Φωτογραφική έκθεση του Δ. Μεσσίνη στο πλαίσιο της Thessaloniki PhotoΒiennale

Φωτογραφική έκθεση του Δ. Μεσσίνη στο πλαίσιο της Thessaloniki PhotoΒiennale

Ένας Έλληνας φωτορεπόρτερ, καθισμένος στο πίσω κάθισμα αυτοκινήτου που κινείται στους δρόμους της Καμπούλ, τυλίγει στο αφγανικό φουλάρι του τη φωτογραφική του μηχανή για να μην φαίνεται, την ακουμπά στην κάτω γωνία του ανοιχτού παραθύρου, ορίζει το κάδρο με την εμπειρία του, χωρίς να κοιτάξει από το σκόπευτρο και κάνει το κλικ. 

Αν και η φωτογράφιση σε δημόσιους χώρους απαγορεύεται στο Αφγανιστάν, το θέαμα μιας γυναίκας τυλιγμένης με γαλάζια μπούργκα, που στέκεται έξω από τον γιγάντιο τοίχο του τάφου του μεγιστάνα αυτοκράτορα Μπαμπούρ, τον έχει προκαλέσει τόσο, που δεν μπορεί να τηρήσει την απαγόρευση. 

Η εικόνα που προέκυψε από αυτή τη λήψη είναι μόνο μία από τις εκατοντάδες που έβγαλε στο Αφγανιστάν ο Δημήτρης Μεσσίνης το διάστημα από το 1996 έως το 2001 ως φωτορεπόρτερ του Associated Press. Μαζί με άλλες αποτελούν την έκθεση «Δύναμη και οδύνη στο Αφγανιστάν: το καθεστώς Ταλιμπάν 1996-2001», που εγκαινιάζεται αύριο το απόγευμα στον Πολυχώρο Πολιτισμού Ισλαχανέ, στη Θεσσαλονίκη, και πραγματοποιείται στο πλαίσιο της Thessaloniki PhotoΒiennale 2023.

«Αυτή η γυναίκα περίμενε κάποιον έξω από το μαυσωλείο του αυτοκράτορα Μπαμπούρ, το οποίο βέβαια ήταν εγκαταλειμμένο, όμως μέσα υπήρχε φύλακας. Το κτήριο ήταν της εποχής του Μεσαίωνα και ο τοίχος ήταν φτιαγμένος από λάσπη. Η εικόνα αυτή λοιπόν με τον τοίχο, τη λάσπη, το σχήμα, τα χρώματα, δεν μπορεί να αφήσει έναν φωτογράφο ασυγκίνητο» εξηγεί ο Δημήτρης Μεσσίνης στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων. Μάλιστα, όπως αναφέρει, παρόλο που η γυναίκα ήταν σε πολύ κοντινή απόσταση δεν αντιλήφθηκε ότι τη φωτογράφισε, ενώ θα προτιμούσε η …τυφλή του λήψη να την είχε πετύχει λίγο πιο αριστερά.  

Αντίστοιχα, περιγράφει μία άλλη φωτογραφία με έναν μαχητή των Ταλιμπάν, που στέκεται κοντά σε έναν ισχυρό εκτοξευτή πολλαπλών ρουκετών διαμετρήματος 122 χιλιοστών, στην πρώτη γραμμή, 40 χλμ βορειοανατολικά της Καμπούλ τον Ιανουάριο του 1998. «Το πρόσωπό του είναι απίστευτα σκαμμένο, νομίζεις ότι είναι γέρος κι όμως είναι μόνο 45 ετών. Στέκεται μπροστά στο ρουκετοβόλο και πολύ πιο πίσω φαίνονται τα Ιμαλάια. Στο μέρος όπου είναι τραβηγμένη φωτογραφία είμαστε ήδη στα 2.000 μέτρα υψόμετρο, αφού ούτως ή άλλως το οροπέδιο της Καμπούλ είναι πολύ ψηλά» σημειώνει.  

Ένας από τους ελάχιστους φωτορεπόρτερ που έκανε αυτοψία στο Αφγανιστάν

Η φωτογραφική αποτύπωση του Αφγανιστάν υπό το καθεστώς Ταλιμπάν από το 1996 έως το 2001 από τον Δημήτρη Μεσσίνη είναι στην ουσία μια αυτοψία που βασίζεται σε τρεις πτυχές της τότε τρέχουσας πραγματικότητας: Το πεδίο των μαχών με τους Ταλιμπάν να βρίσκονται στο επίκεντρο, τους δημόσιους θεσμούς, τα Υπουργεία και το Νοσοκομείο της Καμπούλ, αλλά και τις σκηνές δρόμου, τη ζωή και την καθημερινότητα του άμαχου πληθυσμού. Στην τελευταία κατηγορία ανήκουν οι φωτογραφίες που τραβούσε κρυφά στο δρόμο, συνήθως μέσα από το αυτοκίνητο εν κινήσει.  

«Ήταν δύσκολο για έναν ρεπόρτερ να πάει εκεί, λόγω της βίζας. Το Associated Press ωστόσο είχε γραφείο στο γειτονικό Πακιστάν, δεν ασχολούνταν με ακρότητες και έκανε απλώς δημοσιογραφική καταγραφή, οπότε ήταν πιο εύκολο για μας να βγάλουμε βίζες» επισημαίνει ο κ. Μεσσίνης. Όπως λέει χαρακτηριστικά, το 2001, όταν ξεκινούσε η επίθεση των δυνάμεων της Βόρειας Συμμαχίας για να πέσει το καθεστώς των Ταλιμπάν, υπήρχαν περισσότερες από 600 δημοσιογραφικές αιτήσεις για βίζα, από τις οποίες εγκρίθηκαν μόνο δύο: Η δική του και της συναδέλφου του – διευθύντριας του γραφείου στο Πακιστάν.  

Άλλωστε, όπως λέει, ποτέ δεν προκάλεσαν ώστε να τους «κλείσει την πόρτα» το καθεστώς των Ταλιμπάν. Μάλιστα, ανέλαβαν την κυβέρνηση το ‘96 και ο ίδιος πήγε για πρώτη φορά μόλις τρεις μήνες μετά. «Πρέπει απλώς να τηρείς τους κανόνες που θέτουν, κι αν κάνεις και κάτι παραπάνω να μην προκλητικός, γιατί διαφορετικά δεν πρόκειται να …ξαναπατήσεις» υπογραμμίζει με την εμπειρία του, αφού πριν από εκεί είχε καλύψει στρατιωτικές συρράξεις στην πρώην Γιουγκοσλαβία, την Τσετσενία, τον Λίβανο και τους πολέμους του Κόλπου. «Δεν έχεις κέρδος να σε αποκλείσουν και να μην πας. Στόχος είναι να πας και από κει μέσα να βγάλεις ό,τι καλύτερο μπορείς» συμπληρώνει.

Συνέντευξη με υπουργό με τη θέα ενός καλάσνικοφ

Η δουλειά που έκανε σε κάθε αποστολή ήταν υπερπολλαπλάσια από αυτή που έφτανε στο γραφείο του, καθώς λόγω του υψηλού κόστους μετάδοσης των εικόνων μέσω δορυφόρου, μπορούσε να στείλει μόνο τρεις φωτογραφίες την ημέρα και σε σπάνιες περιπτώσεις, με πολλή και ιδιαίτερη επικαιρότητα, ίσως και τέσσερις. «Κάναμε ένα σωρό δουλειά και έπρεπε να τη συνοψίσουμε μέσα σε λίγες φωτογραφίες. Τις περισσότερες φορές κινούμασταν μαζί με τον δημοσιογράφο. Ο καθένας έκανε τη δουλειά του και στο τέλος διάβαζα το κομμάτι του και προσάρμοζα από το υλικό μου αυτά που έδεναν καλύτερα με το κείμενο» εξηγεί τονίζοντας ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις η δουλειά είναι ομαδική.

«Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες δουλεύαμε ήταν πολύ περιορισμένες, όπως ισχύει και σήμερα στο Αφγανιστάν, πόσο μάλλον την εποχή εκείνη. Ήταν περιορισμένοι οι χώροι στους οποίους μπορούσαμε να κινηθούμε, δεν μας άνοιγαν όλες οι πόρτες… Μία φορά κάναμε συνέντευξη τον υπουργό Παιδείας, ο οποίος μας μιλούσε έχοντας δίπλα του τον οπλισμένο σωματοφύλακά του και ακριβώς μπροστά του ακουμπισμένο το δικό του καλάσνικοφ» περιγράφει δείχνοντας τη φωτογραφία που απεικονίζει το σκηνικό.

«Ο φόβος φυλάει τα έρμα»

Ένας απεσταλμένος σε εμπόλεμη ζώνη πρέπει να θέτει τις δικές του κόκκινες γραμμές, δηλώνει ο έμπειρος φωτορεπόρτερ. «Δεν πρέπει να το δεις αλαζονικά, πρέπει να φοβάσαι γιατί “ο φόβος φυλάει τα έρμα” και όποιος λέει ότι δεν φοβάται θα πρέπει να γνωρίζει ότι έχει κάνει ένα χοντρό …λαθάκι. Θα το κάνεις γιατί είναι η δουλειά σου, αλλά θα πάρεις όσες περισσότερες προφυλάξεις μπορείς» επισημαίνει.

Ο ίδιος ήταν μάρτυρας ενός περιστατικού που συνέβη σε Γάλλο συνάδελφό του σε προηγούμενη αποστολή, λίγο πριν το τέλος του πολέμου του Λιβάνου. «Ήπιαμε μαζί καφέ το πρωί και μας χαιρέτησε για να πάει σε ένα πολύ κοντινό ξενοδοχείο να κάνει συνέντευξη με τους Δρούζους. Τον είδαμε να επιστρέφει πριν μπει και να πηγαίνει στο δικό του ξενοδοχείο όπου είχε ξεχάσει κάτι. Εκείνη τη στιγμή έγινε μία φοβερή έκρηξη και το ξενοδοχείο στο οποίο είχε ραντεβού ισοπεδώθηκε», περιγράφει την ανατριχιαστική σκηνή. «Ήταν τότε που είχαν ξεκινήσει οι βομβιστές αυτοκτονίας στα αυτοκίνητα. Αφού συνειδητοποίησε τι γλίτωσε, μάζεψε τα πράγματά και την επομένη πήγε στο αεροδρόμιο, έφυγε για το Παρίσι και έκτοτε δεν τον ξαναείδαμε ποτέ στη δουλειά» προσθέτει ο κ. Μεσσίνης.

Οι δικοί του κανόνες επιβίωσης και προστασίας προσαρμόζονται κάθε φορά, ανάλογα με το μέρος και τη στιγμή, ωστόσο κάτι που ήταν απαράβατο για τον ίδιο, ήταν ότι δεν έμπαινε στο ίδιο αυτοκίνητο με ενόπλους. «Μία φορά με απείλησε κάποιος για να τους πάρω μαζί μου και τους έδωσα το κλειδί του αυτοκινήτου να το πάρουν χωρίς εμένα. Δεν έβαζα ποτέ ένοπλο μέσα στο αυτοκίνητο γιατί τότε παύεις να είσαι δημοσιογράφος και είσαι στόχος του αντιπάλου του», τονίζει.  

Πολλές από τις στιγμές που έζησε μέσα σ’ αυτήν την πενταετία στο Αφγανιστάν ο Δημήτρης Μεσσίνης, με τα άρματα μάχης, τη λαϊκή αγορά, τα γκρεμισμένα κτήρια της Καμπούλ από τη Σοβιετική κατοχή, τις ανεμοθύελλες, τα πενιχρά και αυτοσχέδια μέσα μεταφοράς των αμάχων, τις γραμμές του Βόρειου Μετώπου συνθέτουν το φόντο του φωτοειδησεογραφικού του ντοκουμέντου που μπορεί να δει κάποιος από αύριο έως τις 8 Δεκεμβρίου στον Πολυχώρο Πολιτισμού Ισλαχανέ – Πρώην Σχολή Τεχνών και Επαγγελμάτων Χαμιδιέ, σε συνδιοργάνωση του Ισλαχανέ με το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού και με αρχιτεκτονικό σχεδιασμό της έκθεσης της Σίσσυς Καραδημητρίου, στο πλαίσιο της Thessaloniki PhotoΒiennale.

ΑΠΕ-ΜΠΕ

Δείτε επίσης: Συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ: Η κεντροαριστερά θέλει, τα κόμματα μπορούν;

Loading

Play