τονίζει ο Αλέξανδρος Διονυσιάδης.
Σοφία Προκοπίδου
ΣΣ: Το βιβλίο διατίθεται δωρεάν στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://agathangelos.com/1040/