Κρατά τον δίσκο με άνεση που θα ζήλευε κάθε σερβιτόρος. Ακούει τους πελάτες, “μυρίζει” την απόσταση στην οποία βρίσκονται, αγγίζει το τραπέζι για να αφήσει την παραγγελία. Ως τυφλός, δεν μπορεί να δει τον θαυμασμό στα μάτια τους. Μπορεί όμως σίγουρα να “γευτεί” την αγάπη που του δείχνουν.
Ο 45χρονος Πασχάλης Μπόσκος, εκτός από το σέρβις, τα καταφέρνει εξίσου καλά στην υποδοχή των πελατών, στην προμήθεια των προϊόντων, ακόμη και… στη λάντζα!
Κατάστημα εστίασης στην πόλη της Δράμας, που να απασχολεί άτομα με αναπηρία και δη με προβλήματα όρασης, δεν υπάρχει ακόμη. Ένας άλλος τυφλός όμως, ο αδερφός του Πασχάλη, Δημήτρης, “είδε” ότι μπορεί να δημιουργήσει αυτός την ευκαιρία.
«Μέσα από την πενταετή ενασχόλησή μου με τα κοινά των ατόμων στο χώρο της αναπηρίας, συνειδητοποίησα ότι οι πόρτες για εργασία στα άτομα αυτά είναι κλειστές», λέει ο Δημήτρης Μπόσκος στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων “Πρακτορείο 104,9 FM” και εξηγεί ότι η διαπίστωση αυτή αποτέλεσε το κίνητρο για το επόμενο βήμα: «Το 2019, εκμεταλλευόμενοι τον νόμο (ν. 4430/2016), δημιουργήσαμε την Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση (ΚοινΣΕπ) ένταξης με τον διακριτικό τίτλο “Αλληλέγγυα Συνεργασία”, για την ένταξη των ατόμων με αναπηρία στην αγορά εργασίας μέσω της απασχόλησης, χωρίς να διακόπτεται το επίδομα τους».
Για να βρει… αντίκρισμα αυτή η ΚοινΣΕπ, τα μέλη της δημιούργησαν το παντοπωλείο-καφέ-μεζεδοπωλείο “Με…νού”, στην οδό Δημοκρίτου στη Δράμα, στο οποίο, εκτός του ότι εργάζονται άτομα με αναπηρία, μπορούν και να εκπαιδεύονται, με σκοπό την προώθησή τους σε άλλες επιχειρήσεις.
«Τα άτομα με προβλήματα όρασης εργάζονται σχεδόν μόνο σε τηλεφωνικά κέντρα, γίνονται δικηγόροι, φυσικοθεραπευτές και εκπαιδευτικοί», υπογραμμίζει ο Δημήτρης Μπόσκος, επισημαίνοντας ότι η γκάμα των επαγγελμάτων στα οποία μπορεί να απασχοληθεί ένας τυφλός, είναι περιορισμένη. Πιστεύει ακράδαντα πως «αν θέλει κάποιος, όλα γίνονται» και γι’ αυτό προσπαθεί να βρει νέα επαγγελματικά μονοπάτια, ώστε, με την κατάλληλη εκπαίδευση, να διευρυνθεί αυτή η λίστα.
Ο Πασχάλης Μπόσκος, αποτελεί φωτεινό παράδειγμα ότι ένας τυφλός μπορεί να διαπρέψει σε… ασυνήθιστους χώρους. Ζει 25 χρόνια στο σκοτάδι και ανάμεσα σε αυτά που εκ των πραγμάτων δεν βλέπει, πρόσθεσε κάτι ακόμη: «Η αναπηρία της όρασής μου, μου έμαθε να μην μπορώ να βλέπω… προβλήματα», τονίζει ο 45χρονος σερβιτόρος, που χαρακτηρίζει «ευλογία» αυτό που του συμβαίνει, ενώ δεν παραλείπει να αναφερθεί στην πολύτιμη και συνεχή βοήθεια της αδερφής του Δήμητρας.
Ένας από τους βασικούς στόχους της ΚοινΣΕπ “Αλληλέγγυα Συνεργασία”, είναι να καταρρίψει τον μύθο ότι τα άτομα με αναπηρία δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στη σύγχρονη εργασιακή νοοτροπία που απαιτεί μέγιστη απόδοση και πολλές ώρες εργασίας, λέει ο πρόεδρός της, Δημήτρης Μπόσκος, αναφέροντας παραδείγματα ατόμων με αναπηρία που, όπως επισημαίνει, «δουλεύουν όσο τρεις και πλέον αρτιμελείς».
Το κατάστημα συμπληρώνει τον τρίτο μήνα λειτουργίας του, γεγονός που έχει αλλάξει και τη ζωή της Μαρίας, μιας 17χρονης με σύνδρομο Down, η οποία δηλώνει ενθουσιασμένη από τη νέα της καθημερινή ενασχόληση. «Της αρέσει πάρα πολύ έρχεται σε επαφή με τον κόσμο, σερβίρει τα νερά στους πελάτες, βοηθάει όσο μπορεί και στην κουζίνα», λέει η μητέρα της, Ελένη Γιόφτσιου.
Η αλληλεγγύη του “Με…νού” όμως, δεν σταματά στις επαγγελματικές ευκαιρίες που δίνει σε ΑμεΑ. Στο παντοπωλείο-μεζεδοπωλείο προσφέρονται σχεδόν αποκλειστικά τοπικά προϊόντα. «Τόσο τα τυροκομικά, τα αλλαντικά, οι μεζέδες μας, όσο το τσίπουρο, το κρασί και η μπίρα, είναι από το νομό Δράμας», επισημαίνει ο Δημήτρης Μπόσκος και εξηγεί: «Θέλουμε να στηρίξουμε την τοπική οικονομία, γιατί σε αυτές τις επιχειρήσεις εργάζονται άτομα της διπλανής μας πόρτας. Αν έχουν δουλειά αυτοί, θα έχουμε όλοι».
Αυτό που θεωρούν όμως περισσότερο σημαντικό, είναι ότι μέσα από την τριβή τους με μέλη της δραμινής κοινωνίας, η οποία “αγκάλιασε” και στηρίζει την προσπάθεια, καταφέρνουν να εξηγήσουν στους αρτιμελείς συμπολίτες τους ότι «η αναπηρία δεν είναι κολλητική και μπορούμε να συνυπάρξουμε όλοι, αφού είμαστε μεν διαφορετικοί, αλλά οι ανάγκες μας είναι ίδιες».
Βαρβάρα Καζαντζίδου