Από το 1922 στέκει το κιόσκι στο παραλιακό μέτωπο της Θεσσαλονίκης. Τότε ήταν που έφτασε στην πόλη, πρόσφυγας από τη Σμύρνη, ο Μενέλαος Χασαπάκης, ο οποίος αποφάσισε να τοποθετήσει στο “προσκεφάλι” του Θερμαϊκού Κόλπου τα πανέρια του και να πουλάει δολώματα στους ψαράδες. Πού να φανταζόταν ότι θα κόντευε να κλείσει σχεδόν έναν αιώνα ζωής η επιχείρησή του στο ίδιο μέρος και πως τα παιδιά αλλά και τα εγγόνια του θα συνέχιζαν το ίδιο επάγγελμα;
Η δισέγγονη του Μενέλαου Χασαπάκη, Ευαγγελία, είναι πλέον η ιδιοκτήτρια του χώρου μαζί με τον αδελφό της. Και μπορεί να έχει αλλάξει το προϊόν που προσφέρει σε κατοίκους και επισκέπτες -και εκτός από τα δολώματα στους ψαράδες να πουλάει και σουβενίρ της Θεσσαλονίκης- ωστόσο το λαμαρινένιο κιόσκι με την επιγραφή “Μενέλαος από το 1922” αποτελεί πόλο έλξης για ντόπιους και τουρίστες. Βρίσκεται ακριβώς δίπλα στην προβλήτα Α’ του λιμανιού και απέναντι από την υπό ανάπλαση Πλατεία Ελευθερίας.
“Ο προπάππους μου έφτασε στη Θεσσαλονίκη πρόσφυγας από τη Σμύρνη, με την οικογένεια του και τον παππού μου μωρό, σε ηλικία μόλις δύο ετών. Τότε, στο παραλιακό μέτωπο υπήρχαν κάτι σαν κιόσκια, πιθανότατα τουρκικοί μιναρέδες. Σ’ εκείνο το σημείο, δίπλα στη θάλασσα, τοποθέτησε τα πανέρια του. Με τη βάρκα έβγαζε δολώματα από τις εκβολές ποταμών και παραπόταμων, κυρίως από το Καλοχώρι, και τα πουλούσε μαζί με άλλους επαγγελματίες που έκαναν το ίδιο επάγγελμα, για να ζήσουν τις οικογένειες τους”, εξιστορεί στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η κ.Χασαπάκη.
Την ίδια επαγγελματική διαδρομή, να βγάζουν δολώματα για τους ψαράδες, επαγγελματίες και μη, ακολούθησαν τόσο ο παππούς, όσο και ο πατέρας της κ.Χασαπάκη. Μόνο που στο πέρασμα του χρόνου και λόγω των ιστορικών γεγονότων που σημειώθηκαν στην πόλη τα κιόσκια που κατασκευάστηκαν επί τουρκοκρατίας καταστράφηκαν, πιθανότατα, κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής. Ετσι, στο παραλιακό μέτωπο της πόλης, σύμφωνα με φωτογραφικά ντοκουμέντα της εποχής, έκαναν λίγο αργότερα την εμφάνισή τους οι ομπρέλες θαλάσσης, εκεί όπου κατά τη δεκαετία του ’60 οι ίδιοι άνθρωποι πωλούσαν τα δολώματα.
Αυτό το σημείο, δίπλα στη σημερινή προβλήτα Α’ του λιμανιού, ήταν και το επίσημο στέκι των ψαράδων όλη της Θεσσαλονίκης. Από εκεί έπαιρναν ζωντανά δολώματα από τις αρχές της άνοιξης μέχρι και του Αγίου Δημητρίου για να ψαρέψουν στα νερά του Θερμαϊκού Κόλπου, ενώ ο δήμος Θεσσαλονίκης αποφάσισε να δημιουργήσει ένα λαμαρινένιο ημικύκλιο το 1995, για να “σουλουπώσει” τον χώρο, λόγω και της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας του 1997.
“Από τον χώρο μας έχει περάσει όλη η Θεσσαλονίκη. Είναι πολύ σημαντικό για μένα να έχουν ταυτίσει τις αναμνήσεις τους τόσοι άνθρωποι με τον χώρο αυτό, όπου πωλούνται τα δολώματα. «Εχουν περάσει γαμπροί με νύφες για να φωτογραφηθούν. Θυμάμαι μία φορά, ήρθε ένας γιατρός μετά από ένα σοβαρό χειρουργείο. “Δώσε μου δόλωμα, να ψαρέψω να ξεχαστώ και να ηρεμήσω”, μου είπε» θυμάται η κ.Χασαπάκη.
Βέβαια, μέσα στους ανθρώπους που έχουν επισκεφτεί το χώρο φαίνεται πως ήταν και αρκετοί διάσημοι. «Ο μπαμπάς μου και ο θείος μου είχαν τις βάρκες τους δεμένες στο λιμάνι. Μια μέρα ήρθε η Ρένα Βλαχοπούλου, που της άρεσε πολύ το ψάρεμα και λέει στον θείο μου: “Πάρε τη βάρκα να πάμε λίγο παραμέσα στη θάλασσα. Θέλω να ψαρέψω”. Και η Μαρινέλλα έχει αναφέρει πως αγόραζε από εδώ δολώματα, γιατί την έπαιρνε παρέα ο μπαμπάς της όταν ψάρευε» συνεχίζει τις ιστορίες η κ.Χασαπάκη.
Λόγω της οικονομικής κρίσης τα τελευταία χρόνια μειώθηκαν οι πωλήσεις σε δολώματα, ωστόσο η Ευαγγελία Χασαπάκη εξακολουθεί και παραμένει στον ίδιο χώρο, πουλώντας είδη αλιείας και σουβενίρ. “Είμαστε εδώ και δίνουμε πληροφορίες στους τουρίστες για το πώς θα πάρουν το καλοκαίρι τα βαρκάκια που κάνουν τη διαδρομή από λιμάνι για Αγία Τριάδα, πώς θα μετακινηθούν στην πόλη ή πού θα φάνε καλό φαγητό. Είμαστε μέσα στη φασαρία, όμως από εδώ μέσα μπορείς να δεις μια άλλη Θεσσαλονίκη, αυτή του παρελθόντος”, καταλήγει.
Αναστασία Καρυπίδου