«Η Μελπομένη και οι αδελφές της δεν είναι απλώς η οικογένειά μου. Είναι οι άγγελοί μου» λέει στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Γιόσι Μορ, μέλος της εβραϊκής οικογένειας Μορντεχάι, που ζούσε προπολεμικά στη Βέροια και σώθηκε χάρη στη γενναιότητα της Μελπομένης Ντίνα (Γιαννοπούλου τον καιρό του πολέμου), των αδελφών της, Ευθυμίας και Βηθλεέμ, αλλά και της οικογένειας της Ευλαμπίας Τοκατλίδου.
Δεν έχουν περάσει ούτε δύο 24ωρα από τη στιγμή που ο Γιόσι Μορ και η αδελφή του Σάρα Γιανάι έσμιγαν για μια ακόμα φορά με τη Μελπομένη Ντίνα -αυτή τη φορά στην Ιερουσαλήμ και το Γιαντ Βασέμ- και ο Ισραηλινός μηχανικός δεν μπορεί να κρύψει τη χαρά και τη συγκίνησή του γι’ αυτή την ξεχωριστή συνάντηση.
«Κάθε φορά που βλέπω έναν από τους ανθρώπους που μας έσωσαν, που είναι ο λόγος για τον οποίο η οικογένειά μου κατάφερε να επιβιώσει σε πολύ δύσκολες συνθήκες, αισθάνομαι απερίγραπτη ευγνωμοσύνη» λέει, υπογραμμίζοντας το μεγαλείο της ψυχής αυτών των ανθρώπων.
«Προσπαθώ να απαντήσω το ερώτημα, γιατί το έκαναν. Ξέρω ότι η μητέρα μου τους είχε φερθεί πολύ καλά αλλά υπήρξε το ίδιο καλή απέναντι και σε πολλούς άλλους ανθρώπους. Πώς πήραν την απόφαση να θέσουν σε τόσο μεγάλο ρίσκο την ίδια τους τη ζωή και τη ζωή των συγγενών τους;» αναρωτιέται και παρ’ ό,τι, όπως λέει, δεν είναι ιδιαίτερα θρησκευόμενος, πιστεύει ότι ο Θεός είναι αυτός που οδήγησε τη Μελπομένη και τις αδελφές της, τρία ορφανά μικρά κορίτσια, να βοηθήσουν την οικογένεια Μορντεχάι.
Ο Γιόσι Μορ γεννήθηκε τον Αύγουστο του «δύσκολου» 1942 και ήταν μωρό ακόμα όταν χρειάστηκε να κρυφτεί μαζί με τους γονείς και τ’ αδέλφια του στην αυτοσχέδια ξύλινη σοφίτα σ’ ένα ερειπωμένο τζαμί, που έφτιαξε γι’ αυτούς ο αδελφός της Ευλαμπίας Τοκατλίδου, της γυναίκας που έτεινε χείρα βοηθείας στην οικογένεια προτού αναλάβουν να τους κρύψουν οι τρεις αδελφές.
Θυμάται με συγκίνηση τη μητέρα του να τού αφηγείται τις πολύ δύσκολες συνθήκες σ’ αυτή την πρώτη κρυψώνα αλλά και τη θαλπωρή που ένιωσαν στο σπίτι της 92χρονης (σήμερα) Μελπομένης Ντίνα και των αδελφών της, Ευθυμίας και Βηθλεέμ. Βαθιά καρφωμένη στο μυαλό του είναι η ιστορία του χαμού του αδελφού του, Σαμουήλ, που αρρώστησε βαριά και η Βηθλεέμ, μαζί με την αδελφή του Σάρα, χρειάστηκε να τον κουβαλήσουν στις πλάτες τους προκειμένου να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο. «Κάποιοι τους έλεγαν πως δεν έχει νόημα, πως κουβαλούν ένα πτώμα ουσιαστικά, αλλά αυτές δεν το έβαλαν κάτω. Τον πήγαν στο νοσοκομείο, όπου δυστυχώς πέθανε μερικές ημέρες αργότερα» λέει, με συγκίνηση, ο κ. Μορ.
«Μας προστάτευσαν, μας φρόντισαν. Πώς να ξεχάσει κανείς ό,τι έκαναν για εμάς;» λέει ο κ. Μορ, ο οποίος καθότι υπήρξε ο «βενιαμίν» της οικογένειας Μορντεχάι δεν είχε εικόνες από την εποχή εκείνη του μεγάλου διωγμού των εβραίων της Βέροιας. Η σύζυγός του ήταν αυτή που τον παρότρυνε να αρχίσει να «σκαλίζει» τη μνήμη της μητέρας του προκειμένου να καταγράψει -όπως κι έγινε- την ξεχωριστή, όπως φαινόταν από τις σκόρπιες έως τότε διηγήσεις, οικογενειακή τους ιστορία.
Την αφήγηση της μητέρας του την κατέγραψε σ’ ένα κείμενο που στη συνέχεια έστειλε στο Γιαντ Βασέμ, το ίδρυμα και μουσείο που έχει δημιουργήσει το κράτος του Ισραήλ για τη διαιώνιση της μνήμης των εκατομμυρίων θυμάτων του Ολοκαυτώματος. Από τότε άρχισε σιγά σιγά να ξετυλίγεται ο μίτος της ιστορίας και της επανένωσης της οικογένειας Μορντεχάι με τους διασώστες της. Το ίδρυμα ξεκίνησε έρευνα για να τους εντοπίσει, όπως κι έγινε.
Ο Γιόσι Μορ και η σύζυγός του ταξίδεψαν πριν από αρκετά χρόνια, για πρώτη φορά, στη Βέροια κι εκεί, με τη βοήθεια ενός εβραίου, του Νταβίντ Κοέν κατάφεραν να εντοπίσουν τη μεγαλύτερη εκ των αδελφών Γιαννοπούλου, την Ευθυμία, που στο μεταξύ απέκτησε το επώνυμο Ξανθοπούλου. «Ο Κοέν μας άνοιξε τη συναγωγή για να δούμε τον χώρο. Τον ρώτησα, αν γνωρίζει την Ευθυμία και μου είπε πως θα με πάει σ’ αυτήν… Η Ευθυμία καθόταν μέσα στο μικρό μαγαζί με κρασιά που διατηρούσε η οικογένειά της, στη Βέροια. Σταθήκαμε έξω από την πόρτα και ο Νταβίντ της φώναξε: “Ευθυμία δεν μπορείς να φανταστείς ποιον σου φέρνω να σε δει”! Αυτή σηκώθηκε, βγήκε έξω και άρχισε να φωνάζει: “Μπούλη, Μπούλη εσύ είσαι;”. Αυτό ήταν το όνομα που μού είχαν δώσει την περίοδο εκείνη. Πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου κι αρχίσαμε να κλαίμε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή τη στιγμή» αφηγείται ο κ. Μορ κι επιβεβαιώνοντας αυτούς που λένε πως το βλέμμα ενός ανθρώπου δεν αλλάζει όσα χρόνια κι αν περάσουν σημειώνει: «Μού είπε η Ευθυμία: “ είδα τα μάτια σου και σε αναγνώρισα αμέσως”».
Ο Γιόσι Μορ και η σύζυγός του συνάντησαν την Ευθυμία, τη Βηθλεέμ, που ζούσε στην Αθήνα τον καιρό εκείνο και φυσικά τη Μελπομένη, στα μάτια της οποίας ο Γιόσι θα είναι πάντα εκείνο το πολύ μικρό παιδί που προτού καλά καλά κάνει τα πρώτα του βήματα βίωσε τη φρίκη του διωγμού και του πολέμου. «Ακόμα και σήμερα, που έχω κι εγώ ο ίδιος εγγόνια, η Μελπομένη μου λέει πως είμαι ένα χαριτωμένο παιδί. Αυτή η εικόνα έχει εντυπωθεί μέσα της», λέει χαριτολογώντας.
Κάθε χρόνο, ο κ. Μορ επισκέπτεται σχολεία και πηγαίνει όπου τον καλούν για να μιλήσει για τους ανθρώπους που έσωσαν τον ίδιο, τους γονείς και τ’ αδέλφια του καθώς, όπως τονίζει, ο μεγαλύτερος εχθρός της μνήμης είναι η λήθη. Στις διαλέξεις που δίνει, αλλά και στις ιστορίες που αφηγείται στα παιδιά και τα εγγόνια του, κεντρικό ρόλο έχουν πάντα οι «άγγελοί» του…
Σοφία Παπαδοπούλου