Με μία σκιαγράφηση της προσωπικότητας του Δημήτρη Φατούρου και μία αναδρομή στο έργο του σε κάθε τομέα ενασχόλησης και ενδιαφέροντός του, ο καθηγητής Ιωάννης Καζάζης, πρόεδρος του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας αποχαιρετά τον εκλιπόντα ομότιμο καθηγητή, αρχιτέκτονα, εικαστικό, συγγραφέα, διατελέσαντα πρύτανη και υπουργό.
«Γεννημένος το 1928, έκλεισε στις 8 Νοεμβρίου έναν κύκλο 92 ετών, που τα είχε όλα: Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και Εμφυλιακά, επτάχρονη Δικτατορία, Μεταπολίτευση, Μνημόνια και Πανδημία. Στη μακρά αυτή διαδρομή, ο Φατούρος διαλέχθηκε με την ιστορία με έναν τρόπο εντελώς δικό του: υπηρετώντας την επιστήμη του στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ με τα αυστηρότερα επιστημονικά, εκπαιδευτικά και εφαρμοσμένα κριτήρια –για τον “αμείλικτο” δάσκαλο πολλά έχουν να μαρτυρήσουν οι ευγνώμονες μαθητές του ασκώντας παράλληλα, τόσο στο ΑΠΘ όσο και στο Υπουργείο Παιδείας, ευφάνταστη και αποτελεσματική διοίκηση, από θέσεις υψηλής ευθύνης και ρίσκου, και ευτυχώντας, τέλος, να δώσει υπόσταση σε προσφιλή του οράματα, όπως το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας», αναφέρει ο κ. Καζάζης.
Για τον χαρακτήρα του, τις ευαισθησίες του και πώς αυτές εκδηλώνονταν μέσα από την καλλιτεχνική έκφραση, ο πρόεδρος του ΚΕΓ παρατηρεί: «Τον Φατούρο τον οδηγούσε η προσήλωση στο καθήκον και το είδος εκείνο ανθρωπιάς που θεμελιώνεται στη μετριοπάθεια, τη μειλιχιότητα και, πάνω απ’ όλα ίσως, στο νόημα της αγαπημένης του τέχνης, της ζωγραφικής. Της ζωγραφικής που την έβλεπε σαν την ανθρωπιά της έντεχνης σύνθεσης της πολλαπλότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι πρόβαλλε την αγαπημένη του ρήση, το “διατελώ πάντα εν αμφιβολία”, αυτός που ήξερε πάντα να βρίσκει μέσα του τη δύναμη την αμφιβολία να τη μετατρέπει σε ενέργεια, μη διστάζοντας να δεχτεί από τις άλλες -ακόμη και τις αντίπαλες- απόψεις ό,τι χρειαζόταν για να συνθέσει ένα έργο με τη σφραγίδα της δικής του προσωπικότητας. Το αίτημα της ενότητας μέσα από την πολλαπλότητα ήταν άλλωστε το δίδαγμα που άντλησε από την πρώιμη θητεία του στη ζωγραφική και την αρχιτεκτονική σύνθεση, δουλεύοντας πλάι στον Νίκο Χατζηκυριάκο Γκίκα και τον Δημήτρη Πικιώνη, που ρητώς αποστρέφονταν τους δογματισμούς. Ο Φατούρος μια ζωή συνέθετε, συναιρώντας τα ομότροπα και τα ετερότροπα στη ζωή και τη σκέψη, και προσπαθώντας να τα υποτάξει στο νόημα της τέχνης.
»Αυτή άλλωστε την πολλαπλότητα τη βίωσε ο εκ καταγωγής Αρκάς Φατούρος και ως συνύφανση μιας τριαντάχρονης ζωής στην Αθήνα με μια εξηντάχρονης διάρκειας ζωή στη Θεσσαλονίκη – κινούμενος διαρκώς μεταξύ δύο πόλων, σαν το στημόνι και το υφάδι. Όπως δεν έπαψε ποτέ να κινείται και να εκθέτει το έργο του σε ολόκληρο τον κόσμο με την άνεση του κοσμοπολίτη -διδάσκοντας, διδασκόμενος και συνθέτοντας. Στη νέα πατρίδα από το 1959, άντλησε από το πνεύμα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που ήδη βρισκόταν στη δεύτερη γενιά καθηγητών του, και είχε πετύχει να μεταμορφώσει, μέσα σε λίγες δεκαετίες, όλο τον βόρειο χώρο της επικράτειας επαγγελματικά, εκπαιδευτικά -και καλλιτεχνικά. Ο Φατούρος στήριξε πρόθυμα τη ρηξικέλευθη «Τέχνη», και, με την ίδια ζέση, και κάθε άλλη προσπάθεια για θέσμιση της καλλιτεχνικής προσωπικότητας μιας πόλης πάνω ακριβώς στην ώρα που έσφυζε από νεωτερική δυναμικότητα».
Ο πρόεδρος του ΚΕΓ περιγράφει ακόμη την «ιδιαίτερα γόνιμη σχέση του Φατούρου με τη Φιλοσοφική Σχολή των Λίνου Πολίτη και Μανόλη Ανδρόνικου, Ι. Θ. Κακριδή και Δημήτρη Μαρωνίτη, Σακελλαρίου, Πελεκανίδη -και της Άλκης Κυριακίδου- Νέστορος, μια σχολή που είχε και αυτή ανταποκριθεί στο ακέραιο στη νομοθετημένη από το 1925 αποστολή της, που ήταν να εφοδιάσει όλο τον βορειοελλαδικό, κυρίως, χώρο με δασκάλους και φιλολόγους, ιστορικούς και αρχαιολόγους της υψηλότερης στάθμης» και τις «στενές φιλίες του με τους λαμπρούς καθηγητές της».
«Χρόνια αργότερα, στην υπηρεσία της νέας εξωστρέφειας, που απαιτούσαν πλέον οι καιροί, οραματίστηκε ο Φατούρος την εδραίωση του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας στη Θεσσαλονίκη -από την ίδρυσή του το 1994 στεγάζεται στον Δήμο Καλαμαριάς- και εμπιστεύτηκε τον νέο θεσμό στο νεωτερικό πνεύμα του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ. Έκτοτε και ως την τελευταία του πνοή όχι μόνον δεν έπαψε να παρακολουθεί την ανάπτυξη του ΚΕΓ, αλλά, στο ενδιάμεσο διάστημα, διατέλεσε δεύτερος πρόεδρός του, μετά τη θητεία του Δημήτρη Μαρωνίτη. Είδε το ΚΕΓ να φέρνει την Πιστοποίηση της Ελληνομάθειας σε όλο τον κόσμο με τα 150 εξεταστικά του κέντρα ανά την υφήλιο να δημιουργεί ένα σύμπαν ψηφιακών -κυρίως- εργαλείων και πόρων για τη μελέτη της διαχρονίας της ελληνικής, και να προλαβαίνει να θεμελιώσει το εξ αποστάσεως γλωσσικό και το φιλολογικό μάθημα που απαιτούν οι καιροί, καθ’ όλα έτοιμο -την εποχή της πανδημίας», θυμάται ο πρόεδρος του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, καταλήγοντας: «Το ΚΕΓ τον ευγνωμονεί».
Το Δ.Σ. του ΚΕΓ θα ανακοινώσει σε εύθετο χρόνο τον αρμόζοντα τρόπο για να τιμηθεί η μνήμη του Δ. Φατούρου.
Σ.Α.