Πέρασαν κιόλας τεσσεράμιση χρόνια από την ημέρα που ο καθ’ ομολογία δράστης της δολοφονίας του έμπορου κρεάτων, Δημήτρη Γραικού, πέρασε την πόρτα των δικαστηρίων Θεσσαλονίκης ως κατηγορούμενος.
Τεσσεράμιση χρόνια μετά, η υπόθεση ξανά ζωντανεύει αυτήν την φορά στο Εφετείο Θεσσαλονίκης, όπου ο καταδικασμένος με ισόβια, θα προσπαθήσει να αλλάξει την αρχική απόφαση της Ελληνικής Δικαιοσύνης.
Η οικογένεια του Δημήτρη Γραικού, τεσσεράμιση χρόνια μετά, είναι αναγκασμένη να ξανά ζήσει με κάθε λεπτομέρεια την φρικιαστική στιγμή που ο έμπορος δέχθηκε τα πρώτα χτυπήματα, έπεσε νεκρός και εν συνεχεία θάφτηκε μαζί με το αγροτικό του στην φάρμα του δολοφόνου του.
Τι είχε συμβεί
Πέμπτη 3 Νοεμβρίου του 2016. Ο Δημήτρης Γραικός ξεκινάει από την οικία του με προορισμό τα σφαγεία της Χαλάστρας, προκειμένου να πουλήσει στον έμπορο, Δ.Δ., κρέατα από την κτηνοτροφική του μονάδα.
Μετά από την πώληση ο Δημήτρης Γραικός κάθετε μαζί με τον έμπορο και άλλους κτηνοτρόφους στο κυλικείο των σφαγείων για να πιούν ένα ποτήρι τσίπουρο όπως συνήθιζαν.
Από το σημείο φεύγει πρώτα ο Γραικός ο οποίος σταθμεύει λίγο πιο κάτω προκειμένου να μετρήσει τα χρήματα που έλαβε από τον έμπορο κρεάτων. Λίγη ώρα μετά ο ΔΔ περνάει με το αυτοκίνητο και ο Γραικός έχοντας αντιληφθεί ότι τα χρήματα δεν ήταν όσα έπρεπε τον ακολουθεί, σύμφωνα με κάμερα από παρακείμενο μαγαζί.
Ο δρόμος οδηγεί τους δύο άντρες στην κτηνοτροφική μονάδα που διατηρεί ο ΔΔ, με τους δύο άντρες να έρχονται σε αντιπαράθεση.
Ο καταδικασμένος για την δολοφονία σοκάρει στο δικαστήριο:
“Ξεφορτώσαμε στο σφαγείο. Επειδή ήταν άρρωστα τα ζώα τα σφάξαμε τελευταία. Πρώτα έπρεπε να γίνει απολύμανση. Μου ζήτησε να του δώσω 15 ζώα (αγελάδες) δανικά. Το αρνήθηκα. Και του είπα ότι δεν έχω. Δεν ήθελα να φανεί ότι κάνω τέτοιες δουλειές γιατί είχα προβλήματα με την κτηνιατρική υπηρεσία. Με έψαχναν κάθε μέρα και δεν ήθελα να τους δώσω πάτημα”.
“Φάγαμε και ήπιαμε 6-7 άτομα μαζί. Μετά καθίσαμε οι δύο μας σε ένα διπλανό τραπέζι και κόψαμε τιμολόγιο. Εκεί διαπίστωσα ότι μου οφείλει 4.000 ευρώ από τα χρήματα που του είχα δώσει έναντι γιατί έλειπαν ζώα. Κλείσαμε το λογαριασμό και φύγαμε γιατί είχε σχεδόν νυχτώσει”.
“Πρώτα αποχώρησε ο Δημήτρης και μετά εγώ. Φεύγοντας, έξω από το φυλάκιο της εισόδου, είδα το αυτοκίνητο του Δημήτρη και ο ίδιος καθόταν μέσα. Ξεκίνησα να πάω προς το χωριό. Στη στροφή, έξω από το συνεταιρισμό Χαλάστρας, τον αντιλήφθηκα πίσω μου. Πήγα πρώτα στο κρεοπωλείο της συζύγου. Έφυγα για να πάω στη μονάδα”.
Με έκπληξη είδα το Δημήτρη εκεί. Μου είπε ‘αφού έχεις τόσα ζώα γιατί δεν μου δίνεις’. Του είπα δεν μπορώ. Άρχισε να νευριάζει. Μου είπε ‘δε με βοηθάς, τόσα χρήματα σου έδωσα’. Άρχισε να βρίζει. Κάποια στιγμή μου όρμησε και με έπιασε από τη μπλούζα. Τον χτύπησα με την παλάμη στο μάτι. Δεν ήθελα να τον σκοτώσω. Πέσαμε και οι δυο κάτω. Εγώ έπεσα από πάνω του. Ήμουν περισσότερα κιλά.
Προσπάθησα να σηκωθώ και είδα ότι ήταν αναίσθητος. Πήρα έναν κουβά με νερό και του έριξα στο πρόσωπο. Δεν επανήλθε. Του έκανα μαλάξεις όπως είχα μάθει στο στρατό”.
“Άρχισε να χτυπάει το τηλέφωνο μου και ήταν ένας συνεργάτης μου που ήρθε στη μονάδα. Τον πήρα αγκαλιά (τον Γραικό) και τον έβαλα μέσα στην αποθήκη. Πίστευα ότι όταν θα γυρίσω θα αναπνέει. Ξανά ξεκίνησα μαλάξεις αλλά δεν έγινε τίποτα. Ήμουν στα χαμένα. Σκέφτηκα να πάρω τηλέφωνο τη γυναίκα μου, τον αδελφό μου αλλά δεν ήθελα να τους μπλέξω. Πίστευα ότι είχε τελειώσει. Είδα ότι δεν αναπνέει, δεν είχε σφυγμό”.
Για την απόκρυψη του περιστατικού είπε: “Μετά αποφάσισα να κάνω αυτό που έκανα. Έσκαψα μια τρύπα με το φορτωτή, τον πέταξα μέσα και έριξα μπάζα από πάνω. Μετά έθαψα το αυτοκίνητο”.
“Την επόμενη μέρα άρχισαν τα προβλήματα. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, ανέβασα ζάχαρο, άρχισα να χάνω κιλά. Κατάλαβα ότι κατέστρεψα τη ζωή μου και την οικογένειά μου. Ντρέπομαι γιατί το απέκρυψα. Ήμουν στα χαμένα, γι’ αυτό λειτούργησα έτσι”.
Δείτε επίσης: Θεσσαλονίκη: Σε πενθήμερη αποχή προχωρούν οι δικηγόροι της πόλης