Στην αίθουσα του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Έδεσσας, σήμερα ξεκινά η δίκη για τη δολοφονία της 41 ετών εγκύου, της οποίας η σορός βρέθηκε τον περασμένο Ιανουάριο, μέσα σε μπαούλο, σε δασική περιοχή κοντά στο Μονοπήγαδο, στα όρια των νομών Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής.
Στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου θα καθίσουν ο 39χρονος σύντροφος της εγκύου και ο 34χρονος φίλος του, οι οποίοι -σύμφωνα με το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης– αντιμετωπίζουν τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας με δόλο, της διακοπής κύησης και της ληστείας (από κοινού και σε βαθμό κακουργήματος), καθώς και της παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας. Οι δύο κατηγορούμενοι παραμένουν έγκλειστοι σε φυλακές, καθώς είχαν κριθεί προφυλακιστέοι μετά την απολογία τους στον 4ο τακτικό ανακριτή Θεσσαλονίκης.
Η άτυχη γυναίκα, η οποία βρισκόταν στην 7η εβδομάδα της κύησης, έφερε τρία θανατηφόρα τραύματα από μαχαίρι στην τραχηλική χώρα και στον αυχένα. Το φονικό διαπράχθηκε ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, στο διαμέρισμα του 39χρονου στην Καλαμαριά και το κίνητρο των δραστών φαίνεται πως ήταν η ληστεία.
Όπως περιγράφεται στο βούλευμα, οι κατηγορούμενοι τοποθέτησαν το άψυχο σώμα της γυναίκας μέσα σε βαλίτσα – τύπου μπαούλο και το μετέφεραν στο σημείο, όπου εντοπίστηκε μία εβδομάδα αργότερα, ύστερα από υπόδειξη του 34χρονου, ο οποίος, απευθυνόμενος στην ΕΛ.ΑΣ., ομολόγησε την εμπλοκή του στην υπόθεση.
Κάμερες ασφαλείας κατέγραψαν τους δύο κατηγορούμενους να μεταφέρουν το μπαούλο και να πετάνε μετά το έγκλημα διάφορα αντικείμενα σε κάδους απορριμμάτων. Μεταξύ αυτών ήταν ένα στρώμα, πάνω στο οποίο εντοπίστηκαν ίχνη αίματος της δολοφονηθείσας. Είχε προηγηθεί η προσπάθεια του 39χρονου συντρόφου της να αποπροσανατολίσει τις έρευνες των διωκτικών Αρχών στέλνοντας διάφορα μηνύματα με δήθεν αποστολέα τη γυναίκα.
Απολογούμενος στον ανακριτή, ο 39χρονος αρνήθηκε το σύνολο των εις βάρος του αποδιδόμενων πράξεων, υποδεικνύοντας ως δράστη τον φίλο του. «Δεν πρόκειται να ομολογήσω ένα έγκλημα που δεν έκανα» φέρεται να είχε πει, μεταξύ άλλων. Με τη σειρά του, ο 34χρονος «έδειξε» ως δράστη της δολοφονίας τον συγκατηγορούμενό του, υποστηρίζοντας ότι δέχθηκε να συμμετάσχει σε μία «ψεύτικη» ληστεία επειδή είχε ανάγκη τα χρήματα, αλλά δεν ήθελε να πάθει κάτι η γυναίκα.